Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Οι αγρότες, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, είχαν μια αλάνθαστη συνταγή διεκδίκησης. Την περίοδο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου που δεν υπάρχουν αγροτικές δουλειές, έστηναν μπλόκα σε κεντρικές αρτηρίες του εθνικού δικτύου και μεταξύ λουκάνικου στα κάρβουνα και τσίπουρου στις νταμιτζάνες, κατάφερναν να υπερασπίζονται αποτελεσματικά «το δίκιο του αγρότη». Από το ξεφούσκωμα στα λάστιχα των τρακτέρ που επιχείρησε η κυβέρνηση Σημίτη μέχρι τους σημερινούς ελιγμούς του Τσίπρα, η μέθοδος αυτή μπορεί να αποδείχθηκε αλάνθαστη για τους αγρότες ωστόσο είναι βέβαιο πως κατέστρεψε την ελληνική γεωργική παραγωγή.
Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, αυτό που λέμε αγροτική παραγωγή ήταν όλα αυτά τα χρόνια υπόθεση επιδότησης και όχι αγοράς. Το περιβόητο σύνθημα «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά» περιέγραφε μια κατάσταση που διαμορφώθηκε από τη δεκαετία του ‘80, όταν η Ελλάδα μπήκε στην -τότε- ΕΟΚ. Το «όλα τα λεφτά» αφορά σε πολλές δεκάδες δισεκατομμύρια, τα οποία όμως αντί να αξιοποιηθούν για την αναδιάρθρωση της γεωργίας και τη δημιουργία ενός ανταγωνιστικού αγροτικού τομέα που θα απευθύνεται στην αγορά, χρησιμοποιήθηκαν για να στηρίξουν το αγροτικό εισόδημα, με όλες τις καταναλωτικές υπερβολές που δεν χρειάζεται να περιγράψω.
Οι επιδοτήσεις λειτούργησαν σαν συλλογικό ναρκωτικό για τον αγροτικό κόσμο της χώρας. Όταν οι επιδοτήσεις για κάποια προϊόντα όπως ο καπνός και το βαμβάκι ήταν δυο φορές πάνω από την τιμή της αγοράς, οι αγρότες ζούσαν την απόλυτη ψευδαίσθηση πως το εισόδημά τους αυξανόταν τη στιγμή που το προϊόν τους απαξιωνόταν. Αλλά σε αυτό λίγοι έδιναν σημασία. Το ζητούμενο ήταν να εμφανιστούν πως καλλιεργούνταν ακόμα και τα βράχια, για να εισπραχθεί η επιδότηση. Και σε αυτό το παιχνίδι «διαφθοράς» το πολιτικό σύστημα ήταν πρωταγωνιστής για να κερδίζει ψήφους.
Σήμερα ωστόσο και κυρίως στα χρόνια που θα έρθουν, οι επιδοτήσεις δεν είναι πλέον η λύση. Ταυτόχρονα, οι αγρότες, δεν μπορούν να εξαιρούνται των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων που έχουν όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες πολίτες, οι οποίοι στο κάτω – κάτω δεν υπήρξαν και τόσο ωφελημένοι από τις ευρωπαϊκές πολιτικές. Κι εδώ αρχίζει να διαμορφώνεται ένα στρατηγικό αδιέξοδο για τους αγρότες.
Με τη λογική των «μπλόκων» και τις πρακτικές του χυμένου γάλακτος στο δρόμο, δεν μπορούν οι αγρότες να συμμετέχουν στον σχεδιασμό ενός νέου προτύπου αγροτικής ανάπτυξης. Και μόνο το γεγονός πως είναι πολυδιασπασμένοι σε διάφορες γεωγραφικές ομάδες, χωρίς ενιαία εκπροσώπηση και χωρίς σχέσεις εμπιστοσύνης και συναδελφικότητας μεταξύ τους, καθιστά δύσκολη την αποτελεσματική συμμετοχή του αγροτικού κόσμου στον αναγκαίο σχεδιασμό για τα χρόνια που έρχονται.
Ο πρωτογενής τομέας είναι συγκριτικό πλεονέκτημα για τη χώρα. Αρκεί να παράγει με όρους αγοράς και όχι επιδότησης. Αρκεί να διασυνδεθεί οργανικά με τη μεταποίηση για να δίνει εξαγώγιμα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτά δεν μπορούν να σχεδιαστούν από «μπουλούκια», ούτε είναι αρκετές οι όποιες ατομικές προσπάθειες γίνονται μέχρι σήμερα.
Υπάρχει εναλλακτική; Υπάρχει. Το βεβαιώνουν τα μέλη της Πανελλήνιας Ένωσης Νέων Αγροτών. Άνθρωποι που μπαίνουν στην αγροτική παραγωγή όχι για να επιδοτηθούν αλλά για να πουλήσουν. Να ανοίξουν αγορές. Να δημιουργήσουν το νέο πρότυπο αγροτικής ανάπτυξης της χώρας. Και μπορεί η δική τους προσπάθεια να «καπελώνεται» σήμερα από αυτούς που φωνάζουν περισσότερο στα «μπλόκα», όμως είναι αυτοί που ανοίγουν καινούργιους δρόμους, φέρνουν νέες νοοτροπίες και βάζουν ψηλά τον πήχη για την ελληνική παραγωγή.
Στο βαθμό που αυτοί οι νέοι αγρότες βρουν και τον τρόπο να επικοινωνούν πιο αποτελεσματικά τη δική τους αντίληψη για το τι πρέπει να σημαίνει αγροτική παραγωγή και αγροτική επιχειρηματικότητα, τότε η ελληνική γεωργία μπορεί να κάνει θαύματα. Αρκεί, να μην ισχύσει για άλλη μια φορά σε αυτό τον τόπο, το «αλίμονο στους νέους…».