Μόλις λίγες ώρες πριν από την επίσημη ενημέρωση της περασμένης Πέμπτης για την εξέλιξη της ανασκαφής στην Αμφίπολη, η αποδεδειγμένα έγκυρη πηγή της εφημερίδας έδωσε άλλη μία πληροφορία-χρησμό: «Σε ποια ανήκει ο σκελετός που έχουν βρει οι αρχαιολόγοι μέσα στον τάφο;». Καθεμία ξεχωριστά αλλά και εν χορώ, οι κυρίες που συνθέτουν το δημόσιο πρόσωπο της έρευνας στον τύμβο Καστά, δηλαδή η τριάδα Μενδώνη – Περιστέρη – Παναγιωταρέα, αρνήθηκαν κατηγορηματικά την ύπαρξη τέτοιου ευρήματος.
Με εξίσου έντονο ύφος διέψευσαν επίσης ότι υπάρχουν δεδομένα από την πορεία της ανασκαφικής έρευνας που δεν ανακοινώνονται. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ευρήματα τα οποία δεν κρίνονται άξια να συμπεριληφθούν στα δελτία Τύπου που εκδίδει τακτικά το υπουργείο Πολιτισμού, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον σκελετό ενός κύκνου. Τα υπολείμματα του πτηνού βρέθηκαν στην επίχωση του πρώτου θαλάμου, κάπου ανάμεσα στις Σφίγγες της εισόδου και τις Καρυάτιδες. Για το πώς ερμηνεύεται η παρουσία του κύκνου μέσα στο μνημείο, σε ποια περίοδο ανήκει, αν βρήκε κατά τύχη καταφύγιο στο εσωτερικό του τάφου ή οδηγήθηκε εκεί προκειμένου ενδεχομένως να θυσιαστεί, ουδείς γνωρίζει. Τα οστά του κύκνου, όπως και οποιοδήποτε από τα λεγόμενα κινητά ευρήματα, κανονικά μεταφέρονται στο Μουσείο της Αμφίπολης όπου φυλάσσονται και συντηρούνται. Η κυρία Κατερίνα Περιστέρη, υπό την ιδιότητά της ως διευθύντριας του μουσείου, διαβεβαιώνει ότι οι εγκαταστάσεις του είναι υπερσύγχρονες και ότι τα ανευρισκόμενα αντικείμενα λαμβάνουν την καλύτερη δυνατή φροντίδα. Εστω και έτσι όμως, εγείρονται ερωτήματα σχετικά με το τι βρίσκεται μέσα στον τύμβο Καστά, τι επιτρέπεται να γίνει γνωστό γύρω από αυτά τα «ανώνυμα» ευρήματα και τι όχι. «Εχουμε βρει πολλά κινητά αντικείμενα», παραδέχεται η κυρία Περιστέρη, εξηγώντας ότι «πρόκειται για κεραμικά, καρφιά κ.λπ. – αλλά αυτά δεν είναι για δελτίο Τύπου. Σε ένα ενημερωτικό δελτίο θα δώσεις ένα ωραίο ψηφιδωτό, ένα ωραίο άγαλμα, μια ωραία παράσταση κ.λπ., όχι δυο-τρία οστρακάκια που θα βρεις κάπου, τα οποία θα πρέπει να συντηρηθούν, να κολληθούν μεταξύ τους κ.ο.κ., όλα αυτά απαιτούν χρόνο. Και πρέπει προηγουμένως να έχει τελειώσει η ανασκαφή ώστε να έχεις όλα τα κομμάτια, να τα κολλήσεις, να δεις τι είναι. Αυτή είναι η σωστή επιστημονική, αρχαιολογική δουλειά».
Κανείς, εκτός από τους αρχαιολόγους και τους συντηρητές, δεν γνωρίζει τον ακριβή αριθμό και το είδος των κινητών ευρημάτων και βέβαια είναι αδύνατον να γίνει οποιαδήποτε υπόθεση για τη σημασία τους. Πάντως, πληροφορίες που φτάνουν στο «ΘΕΜΑ» κάνουν λόγο για θραύσματα κεραμικών σκευών τα οποία φέρουν ίχνη καύσης και άρα ανήκουν στην πυρά όπου αποτεφρώθηκε ο, άγνωστης μέχρι στιγμής ταυτότητας, νεκρός του τύμβου Καστά. Για το τι περισσότερο θα μπορούσαν να μαρτυρήσουν γι’ αυτόν τα κομμάτια των πιάτων και των αγγείων, τα καρφιά που πιθανώς συγκρατούσαν μεταξύ τους τα ξύλινα μέλη κάποιας τράπεζας προσφορών προς τον θανόντα μόνο οι ερευνητές έχουν δικαίωμα γνώμης. Προς το παρόν, όμως, και για λόγους επιστημονικής δεοντολογίας δεν έχουν δικαίωμα λόγου.
Το αίνιγμα του χαμένου κύκλου
Τραυματισμένο σοβαρά αλλά απολύτως συμμετρικά βρέθηκε το αριστουργηματικό, όπως κατά γενική ομολογία χαρακτηρίζεται, ψηφιδωτό με την Αρπαγή της Περσεφόνης. Το κυκλικό κομμάτι που λείπει από το κέντρο της μυθολογικής παράστασης συνιστά άλλον έναν από τους πολυάριθμους γρίφους του τύμβου Καστά. Η γενική γραμματέας του ΥΠΠΟ, Λίνα Μενδώνη, απέκλεισε κάποιο φυσικό αίτιο, π.χ. τη διαρροή νερού, για την τοπική καταστροφή του ψηφιδωτού. Απέκλεισε επίσης τον βανδαλισμό από τους τυμβωρύχους, εφόσον κάτι τέτοιο δεν θα είχε κανένα νόημα – εκτός βέβαια εάν υπήρχε πακτωμένο επιτόπου κάτι πολύτιμο, το οποίο οι εισβολείς θέλησαν να αφαιρέσουν διά της βίας. Εφόσον όμως το υπόστρωμα στον χώρο του στρογγυλού κενού δεν μαρτυρά ότι υπήρξε σταθερή και μόνιμη τοποθέτηση κάποιου αντικειμένου, το ενδεχόμενο της ηθελημένης καταστροφής φαίνεται απίθανο. Η εκδοχή που απομένει και προς την οποία κλίνουν οι ερευνητές είναι η ύπαρξη κάποιου σκεύους, πιθανώς τελετουργικής χρήσης, το οποίο είχε τοποθετηθεί στο κέντρο του ψηφιδωτού και με την πάροδο του χρόνου έφθειρε το δάπεδο. Ισως κατ’ αυτό τον τρόπο εξηγείται η βεβαιότητα των αρχαιολόγων ότι με τις ψηφίδες και τα μεγαλύτερα κομμάτια που έχουν βρεθεί -και τα οποία φτάνουν σε μήκος έως και τα 20 εκατοστά- η αναπαράσταση του ψηφιδωτού θα αποκασταθεί σχεδόν στην εντέλειά του.
Απορρίπτοντας το σενάριο της διαρροής νερού που υποτίθεται ότι έσταζε επί αιώνες πάνω στο περίτεχνο μωσαϊκό κατατρώγοντάς το, η κυρία Μενδώνη διέψευσε επίσης μια συναφή θεωρία που αφορά στην επίχωση. «Εάν είχαν περάσει τόσα πολλά χώματα από τις ρωγμές, δεν θα υπήρχε θόλος. Είναι αδύνατον όλα αυτά τα κυβικά μέτρα χώμα να έχουν εισχωρήσει από φυσική ροή», τόνισε η γ.γ. του υπουργείου. Η επίχωση, ωστόσο, προβληματίζει έντονα τους ερευνητές, καθώς συνδέεται άμεσα με το πιο βασανιστικό από τα ερωτήματα για τον τάφο της Αμφίπολης, δηλαδή τη σύλησή του. Μιλώντας στα ΜΜΕ την προηγούμενη Πέμπτη, η κυρία Μενδώνη δεν αρνήθηκε ότι πλέον υπάρχουν δεύτερες σκέψεις σχετικά με το χρονικό σημείο όπου έγινε η πλήρωση των χώρων του μνημείου με το αμμώδες χώμα. Τόσο η επίχωση όσο και οι τοίχοι σφράγισης ενδέχεται να έχουν δημιουργηθεί αργότερα από την ανέγερση του μνημείου. Το χειρότερο σενάριο για τον τύμβο θα ήταν να έχει μπαζωθεί αφότου υπέστη λεηλασίες – και μάλιστα επανειλημμένες. Προς αυτή την κατεύθυνση δείχνει και η απουσία ευρημάτων που θα παρέπεμπαν σε κάποιου είδους επίπλωση. Διότι δεν θα είχε καμία λογική η δημιουργία ενός υπερπολυτελούς ανακτόρου, καταφανώς φτιαγμένου για να λειτουργήσει ως μέσο επίδειξης πλούτου και υλικής ματαιοδοξίας, χωρίς να περιέχει το παραμικρό διακοσμητικό ή μη, μικρό ή μεγάλο αντικείμενο. Η κυρία Μενδώνη είπε σχετικά ότι «διάφορες παρατηρήσεις, όχι ευρήματα, οδηγούν στη σκέψη ότι η επίχωση μπορεί να είναι μεταγενέστερη της κατασκευής του μνημείου. Πολύ ή λίγο, δεν μπορούμε να πούμε. Το μνημείο θα μπορούσε να είναι επισκέψιμο έως το ψηφιδωτό. Γενικώς στους μακεδονικούς τάφους υπήρχε μια προσβασιμότητα, ο διάδρομοι στο εσωτερικό τους δεν ήταν επισκέψιμοι, δηλαδή ανοιχτοί στον καθέναν, αλλά ήταν προσβάσιμοι».
Η τραγική Περσεφόνη και ο υπερφίαλος Κάσσανδρος
Μελετώντας τις λεπτομέρειες της μυθικής αρπαγής της Περσεφόνης όπως αυτή αναπαρίσταται στο εντυπωσιακό και παγκοσμίως πολυσυζητημένο ψηφιδωτό που αποκαλύφθηκε στο δάπεδο του δεύτερου θαλάμου, ο κ. Ευθύμης Λαζόγκας, διδάσκων Ιστορίας της Αρχαίας Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, παρατηρεί: «Αναμφίβολα είναι ένα εξαιρετικό δείγμα της τεχνικής του βοτσαλωτού ψηφιδωτού, η οποία φτάνει στη μεγαλύτερη ακμή της ακριβώς περί τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.. Αυτό είναι σημαντικό για τη χρονολόγηση του μνημείου, καθώς μετά τη συγκεκριμένη περίοδο η τεχνική αυτή σταδιακά εγκαταλείπεται και στα όσα παραδείγματα γνωρίζουμε από τον πρώιμο 3ο αιώνα π.Χ. τα σχέδια γίνονται πιο επίπεδα και γραμμικά, παρουσιάζοντας πιο διακοσμητικό χαρακτήρα. Στο ψηφιδωτό του τύμβου Καστά είναι έντονη η αίσθηση του βάθους και των φωτοσκιάσεων, όπως και η λεπτομέρεια στην απόδοση των εκφράσεων που έχουν οι μορφές της σύνθεσης. Είναι σαφές ότι το έχει δημιουργήσει ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες αυτής της περιόδου, καθώς εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλοί ικανοί ψηφοθέτες, δεδομένου ότι τα βοτσαλωτά ψηφιδωτά ήταν της μόδας και παρουσίαζαν μεγάλη ζήτηση για τη διακόσμηση των πολυτελών οικιών της μακεδονικής αριστοκρατίας. Θα έλεγα ότι η Αρπαγή της Περσεφόνης φαίνεται να είναι το δεύτερο καλύτερο δείγμα ψηφιδωτής διακόσμησης δαπέδου, μετά το Κυνήγι του Ελαφιού, που βρέθηκε στα ανακτορικά συγκροτήματα της Πέλλας».
Οπως επισημαίνει ο κ. Λαζόγκας, η προσπάθεια απόδοσης του βάθους και οι διαβαθμίσεις των σκιών είναι ιδιαίτερα εμφανείς στο ψηφιδωτό της Αμφίπολης, παρόλο που υπάρχουν κάποια μικρά ελαττώματα στην προοπτική και την απόδοση των μορφών, ιδιαίτερα στην περίπτωση του σώματος του ψυχοπομπού Ερμή, η απόδοση του οποίου είναι ελαφρώς πιο ατελής από τις άλλες δύο. «Ωστόσο, είναι σαφές ότι αυτός που παρήγγειλε ένα τόσο μεγαλοπρεπές μνημείο είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, επρόκειτο για υπερφίαλη προσωπικότητα και επιθυμούσε έντονα να εμφανιστεί είτε ως άμεσα συνδεόμενος με την ιστορία της δυναστείας των Τημενιδών, είτε ως άξιος συνεχιστής της. Γι’ αυτό ακριβώς, αν θα έπρεπε να κάνω κάποια υπόθεση για το πρόσωπο που συνδέεται με την ανέγερση του μνημείου, λόγω του υπερφυσικού μεγέθους του τάφου και της υπερφόρτωσής του με περίτεχνη και δαπανηρή διακόσμηση, υποθέτω, με κάθε επιφύλαξη βέβαια, πως το μνημείο συνδέεται με την περίοδο της ηγεμονίας του Κάσσανδρου. Σε αυτή την περίοδο το τοποθετούν και οι περισσότεροι επιστήμονες. Η τοιχοδομία, τα χαρακτηριστικά των Καρυατίδων και πριν απ’ όλα το ψηφιδωτό παραπέμπουν στα τέλη του 4ου και οριακά στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Λόγω του μεγέθους της κατασκευής και της ασυνήθιστης μορφής του είναι πιθανόν οι ένοικοι του τάφου να είναι και περισσότεροι του ενός. Ο ένοικος του τάφου λογικά οφείλει να έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση με την Αμφίπολη, όπως θα ήταν η περίπτωση των ναυάρχων Νεάρχου, Λαομέδοντα ή Ανδροσθένη. Σε κάθε περίπτωση, σύντομα θα ξέρουμε».
Ακριβώς λόγω του προφίλ που σχηματίζεται έμμεσα για τον περιβόητο αλλά άγνωστο «ιδιοκτήτη» του αινιγματικού ταφικού μνημείου, η προσμονή για την επόμενη έκπληξη, αυτή που επιφυλάσσει ο τρίτος θάλαμος στους ανασκαφείς, πυρπολεί τη συλλογική φαντασία. Η ομάδα των ερευνητών υπό την κυρία Περιστέρη έχει εισέλθει από χθες στον χώρο πίσω από τη μαρμάρινη θύρα και ήδη αφαιρεί συστηματικά την επίχωση. Η αποκάλυψη του μυστικού είναι ζήτημα ημερών, καθώς υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι το τέρμα της διαδρομής στο εσωτερικό του τύμβου Καστά βρίσκεται λίγα μέτρα πιο μπροστά -και πιο κάτω- από το ψηφιδωτό δράμα της Περσεφόνης, στον τελευταίο, ή, αλλιώς, στον κυρίως ταφικό θάλαμο του μοναδικού και παράξενου μνημείου της Αμφίπολης.