Γράφει ο Στέλιος Γρηγορίου
Δικηγόρος LLM – οικονομολόγος
Η συζήτηση για την άμεση επαναδιαπραγμάτευση του Ελληνικού Δημόσιου χρέους, μετά τις υπερβολές και, κύρια, τις ανακρίβειες της προεκλογικής περιόδου, άρχισε με μία συμβολική αντιπαράθεση σήμερα, μετά την συνάντηση του επικεφαλής του Eurogroup με τους Ελληνες ιθύνοντες.
Μία σοβαρή διαπραγμάτευση επιβάλλει να είμαστε προσεκτικοί κατά την έναρξη του θεσμικού διαλόγου μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και των οργάνων της Ευρωζώνης, ώστε να μην υποβάλλουμε ανεδαφικές ή μαξιμαλιστικές προτάσεις, έστω και για λόγους εντυπώσεων ή διαπραγματευτικής τακτικής, και τούτο για την διασφάλιση της εθνικής μας εικόνας και την επίτευξη ρεαλιστικών πολιτικών στόχων στα πλαίσια της επαναδιαπραγμάτευσης του Ελληνικού χρέους.
Η διαπραγμάτευση πρέπει αναγκαστικά να προσγειωθεί στις νομικές δυνατότητες, που επιτρέπουν την πλέον αποτελεσματική διαπραγμάτευση, χωρίς να διακυβεύεται μία, τουλάχιστον άμεση, ρήξη με τις δανείστριες χώρες της Ευρωζώνης ή μία αναγκαστική αποχώρηση από την ζώνη του Ευρώ.
Τουλάχιστον, αυτή είναι η προφανής πολιτική μέθοδος διαπραγμάτευσης, που πρέπει να επιλεγεί και, πιστεύω, αυτό θα πιστοποιηθεί από τις επικείμενες προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης.
Σκοπός της επαναδιαπραγμάτευσης είναι η αναδιάρθρωση του Ελληνικού Δημόσιου χρέους, ώστε να αποπληρωθεί υπό όρους άρσης της καταθλιπτικής λιτότητας εις βάρος του Ελληνικού λαού. Η επαναδιαπραγμάτευση ως προς την διατύπωση του Προγράμματος εφαρμογής των όρων της δημοσιονομικής πειθαρχίας (conditionality) πρέπει να ολοκληρωθεί με την απαιτούμενη πολιτική ταχύτητα, ώστε να μην τεθεί εν κινδύνω η ρευστότητα της χώρας.
Ουσιαστικά πρέπει να καταργήσουμε το Μνημόνιο και να το αντικαταστήσουμε με ένα πλαίσιο Conditionality, συμβατό με το Κυβερνητικό Σχέδιο για την Ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας. Ουσιαστικά εάν δεν ήταν ο όρος φορτισμένος αρνητικά, θα συγκροτούσαμε ένα Μνημόνιο της Αριστεράς ή ένα Ελληνικό Μνημόνιο.
Η οριοθέτηση αυτού του πολιτικού στόχου σημαίνει ότι δεν τίθεται υπό άμεση συζήτηση η αλλαγή των Συνθηκών της Ε.Ε., η σύναψη νέας Σύνθήκης ή η θέσπιση Ευρωπαικού Κανονισμού, με την οποία να δημιουργείται Ευρωπαικός Μηχανισμός Αναδιάρθρωσης των Κρατικών Χρεών, η σύγκληση Πανευρωπαικής Διάσκεψης για το χρέος. Αυτές οι προτάσεις θεσμικής ανασυγκρότησης του Μηχανισμού Διάσωσης της Ευρωζώνης αποτελούν στοιχεία μίας συνολικής διαπραγμάτευσης, που αναγκαστικά τίθεται και πρέπει να διεξάγεται σε πανευρωπαικό πλαίσιο, μετά τη επίλυση του τρέχοντος ζητήματος της συμφωνίας για το Ελληνικό Πρόγραμμα.
Η Ευρωζώνη με την θέσπιση, αρχικά, του του EFSF, που μετεξελίχθηκε θεσμικά σε ESM (Eυρωπαικός Μηχανισμός Σταθερότητας) και η εισαχθείσα πολιτική της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας για την υλοποίηση Απευθείας Χρηματικών Συναλλαγών (OutrightMonetaryTransactions -ΟΜΤ), που επιτρέπουν την σταδιακή της μετεξέλιξή της σε έσχατο δανειστή (lastresortlender), όπως αρμόζει σε μία Ομόσπονδη Κεντρική Τράπεζα, σε συνδυασμό με τo πανευρωπαικά πρώτo bailout (διάσωση με προσφυγή σε εξωτερικούς πόρους) στην Ελλάδα, το πανευρωπαικό πρώτο bailin στην Κύπρο (διάσωση με προσφυγή σε ίδιους πόρους) και τον σχεδόν έτοιμο να θεσπισθεί Κανονισμό bailin στον Τραπεζικό τομέα (εφιστάται ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΟΧΗ εδώ !!!), έθεσε τα θεμέλια ενός Ευρωπαικού Μηχανισμού Ρύθμισης της Αναδιάρθρωσης του Δημοσίου Χρέους των Κρατών Μελών (EuropeanDebtRestructuringMechanism).
Με βάση της συγκυρία της οικονομικής κρίσης, είναι αμφίβολο εάν τα κυρίαρχα κράτη μέλη επιθυμούν την περαιτέρω ενίσχυση μηχανισμών ρύθμισης της αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους, όπως οι παραπάνω προτάσεις, ή επιλέγουν την adhoc αντιμετώπιση του προβλήματος της αναδιάρθρωσης με βάση τους μηχανισμούς της αγοράς και το συμβατικό πλαίσιο των σχέσεων εμπλεκομένων κρατών /δανειστών (bailout και bailin).
Πέρα όμως από τις θεσμικές καινοτομίες προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης ρύθμισης των διαδικασιών αναδιάρθρωσης του χρέους και παρά την συνεχή διακήρυξη ότι η Ελλάδα αποτελεί μοναδική περίπτωση, με βάση την δογματική πεποίθηση ότι οι χώρες της Ευρωζώνης δεν πτωχεύουν (toobigtofail), επιδιώκεται η προληπτική ενεργοποίηση των μηχανισμών εποπτείας, ώστε να αποτραπεί η περίπτωση επανάληψης του ελληνικού φαινομένου, της δημοσιονομικής εκτροπής, παρά την εντατική θεσμική λειτουργία των μηχανισμών εποπτείας.
Με βάση τους παραπάνω θεσμικούς περιορισμούς, τα νομικά όρια της επαναδιαπραγμάτευσης τίθενται, κατ’ εξοχήν, από την Συνθήκη της Ε.Ε. και την υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαικής Ενωσης (CJEU).
Το άρθρο 136 (παρ. 3) της Συνθήκης Ε.Ε. ορίζει ότι κάθε χρηματοδοτική στήριξη προς Κράτος μέλος της Ευρωζώνης πρέπει να υπόκειται στην αυστηρή επιβολή ενός «Προγράμματος εφαρμογής των όρων της δημοσιονομικής πειθαρχίας» (“conditionality”).
H διάταξη αυτή ερμηνεύθηκε, περαιτέρω, με την γνωστή απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαικής Ενωσης “Pringle”, σύμφωνα με την οποία ο κανόνας του άρθρου 125 της ΣΕΕ ότι δεν επιτρέπεται η διάσωση Κράτους μέλους της Ευρωζώνης με την προσφυγή σε μέτρα εξωτερικής βοήθειας (bailout), επιβάλλει στα Κράτη μέλη να παρέχουν οικονομική στήριξη προς Κράτος μέλος, που υφίσταται κρίση δανεισμού ή χρεωκοπίας, αυστηρά και μόνον υπό την μορφή απευθείας δανείων, χωρίς να είναι επιτρεπτή η απευθείας ανάληψη μέρους του χρέους, έστω και υπό την μορφή αγοράς ομολόγων του δυσπραγούντος Κράτους μέλους.
Για αυτόν τον θεσμικό λόγο η χώρα μας προέβη στην σύναψη δύο συμβάσεων κοινοπρακτικών δανείων με τις χώρες της Ευρωζώνης (αντί της έκδοσης ομολογιακού δανείου), η πρώτη ύψους 110 δις ΕΥΡΩ, με την σύμπραξη και του ΔΝΤ, και η δεύτερη, με την μεσολάβηση του EFSF (Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Διευκόλυνσης) ύψους 130 δις ΕΥΡΩ.
Η ολοσχερής άρνηση πληρωμής των τοκοχρεωλυσίων του 2ου Κοινοπρακτικού δανείου, στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης μίας ορισμένης μορφής, καθιστά τούτο εξ ολοκλήρου απαιτητό (acceleration) και επιβαρύνεται με τόκους υπερημερίας καθορισμένους συμβατικά.
Επίσης, είναι αντίθετο προς την Δανειακή Σύμβαση, ως εκτός Συνθηκών ΕΕ, η μονομερής διαγραφή ή η μονομερής αναδιάρθρωση, έστω και μέρους του χρέους, που οφείλεται με βάση τις Δανειακές Συμβάσεις, καθώς και η διεκδίκηση άτοκου δανεισμού.
Ως εκ τούτου, η πολιτική πρόταση μετατροπής του χρέους προς τον Επίσημο τομέα (OfficialSector) σε κρατικά ομόλογα μηδενικού επιτοκίου εις το διηνεκές (perpetualBonds ή perpetuities) προσκρούει στο γράμμα και το πνεύμα της Συνθήκης και, κατά πάσα πιθανότητα θα απορριφθεί εξ υπαρχής ως αντίθετο προς το γράμμα και την δικαστική ερμηνεία της Συνθήκης ΕΕ, αλλά και στις αναμενόμενες πολιτικές αντιδράσεις των δανειστών, που εύλογα θα επικαλούνται την άρνηση έγκρισης από τα εθνικά τους Κοινοβούλια.
Αντίθετα, μπορούμε να διακινδυνεύσουμε την υιοθέτηση μιάς ερμηνευτικής προσέγγισης (με βάση την ερμηνευτική προσέγγιση της απόφασης Pringle) ότι είναι νόμιμη και θεμιτή η χαλάρωση των όρων αποπληρωμής της δανειακής σύμβασης, υπό την έννοια της μείωσης των οφειλομένων επιτοκίων κα της επιμήκυνσης αποπληρωμής των δόσεων. Δεν αποκλείεται, ακόμη, από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο η χορήγηση μίας βραχείας χρονικής περιόδου χάριτος αποπληρωμής των τοκοχρεωλυσίων, εφόσον δηλώνεται ρητά από την Ελλάδα ότι τα χρέη παραμένουν απαιτητά και η καθυστέρηση αποπληρωμής αυτών επιβαρύνεται με το συμβατικά καθορισμένο επιτόκιο.
Ομοίως, η πρόταση ανταλλαγής των Ελληνικών Ομολόγων, που απέκτησε η ΕΚΤ στα πλαίσια της πολιτικής ΟΤΜ, με Ομόλογα μηδενικού επιτοκίου στο διηνεκές (perpetuityBonds), θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή σε επίπεδο Συνθηκών ΕΕ, με βάση την ερμηνευτική προσέγγιση της απόφασης Pringle.
Συνεπώς, η συμμετοχή της χώρας μας στο πρόγραμμα της Ποσοτικής Χαλάρωσης (QuanitativeEasing – QE), που εξήγγειλε η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα, μετά μάλιστα και την θετική Γνώμη του Εισαγγελέα του ΔΕΚ (εν όψει της τελικής απόφασης του ΔΕΚ επί του Προδικαστικού ερωτήματος που έθεσε για πρώτη φορά το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας), καθώς και η απρόσκοπτη εξακολούθηση της χρηματοδότησης της χώρας, βάσει των δανειακών συμβάσεων, προυποθέτει, άνευ ετέρου και ως αναγκαία διαλυτική αίρεση (sinequanon), την ένταξη της χώρας μας σε ένα αμοιβαία με τους δανειστές συμφωνημένο Πρόγραμμα εφαρμογής όρων Δημοσιονομικής Πολιτικής (Conditionality), με βάση την υφιστάμενη Συνθήκη ΕΕ, από την οποία δεν μπορούμε να διαφύγουμε.
Ακόμη, και η επείγουσα παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ προς τις Ελληνικές Τράπεζες με βάση την προσφυγή στην προληπτική γραμμή στήριξης (EmergencyLiquidityAssistance – ELA) υπόκειται στην εκπλήρωση ορισμένων αυστηρών δεικτών φερεγγυότητας, η μη τήρηση των οποίων επιτρέπει την μη παροχή ρευστότητος, κατάσταση στην οποία οι ελληνικές τράπεζες ήδη ευρίσκονται ή είναι ευχερές να ευρεθούν στα πλαίσια πολιτικής ή οικονομικής πίεσης.
Προκαταβολικά, θεωρώ ότι η απόπειρα να επιδιωχθεί haircut της 2ης Δανειακής Σύμβασης είναι πολιτικά εσφαλμένη, καθώς είναι εξ υπαρχής συγκρουσιακή και ατελέσφορη. Δεν πιστεύω ότι είναι κανείς πολιτικά αφελής να πιστεύει ότι τα Κοινοβούλια των δανειστριών χωρών θα συναινέσουν στο κούρεμα, έστω και αν πρόκειται περί διαγραφής αμελητέων ποσών, που πρόσφατα δάνεισαν οι φορολογούμενοι των κρατών μελών, με αντίστοιχη φορολογική επιβάρυνσή τους. Πέραν των άλλων, εμφανίζεται η Ελλάδα να υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης, που απορρέει από την φαινομενικά επιδειχθείσα αλληλεγγύη προς την χώρα μας κατά το διάστημα της χρεωκοπίας της (υποκριτικά οι πάντες σιωπούν για το πιστωτικό γεγονός που πράγματι επισυνέβη δύο φορές μέχρι τώρα, και κατά την ανακοίνωση της αδυναμίας πληρωμών στο Καστελόριζο και κατά την ενεργοποίηση των ρητρών Συλλογικής Δράσεως (CollectiveActionClause – CAC).
Επομένως, η διαπραγμάτευση πρέπει να επικεντρωθεί στο ζήτημα του μετασχηματισμού των όρων εφαρμογής της Δημοσιονομικής Πολιτικής (conditionality) και ανασυγκρότησης, αυτό που θεσπίσθηκε ως ΜΝΗΜΟΝΙΟ Ι για την πρώτη δανειακή Σύμβαση και ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΙΙ για την δεύτερη δανειακή σύμβαση, δηλαδή στη διαμόρφωση του Ελληνικού Conditionality, κατά τρόπο σύμφωνο με την πρόσφατη ετυμηγορία του ελληνικού λαού και την προγραμματική δέσμευση της κυβέρνησης, λαμβάνοντας υπόψιν τους θεμελιώδεις νομισματικούς περιορισμούς από την συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, ήτοι την αδυναμία υποτίμησης, ελλείψει εθνικού νομίσματος, η οποία θα επέτρεπε την ουσιαστική απομείωση του χρέους, με την εφαρμογή πληθωριστικών πολιτικών.
Το Μνημόνιο κατ’ ουσία είναι ένα πολιτικό πρόγραμμα και μάλιστα συγκεκριμένης ιδεολογικοπολιτικής κατεύθυνσης, που προσπαθεί να επιβάλει ένα συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης και την επιβολή της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού σε πανευρωπαική κλίμακα, ενταγμένο στην παγκόσμια επιβολή του μοντέλου αυτού μετά από την γνωστή «Συναίνεση της Ουάσιγκτον». Ετσι εξηγείται η άνεση της υιοθέτησης του μοντέλου αυτού από την Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, καθώς δεν ήταν η οικονομική αναγκαιότητα που επικαλούνται τα δύο μέχρι πρότινος κυρίαρχα κόμματα ως ο λόγος της άκριτης και με τεράστιο κόστος υιοθέτησής του, αλλά η πλήρης και άνευ όρων αποδοχή των συγκεκριμένων ιδεολογικοπολιτικών προταγμάτων τους.
Η κυβέρνηση πρέπει να προτείνει ένα Πρόγραμμα με βάση τις προγραμματικές δεσμεύσεις της, που θα επιτυγχάνει σημαντικά αποτελέσματα δημοσιονομικής πειθαρχίας, μέσα από την αναδιάταξη της φορολογίας και των προτεραιοτήτων είσπραξης των φορολογικών εσόδων. Ένα αξιόπιστο οικονομικό και πολιτικό Πρόγραμμα, αποτελεί την νέα Conditionality, σύμφωνα με την υποχρέωση της χώρας μας για την εκπλήρωση της θεσμικής της υποχρέωσης υπαγωγής σε ένα αμοιβαία αποδεκτό Πρόγραμμα, που θα διασφαλίζει την επανέναρξη της καταβολής των δανειακών δόσεων. Η άρνηση καταβολής των δόσεων, όταν υποβληθεί το Ελληνικό Πρόγραμμα, χωρίς να υπάρχει εύλογη εξήγηση από την πλευρά των δανειστών, αποτελεί Καταγγελία της Δανειακής συμβάσεως, με υπαιτιότητα των δανειστών και επισύρει σοβαρές έννομες συνέπειες, με βάση την Δανειακή Σύμβαση και το Διεθνές Δίκαιο.
Η κατακλείδα της επιτυχούς επαναδιαπραγμάτευσης θα είναι η επικύρωση του Ελληνικού Προγράμματος Εφαρμογής των όρων της Αναδιάρθρωσης με ένα Δημοψήφισμα, το οποίο θα πιστοποιεί πανηγυρικά την βούληση του Ελληνικού λαού να εργασθεί με αξιοπρέπεια και με προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του, στα πλαίσια της Ευρωπαικής Ενωσης και της Ευρωζώνης.
Οι υποχρεωτικά πολιτικές διαπραγματεύσεις, που πρέπει να προηγηθούν θα οδηγήσουν, κατά πάσα πιθανότητα, στην διαπίστωση του αδιεξόδου ανευρέσεως κάποιας συναινετικής πολιτικής λύσεως, με δεδομένη την άρνηση της Γερμανίας και των συμμάχων της να αποδεχθούν πολιτικά την αναδιάρθρωση του χρέους κα την εμμονή της στην πολιτική λιτότητας, λόγω του ότι η Γερμανική κυριαρχία πνέει τα λοίσθια, υπό την έννοια της επιβολής του μοντέλου της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας στις χώρες του Νότου. Στο πλαίσιο αυτό, οπωσδήποτε θα πρέπει να ενισχύσουμε πολιτικά τον άξονα με την Μεγάλη Βρετανία, εν όψει ανόδου των Εργατικών του Miliband τον προσεχή Μάιο, με την Ισπανία, εν όψει ανόδου των Podemos και την Γαλλία, η οποία θα μπορούσε να επανέλθει στην γενέθλια πολιτική του Προέδρου της για την αναθεώρηση του Συμφώνου Δημοσιονομικής Πειθαρχίας, με αποτέλεσμα να επωφεληθεί και η Ελλάδα στην διαπραγμάτευση αυτή, με χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ιδίως με την εξαίρεση των δαπανών για την ανάπτυξη και την κοινωνική πολιτική (ανεργία, δημόσια υγεία κ.λ.π.) για ένα συγκεκριμένο μεταβατικό διάστημα.
Βεβαίως, μετά την διαφαινόμενη κατάρρευση των διαπραγματεύσεων, θα μπορούσε η Ελλάδα, εάν ήθελε να είναι θεσμικά άψογη, να καταγγείλει την Δανειακή Σύμβαση ΙΙ και να προσφύγει αμέσως στα αρμόδια κατά την Δανειακή Σύμβαση ΙΙ Δικαστήρια του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου (άρθρο 13 (2)) με βάση το εφαρμοστέο, και πάλι κατά την σύμβαση, (άρθρο 13(1)), Αγγλικό Δίκαιο, το οποίο ναι μεν είναι καταρχήν ευνοικό για τον δανειστή, αλλά δεν αποκλείεται η υπό ορισμένες προυποθέσεις προστασία του οφειλέτη, όταν προβεί εις την διεκδίκηση του «κουρέματος» (haircutting).
Το θεμελιώδες νομικό επιχείρημα για την διεκδίκηση του «κουρέματος» είναι η ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου της Δανειακής Σύμβασης, καθώς η σύναψη της Δανειακής Σύμβασης Ι και το αντίστοιχο Μνημόνιο Ι , η Δανειακή Σύμβαση ΙΙ και το αντίστοιχο Μνημόνιο ΙΙ και το haircutting, ως νομικά κείμενα αναπόσπαστα συνδεδεμένα μεταξύ τους και αποτελούντα ενιαίο όλο, είχαν φαινομενικώς σκοπό συνάψεώς τους την διάσωση της ελληνικής οικονομίας από την πτώχευση και την παραμονή της χώρας στην ζώνη του ΕΥΡΩ.
Εν τούτοις, οι συμφωνίες αυτές, κατά πλήρως απρόβλεπτη μεταβολή των συνθηκών, οδήγησαν στα αντίθετα από τα επιδιωχθέντα δημοσιονομικά αποτελέσματα, ήτοι επέφεραν δραματική αύξηση του Δημόσιου Χρέους της Ελλάδας από 120% σε 175% ως προς το ΑΕΠ, στην καταστροφή της οικονομίας και της κοινωνίας και σε βαρύτατη ανθρωπιστική κρίση ενάντια στα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών, με αποκλειστική υπαιτιότητα των δανειστών, οι οποίοι επέλεξαν εσφαλμένο πρότυπο δημοσιονομικής προσαρμογής της Ελλάδος, σύμφωνα και με τις ομολογίες του ΔΝΤ για την υιοθέτηση εσφαλμένων πολλαπλασιαστών.
Το πρότυπο τούτο επέβαλλαν, εκμεταλλευθέντες την ζωτική ανάγκη της Ελληνικής οικονομίας από φρέσκο χρήμα, μέσω της εποπτείας της παράνομης Τρόικα, η οποία αποτελεί εξωθεσμικό εξάμβλωμα, χωρίς νομική βάση στις υπάρχουσες συνθήκες, και χωρίς τον δημοκρατικό έλεγχο του Ευρωπαικού και των εθνικών Κοινοβουλίων, κατά τρόπο πρόδηλα αντιδημοκρατικό και με βάση την άνιση σχέση κυριαρχίας μεταξύ των συμβαλλομένων.
Σε τελική ανάλυση οι δανειστές και υπό το πρόσχημα διασώσεως της Ελληνικής οικονομίας και της Ευρωζώνης, επέλεξαν να διασώσουν τις Τράπεζες και τους θεσμικούς επενδυτές τους.
Η εφαρμογή του προγράμματος αυτού εις το διηνεκές είναι αδιέξοδη και ήδη καταβυθίζει το σύνολο της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας σε ανεπίστρεπτη καταστροφή.
Τα οφέλη από μία τέτοια ενέργεια είναι πολλαπλώς σημαντικά, καθόσον η Ελλάδα φαίνεται ότι δεν ενεργεί μονομερώς, αλλά στο πλαίσιο των συμβατικών της υποχρεώσεων από τις Δανειακές Συμβάσεις Ι και ΙΙ και, κυρίως, εντός των Ευρωπαικών θεσμών.
Μπορεί η έκβαση μίας τέτοιας νομικής διαμάχης να είναι αμφίβολη και να έχει εξαιρετικώς μακροχρόνια αποτελέσματα, σε περίπτωση θετικής έκβασης, τα οποία, όμως, δεν είναι καθόλου αμελητέα στο πλαίσιο μίας πολιτικής haircutting, όπου ουσιαστικώς η επιδίωξη είναι η επιμήκυνση της καταβολής των οφειλομένων τοκοχρεωλυσίων.
Μεταβατικώς, η Ελλάδα μπορεί να επιδιώξει με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η οποία είναι αυτόθροη συνέπεια της θεσπίσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της Δανειακής Συμβάσεως ΙΙ, να ζητήσει τον περιορισμό της καταβολής των τοκοχρεολυσίων, μέχρι του ποσού που επιτρέπει η Ανάπτυξη της χώρας, ήτοι μέχρι ενός ποσοστού αύξησης του ΑΕΠ, εξαιρουμένων των δαπανών για την ανάπτυξη από το υπολογισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα διασφαλισθεί η σύνδεση της Ανάπτυξης με την αποπληρωμή του χρέους (GDPLinkedRepayment).
Επαναλαμβάνω ότι η μετατροπή των δανείων σε κρατικά ομόλογα συνδεδεμένα με ρήτρα ανάπτυξης αντίκειται στην ΣΕΕ. Όμως, η αποπληρωμή των δανείων, με βάση την σύνδεση του ποσού της δόσεως με ρήτρα ανάπτυξης είναι θεσμικά θεμιτό και πολιτικά δυνατό να επιτευχθεί. Σε περίπτωσης δε αρνήσεως των δανειστών η μόνη θεσμικά επιτρεπτή λύση είναι η Προσφυγή στο ΔΕΚ, ώστε αυτό, που αρνούνται οι δανειστές στην διαπραγμάτευση να επιτευχθεί με την προσφυγή στην δικαστική οδό.
Δεν θέλω να κατηγορηθώ για υπερβολικό λεγκαλισμό, πίστη στην ουδετερότητα του Δικαστηρίου και στην θεσμική και αξιακή ανωτερότητα της δικαστικής οδού. Αλλά, η επιλογή αυτή, εκτός του ότι θα επενεργήσει θετικά στην διαπραγμάτευση, μπορεί να είναι απελευθερωτική και για τους ίδιους τους δανειστές, που με την δικαστική απόφαση θα μπορούν να αντιμετωπίσουν ευπρόσωπα τους φορολογουμένους των χωρών τους.
Τέλος, στην διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωση του χρέους, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν πιέσεις επί εθνικών θεμάτων, που φαινομενικά είναι άσχετες προς τις διαπραγματεύσεις για το χρέος, αλλά ουσιαστικά θα συνιστούν πιέσεις και θα αποστέλλουν μηνύματα προς την Ελλάδα. Η απόπειρα υπονόμευσης της κυβέρνησης θα μπορούσε να ξεκινήσει με την απαίτηση ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ με το όνομα Μακεδονία, γεγονός που θα έθετε σε δοκιμασία την κυβερνητική συνοχή, με δεδομένη την κόκκινη γραμμή των ΑΝΕΛ πάνω στο θέμα.
Επίσης, αναμένεται η ταχεία επαναφορά μίας εκδοχής του Σχεδίου Ανάν και πιέσεις για το ζήτημα της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων της Κυπριακή Δημοκρατίας.
Για τον λόγο αυτό, και επειδή η διαπραγμάτευση με τους δανειστές αναμένεται να είναι πολυεπίπεδη, πρέπει η Ελλάδα να θέσει τάχιστα, ανάλογα με την συμπεριφορά της Γερμανίας στην κύρια διαπραγμάτευση, το ζήτημα του Κατοχικού Δανείου και των Πολεμικών Επανορθώσεων.
Η αγωνία όλων των Ελλήνων πατριωτών για την επιτυχή έκβαση της σκληρής σύγκρουσης της Ελληνικής Κυβέρνησης με τους δανειστές, που μόλις ξεκίνησε, η τοποθέτηση της Ελλάδας απέναντι σε ένα συμπαγές μέτωπο πολιτικοοικονομικών συμφερόντων, αποφασισμένων να συντρίψουν άμεσα με βίαια πολιτικοοικονομικά οικονομικά μέσα την αντίσταση του Ελληνικού λαού, επιβάλλει την συγκρότηση ενός παλλαικού μετώπου αντίστασης και εθνικής σωτηρίας, που θα μετεξελίσσει την πολιτική πλειοψηφία, που μόλις σχηματίσθηκε στην Βουλή σε ένα μαζικό κίνημα λαικής εξουσίας, ικανό να αντιμετωπίσει την πρωτοφανή επίθεση, που θα εκδηλωθεί μέσα στην καρδιά της Ευρωζώνης, δηλαδή στην καρδιά του καπιταλιστικού συστήματος εξουσίας, με τις οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις, που η εξέλιξη αυτή μπορεί να συνεπάγεται για την παγκόσμια οικονομία.