του Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως
Το αριστούργημα του Σοφοκλή ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ έχει παιχθεί δεκάδες φορές σε θεατρικές σκηνές. Έχουν γραφεί γι’αυτό εκατοντάδες θεατροκριτικές. Έγιναν χιλιάδες θεωρητικές αναλύσεις. Κυκλοφόρησαν γι’ αυτό, πολύτομες «Ιστορίες Θεάτρου».
Όμως, από σεμνοτυφία ή από ενοχή παρασιωπάται ο ουσιώδης πυρήνας του μεγάλου ζητήματος.
Πριν αναζητήσουμε την κατάρα που κυνηγούσε -μέχρι που εξόντωσε πλήρως- τον Οίκο των Λαβδακιδών, ας υπενθυμίσω το γνωστό σε όλους μας μέρος του μύθου κι έπειτα θα προσθέσω το «ου φωνητό» και περιέργως κρυπτόμενο.
Ο Λάϊος, βασιλιάς των Θηβών, παντρεμένος με την Ιοκάστη, κόρη του Μενοικέως και αδελφή του Κρέοντος, δεν μπορεί να τεκνοποιήσει.
Ζητώντας χρησμό από το Μαντείο των Δελφών, μαθαίνει πως πρέπει να αποφύγει κάθε προσπάθεια γιατί: αν αποκτήσει γιό, το παιδί του αυτό θα τον σκοτώσει και θα πάρει το θρόνο, νυμφευόμενο την ίδια του τη μητέρα.
Μεθυσμένος κάποιο βράδι, ο Λάϊος, λησμονεί το χρησμό και αφήνει έγκυο την γυναίκα του Ιοκάστη. Το παιδί που φτάνει τελικά στον κόσμο, είναι ο απευκταίος γιός.
Κατατρομαγμένος ο Λάϊος, παραδίδει το βρέφος σε ένα έμπιστό του βοσκό, για να το αφήσει βορά στα θηρία, πάνω στο βουνό Κιθαιρώνα.
Ένας άλλος βοσκός, στις υπηρεσίες του βασιλιά της Κορίνθου, Πόλυβου, βρίσκει το παιδί, κρεμασμένο από τα σφυρά των ποδιών του, που γι’αυτό το λόγο είναι καταπληγωμένα.
Παίρνει να αναθρέψει το βρέφος και στη συνέχεια το προσφέρει στον Πόλυβο και στη γυναίκα του Μερόπη. Αυτοί, επειδή είναι άτεκνοι, το μεγαλώνουν σαν δικό τους και του δίνουν το όνομα: Οιδίποδας (οίδημα + πους) λόγῳ του οιδήματος των ποδιών του.
Μεγαλώνοντας ο Οιδίποδας και πηγαίνοντας στο Μαντείο των Δελφών για να ευχαριστήσει το θεό Απόλλωνα (ως Κουροτρόφο) για την μέχρι τότε προς αυτόν προστασία του, ή (κατ’άλλην εκδοχή) για να πληροφορηθεί αν είναι πραγματικός γιός των Κορίνθιων βασιλέων (επειδή από ακριτομύθια συνομιλήκου του: υποψιάστηκε «κάτι περίεργο» στην ύπάρξή του) έλαβε μιαν άλλη τρομερή απάντηση στο ερώτημά του.
Το φριχτότατο εκείνο χρησμό πως: αν επιστρέψει στο πατρογονικό του, θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα παντρευτεί τη μητέρα του.
Κατατρομαγμένος πλέον ο Οιδίποδας και θεωρώντας ακόμα γονείς του τον Πόλυβο και τη Μερόπη, φεύγει από το Μαντείο του Απόλλωνα, παίρνοντας αντίθετη τώρα κατεύθυνση από το δρόμο του ερχομού του. Την ίδια περίπου χρονική στιγμή, ο βασιλιάς Λάϊος (έχοντας σκοτώσει τον πεθερό του Μενοικέα) φεύγει από τις Θήβες με κατεύθυνση προς το Μαντείο των Δελφών. Σκοπός του είναι να ζητήσει από τους ιερείς του Απόλλωνα συμβουλές για τον καθαρμό του, από το καινούργιο έγκλημα που έχει διαπράξει.
Στη λεγόμενη Σχιστή Οδό (σημερινή Δαύλεια) επέρχεται η μοιραία συνάντηση του Οιδίποδα με το Λάϊο.
Λόγῳ της στενότητος του δρόμου και του ανυποχώρητου και των δύο (στο ποιός πρώτος θα περάσει), συμβαίνει η προγραμματισμένη από τον Απόλλωνα σύγκρουση: πατέρα και γιού, που αφήνει τον Λάϊο νεκρό και τον Οιδίποδα (εν αγνοίᾳ του) πατροκτόνο.
Ενώ ο Οιδίποδας οδοιπορεί προς την κατεύθυνση των Θηβών, εκεί έχουν προηγηθεί άλλα γεγονότα.
Το θρόνο έχει αναλάβει ο Κρέοντας, ενώ στους κατοίκους έχει πέσει καινούργια συμφορά.
Η Σφίγγα (ένα τέρας με πρόσωπο και στήθη γυναίκας, πόδια, σώμα και ουρά λιονταριού και φτερούγες ορνέου) έχει εγκατασταθεί στο Φίκιον όρος, μπροστά από τις Θήβες.
Λέει στους περαστικούς ένα αίνιγμα και τους καταβροχθίζει όλους, γιατί κανείς τους δεν μπορεί να το λύσει.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Κρέοντας προσφέρει το βασίλειο και το χέρι της Ιοκάστης, στον όποιον δήποτε θα κατόρθωνε -λύνοντας το αίνιγμα- να απαλλάξει από το κακό τη χώρα.
Ο Οιδίποδας φτάνει σαν από μηχανής θεός και λύνει το αίνιγμα. Η Σφίγγα αυτοκτονεί και τότε προσφέρεται σαν ανταμοιβή στον Οιδίποδα, το βασίλειο των Θηβών και το χέρι της Ιοκάστης.
Η κατάρα του Οίκου των Λαβδακιδών βυθίζει το μαχαίρι της, όλο και πιό βαθειά, στο κόκκαλο.
Ακολουθούν προϊόντα της αιμομειχτικής σχέσεως, τα τέσσερα παιδιά του Οιδίποδα, ο Ετεοκλής, ο Πολυνείκης, η Ισμήνη και η Αντιγόνη.
Το «πλήρως συντελεσθέν» ανουσιούργημα, προκαλεί πια την οργή των θεών.
Ένας φοβερός λοιμός διατρέχει ολόκληρη τη χώρα των Θηβαίων: καταστρέφει τις αναγεννητικές ικανότητες κάθε εμβίου όντος, ανθρώπων και ζώων και απορρίπτονται τα κυοφορούμενα. Έτσι, ο βασιλιάς Οιδίποδας αναγκάζεται να στείλει τον Κρέοντα στο Μαντείο, να του φέρει καινούργιο χρησμό για την «μήνιν των αθανάτων».
Ο Απόλλωνας αναγγέλλει, σαν μόνο μέσο σωτηρίας την απομάκρυνση του φονιά του Λαΐου από τη χώρα.
Οι έρευνες του Οιδίποδα για την ανακάλυψη του ενόχου, συγκλίνουν όλο και περισσότερο προς τον ίδιο.
Τέλος, ο μάντης Τειρεσίας, του αποκαλύπτει πλήρως την ενοχή του και τις συνυφασμένες με αυτήν βδελυρότητες: την πατροκτονία και την αιμομειχτική του σχέση.
Η Ιοκάστη αυτοκτονεί. Ο Οιδίποδας αυτοτυφλώνεται, φεύγει από τις Θήβες και οδοιπορεί τραγικά μέχρι το θάνατό του. Οι δυό γιοί του, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, αλληλοσκοτώνονται. Η κόρη του Αντιγόνη θανατώνεται (καταδικάζεται για απείθεια στους ανθρώπινους Νόμους, πιστεύοντας ακράδαντα πως υπερασπίζεται τους θείους). Η Ισμήνη χάνεται στην αχλύ του μύθου.
Πράγματι, φαντάζουν εντελώς παράλογα όλα τα τραγικά δεινοπαθήματα του Οιδίποδα και τελείως ανεξήγητη η σκληρότητα του θεού Απόλλωνα!
Η «κάθαρση του άγους» πραγματοποιείται και το καταραμένο γένος των Λαβδακιδών εξαφανίζεται ολόκληρο από το πρόσωπο της γης.
Όμως, ποιά είναι η κατάρα εκείνη που το ξεθεμελίωσε, και που με τόση «επιμέλεια» αποκρύπτεται μέχρι τις μέρες μας;
Θα χρειαστεί να ξετυλίξουμε το κουβάρι του μύθου από την άλλη του μεριά.
ΟΣΑ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΑΝ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ
ΤΑ «ΟΥ ΦΩΝΗΤΑ»
Ο Λάϊος, γιός του Λαβδάκου και διάδοχος του θρόνου των Θηβών, εκθρονισμένος, σε πολύ μικρή ηλικία, από τους Αμφίωνα και Ζήθο, ζητάει καταφυγή στον Ήλειο βασιλιά Πέλοπα.
Όταν ανδρώνεται (μέσα στη βασιλική αυλή του Πέλοπα) ο Λάϊος διαπράττει ένα πρωτοφανές έγκλημα στα χρονικά, του μέχρι τότε ελληνοευρωπαϊκού γεωγραφικού χώρου. Συγκεκριμένα κατονομάζεται σαν ο πρώτος άντρας που ερωτεύεται άτομο όμοιο προς το φύλο του, ρέποντας σεξουαλικά προς αυτό.
Τα συμβάντα έχουν ως εξής: Ο Λάϊος εκπαιδεύοντας στην αρματοδρομία τον «εκπάγλου καλλονής» νεαρότατο γιό του Πέλοπα, Χρύσιππο, κυριεύεται από ένα πλήθος συναισθημάτων τα οποία αδυνατεί να δαμάσει.
Τη μοιραία εκείνη ημέρα της αρχής των δεινών, ο Λάϊος σε μια έκρηξη του αλλόκοτου και ιδιώνυμου -έκτοτε- πάθους του, τον μεταχειρίζεται σαν σεξουαλικό όργανο αντίθετο με την αντρική φύση του.
Ο Χρύσιππος, μετά ταύτα, αντιλαμβανόμενος «την ολεθριότητα του συμβάντος» και «το ανεπανόρθωτο της εγκληματικής πράξεως κατά της προσωπικότητός του», αυτοκτονεί, μη μπορώντας να αντέξει τη φρικαλεότητα της ατιμώσεώς του.
Ο Λάϊος ξαναβρίσκοντας τις πρόσκαιρα χαμένες φρένες του και διαβλέποντας το βέβαιο και οικτρό τέλος του, σε περίπτωση σύλληψής του από τον Πέλοπα, δραπετεύει αρματοδρομώντας με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα.
Η μη επάνοδος του Χρυσίππου στα πατρικά του ανάκτορα, οδηγεί τον γεμάτο ανησυχίες πατέρα, σε αναζήτηση που καταλήγει στην ανακάλυψη του ψυχορραγούντος παιδιού του.
Ο Χρύσιππος ψελλίζει προς τον φρίττοντα πατέρα του την «ανδροφονία» που υπέστη και πεθαίνει.
Μανιώδης ο Πέλοπας ξεκινά για την καταδίωξη του Λάϊου, που όμως καταφέρνει να του ξεφύγει και να περάσει στη Στερεά Ελλάδα.
Στο τέλος, απελπισμένος ο Πέλοπας πέφτει και γονυπετής, κοντά στο σημερινό Ισθμό, παρακαλεί τους Άνακτες θεούς του Ολύμπου να τον εκδικήσουν, ξεπληρώνοντας με δίκαιη και ανάλογη αντιμισθία την ανόσια πράξη του Λάϊου.
Τότε ο Ζεύς, με την ανυποχώρητη παρότρυνση της συζύγου του Ήρας (θεότητος που αντιπροσωπεύει την εξέλιξη από την πρωταρχική ενστικτώδη διαβίωση των ανθρωπίνων όντων, στην πολιτισμένη και εδραζόμενη σε νόμους και θεσμούς κοινωνία) δίνει εντολή στον Απόλλωνα για τον μέχρι και του τελευταίου σπέρματος αφανισμό του Οίκου των Λαβδακιδών.
Τα παραπάνω, προηγούμενα του Οιδιπόδειου μύθου, δυστυχώς, δεν μας «αποκαλύπτονται», ίσως από σεμνοτυφία. Όμως, μόνο η αλυσιδωτή γνώση τους ερμηνεύει τα προδιαγεγραμμένα από τον Παντεπόπτη και Απολλύωνα θεό, για την βήμα προς βήμα καθοδική πορεία και το τραγικό τέλος του δυσώνυμου Λάϊου, του τρισδύστυχου Οιδίποδα και των απογόνων του.
Το «ταλαιπωρημένο μυστικό του Οιδίποδα» διαστρεβλώθηκε βάναυσα από ψυχαναλυτές (όπως ο Σίγκμουντ Φρόϋντ).
Όμως, όσο παραμένει τριπλοκλειδωμένο (είτε από άγνοια, είτε από συνωμοσία σιωπής), τόσο η φιλοσοφική σκέψη του μεγάλου Τραγικού του 5ου π.Χ. αιώνα, θα μας διδάσκεται κολοβωμένη.
Οι αιώνες που ακολούθησαν «λογικοποίησαν» ή «επικαιροποίησαν» το μύθο, αφούν τον ξανασύνθεσαν, άλλοτε με σεμνοτυφία κι άλλοτε με ένοχη σιωπή, αξιοποιώντας το φιλοσοφικό και θεολογικό του υπόβαθρο με βάση τις ανάλογες κοινωνιολογικές προεκτάσεις που ήθελαν να του προσδώσουν σε κάθε εποχή.
Έτσι έκαναν ο Σενέκας (30 μ.Χ.), το «ρομάντζο των Θηβών» (1150-1159), ο Χανς Ζακς (1550), ο Κορνήλιος (1659), οι Λη και Ντράϋντεν (1679), ο Βολταίρος (1718), ο Α. φον Πλάτεν (1828), ο Ερρίκος Ίψεν («Βρυκόλακες» 1881), η Λίλιαν Χέλμαν («Η ώρα των παιδιών»1934) και ο Έντουαρντ Ντμίτρικ (1947).
– See more at: http://www.amen.gr/article19252?nld=1#sthash.5NB6sSA7.dpuf