Γράφει η Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου
Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που αφορούν το ελληνικό κράτος και αγγίζει όλους μας είναι ο τομέας της παιδείας, ο οποίος εμφανίζει ποικίλες δυσμορφίες και ένα σωρό εμπόδια. Οι συζητήσεις για το ζήτημα είναι πολλές και τα παράπονα ακόμα περισσότερα.
Αυτό που πρέπει να ειπωθεί πλέον είναι πως, αντίθετα με την άποψη πολλών πολιτών και πολιτικών, αυτό που η παιδεία δεν χρειάζεται είναι «άλλες μεταρρυθμίσεις». Ας μην παρεξηγηθώ: Υπάρχουν πολλά που πρέπει να διορθωθούν. Οι συνεχείς μεταβολές που λαμβάνουν χώρα, όμως, σε αυτόν τον τομέα, όχι μόνο κρίνονται άχρηστες, αλλά έχουν κουράσει. Ο τρόπος με τον οποίο επιλέγεται να «αντιμετωπιστούν» τα ζητήματα είναι μάλλον αφελής. Κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση, αλλάζει το εκπαιδευτικό σύστημα. (πια, κάθε φορά που αλλάζουν και Υπουργοί σε ίδιες κυβερνήσεις- αν είναι ποτέ δυνατόν). Και εκτός αυτού, με τις συνεχείς νομοθετικές διαδικασίες και αποφάσεις, η λειτουργία των σχολείων διαταράσσεται συνεχώς, παρά προωθείται.
Όχι, το μόνο που δεν χρειάζεται η παιδεία είναι οι μεταρρυθμίσεις. Αν χρειάζεται κάτι, αυτό είναι μια οργάνωση και οριοθέτηση του κύκλου παρακολούθησης βασικής εκπαίδευσης από τα «πρώτα βήματα» του μαθητή μέχρι και τα «τελευταία», με τελικό στάδιο τις εξετάσεις για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση [φυσικά, στην συνέχεια και τις διαδικασίες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ας μην ξεχνάμε την σημασία της και το γεγονός ότι και αυτή υπολειτουργεί]. Αξίζει να τονιστεί πάλι: τελευταίο στάδιο, οι πανελλήνιες! (Καθότι, αυτό που πάνε και αλλάζουν οι “υπεύθυνοι” είναι ακριβώς μόνο η εισαγωγή στα πανεπιστήμια για μαθητές που ούτως ή άλλως με την ελλιπή ουσιαστική εκπαίδευση δεν έχουν συχνά την ικανότητα να πετύχουν στις εξετάσεις αυτές, και πολύ περισσότερο να προσφέρουν σε κάποιο πανεπιστήμιο με την παρουσία τους, αν περάσουν.)
Οι ευρύτερες κακοδαιμονίες στην εκπαίδευση έχουν πράγματι ρίζες στην αδυναμία του ελληνικού κράτους να οριοθετήσει και να οργανώσει τα σχολεία. Αυτή αντίστοιχα, δημιουργεί αδιαφορία σε αρκετούς εκπαιδευτικούς, εκνευρισμό στους γονείς και απροθυμία στους μαθητές. Κοινώς, συμμετέχουμε διαδοχικά όλοι και σε ένα βαθμό φταίμε με τον τρόπο μας.
Πιο συγκεκριμένα, η πληθώρα προβλημάτων στο ελληνικό σχολείο- και δεν θα αγγίξω καν τα ζητήματα υποδομών- είναι σίγουρο πια πως αφαιρούν κάθε κίνητρο από τους εκπαιδευτικούς για να διδάξουν. Ακόμα και αν κάποιος πραγματικά έχει την θέληση να μεταφέρει γνώσεις στα παιδιά, υπάρχει τέτοιος ‘πάγος’ στο ελληνικό κράτος που κακοκαρδίζονται οι περισσότεροι.
Με τον ίδιο τρόπο, έχουν κουραστεί και οι γονείς- Έλληνες πολίτες, που βλέπουν όλα για τα οποία έχουν πληρώσει μέσω της φορολογίας- και με το παραπάνω, να προστεθεί εδώ- να υπολειτουργούν. Η απαξίωση που προκύπτει τόσο από τους καθηγητές όσο και από τους γονείς (άρα τα ενήλικα μέλη της κοινωνίας) με την σειρά της αγγίζει και τους μαθητές. Και ενώ οι περισσότεροι από αυτούς (σε νεαρότερες ιδίως ηλικίες) αποδέχονται και επιζητούν τον θεσμό του ‘σχολείου’ [καθώς του προσφέρει την κοινωνικοποίηση] αποθαρρύνονται και αυτοί. Αυτό φαίνεται και από τη στάση τους και τις επιδόσεις που χειροτερεύουν ανά τα χρόνια.
Το όλο σύστημα χωλαίνει και δημιουργεί ένα εκ νέου σύστημα «αποθάρρυνσης» που είναι γραμμικό. Ξεκινάει από τις ανώτερες θέσεις της κρατικής ιεραρχίας και κατεβαίνει μέχρι και τον πιο “αδύναμο” (από άποψη δικαιοπρακτικής ικανότητας), δηλαδή τους μαθητές. Το πρόβλημα «τρώει» τον εαυτό του και ανατροφοδοτείται συνεχώς.
Τελικά, η ελληνική εκπαίδευση κρίνεται, σε πολλές πτυχές της, ανεπαρκής και δεν ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της αγοράς. Ένα ακόμα (κλασικό) επιχείρημα, αλλά πάντοτε ορθό, το ζήτημα της παπαγαλίας. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση μέσω αυτής της «μεθόδου», που συναντάται ιδίως στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου, “καίει τα εγκεφαλικά κύτταρα των μαθητών”, οι οποίοι παίρνουν απολυτήριο χωρίς να γνωρίζουν να μελετούν και να μαθαίνουν ουσιαστικά. Απορίας άξιον δεν είναι το γεγονός ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει. (Το βλέπουμε άλλωστε να συμβαίνει.) Αυτό που δεν μπορώ πραγματικά να καταλάβω είναι: Αφού δεν έχω ακούσει κανέναν- ειλικρινά ούτε έναν!- να συμφωνεί με αυτήν την μέθοδο, τότε γιατί συνεχίζει;
Και γιατί συνεχίζουν να υπάρχουν (και μάλιστα να εξελίσσονται διαρκώς!) όλες οι κακοδαιμονίες, αφού οι περισσότεροι τις βλέπουμε; Προτιμάμε μερικοί από μας να βλέπουμε τα πάντα γύρω μας να καταρρέουν, παρά να παραδεχτούμε ότι πρέπει να κάνουμε κάτι; Είμαστε υποκριτές ή απλώς κουραζόμαστε στην ιδέα της ουσιαστικής βελτίωσης;
Για την αναποτελεσματικότητα ευθύνονται πολλοί. Για την αδιαφορία ευθυνόμαστε όλοι.