Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 με την Lehman Brothers μπορεί θεωρητικά να έχει περάσει αλλά έχει αφήσει σημαντικά κατάλοιπα σε όλο τον κόσμο. Ένα από αυτά όπως παραδέχεται ο ΟΟΣΑ είναι το ότι σχεδόν ένα παιδί στα επτά ζει στη φτώχεια, με το ποσοστό αυτό να έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία δέκα χρόνια στα δύο τρίτα των χωρών – μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης
Κατά μέσο όρο, το ποσοστό των φτωχών παιδιών ανερχόταν την περίοδο 2015-2016 στο 13,4% στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ, δηλαδή η ανέχεια έπληττε ένα παιδί στα επτά, έναντι ποσοστού ένδειας 11,8% στον γενικό πληθυσμό, υπογράμμισε ο οργανισμός σε σημείωμα που έδωσε στη δημοσιότητα την Τετάρτη, με αφορμή την παγκόσμια Ημέρα κατά της Φτώχειας.
Οι δείκτες παιδικής φτώχειας είναι ιδιαίτερα υψηλοί στη Χιλή, στην Ισπανία, στις ΗΠΑ, στο Ισραήλ και στην Τουρκία, όπου πάνω από το ένα παιδί στα επτά ζει σε κατάσταση ένδειας, ποσοστό σχεδόν επταπλάσιο από εκείνο που καταγράφεται στη Δανία ή στη Φινλανδία.
Κατά το σημείωμα, στο οποίο ως έτος αναφοράς χρησιμοποιείται το 2007, η παιδική φτώχεια αυξήθηκε σχεδόν στα δύο τρίτα των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ μέσα σε μια δεκαετία.
«Η Σλοβακία γνώρισε τη μεγαλύτερη αύξηση από το 2007, ένα 5,4%», όμως «χώρες όπως η Γαλλία, η Ουγγαρία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Λιθουανία και η Σουηδία» είδαν επίσης το ποσοστό της παιδικής φτώχειας «να αυξάνεται κατά δύο μονάδες ή περισσότερο», τονίζεται.
Το 2014, ο πατέρας του ενός φτωχού παιδιού στα δύο δεν είχε πλήρη απασχόληση όλη τη χρονιά – και η μητέρα των οκτώ στα δέκα βρισκόταν στην ίδια κατάσταση.
«Αν όλοι οι γονείς των φτωχών οικογενειών διέθεταν θέσεις απασχόλησης και λάμβαναν μισθούς, το ποσοστό της φτώχειας των προσώπων που είναι μέλη οικογενειών με παιδιά θα μειωνόταν από το 11% σε λιγότερο από το 6% κατά μέσον όρο», επισήμανε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Ολιβιέ Τεβενόν, οικονομολόγος του ΟΟΣΑ και συντάκτης του σημειώματος, ενώ υπογράμμισε επίσης πως για να τονωθεί η απασχόληση, πρέπει να γίνουν «μαζικές επενδύσεις» στους βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς.
Τα παιδιά μονογονεϊκών οικογενειών αντιπροσωπεύουν μεγάλη μερίδα εκείνων που ζουν στη φτώχεια: αποτελούσαν το 39% κατά μέσον όρο το 2014 στις χώρες του ΟΟΣΑ, ποσοστό αυξημένο κατά 4 μονάδες εν συγκρίσει με το 2007.
Αν καταβληθούν προσπάθειες να καταπολεμηθεί η ανεργία των μελών αυτών των οικογενειών, στις οποίες προστάτιδα είναι στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων η μητέρα, το ποσοστό της φτώχειας στις τάξεις τους θα μειωθεί από το 33% στο 22%, κατά τους υπολογισμούς του ΟΟΣΑ.
Για να μειωθεί η παιδική φτώχεια, ο οργανισμός εισηγείται να γίνει «καλύτερη στόχευση» ως προς τη χορήγηση των οικογενειακών επιδομάτων και των επιδομάτων στέγης, ιδίως να αλλάξει το κέντρο βάρους των κριτηρίων για την καταβολή τους, ώστε να επικεντρωθούν στις φτωχότερες οικογένειες, που δεν καλύπτονται επαρκώς, κατέληξε ο Τεβενόν.