Γράφει ο Γιάννης Καραμαγκάλης
Εάν υπάρχει ένα χαρακτηριστικό στοιχείο στην πορεία του Αλέξη Τσίπρα στο τιμόνι της χώρας, αυτό είναι η πραγματική σπατάλη πολιτικού κεφαλαίου. Εξηγούμαι: Ο τέως πρωθυπουργός παρά το γεγονός ότι από τον Μάϊο του 2014 έως και τις εκλογές του Ιανουαρίου αύξησε κατακόρυφα την δημοφιλία του και το πολιτικό του κεφάλαιο, δεν κατάφερε να το αξιοποιήσει επικοινωνιακά και ουσιαστικά, ούτε να το μετουσιώσει σε πολιτική πράξη προς όφελος της χώρας και του ίδιου.
Eαν το καλοσκεφτούμε, τα λάθη που καταβαράθρωσαν τον –κατά πολλά ξένα μέσα- «ταλαντούχο» αυτό πολιτικό άνδρα, είναι πέντε και είναι σε μεγάλο βαθμό λάθη διαχείρισης και παρωπιδισμού. Γιατί μόνο αυτές οι δύο «αρετές» μπορούν να σε οδηγήσουν από το ζενίθ της πολιτικής σου επιρροής σε απώλεια του ενός τρίτου της εκλογικής σου βάσης εντός επτά μηνών.
Η Ζωή, ο Γιάνης και τα θεσμικά «καπετανάτα»
Ο μεγάλος θεωρητικός της διοικητικής επιστήμης, Τalcolm Parsons είχε πει την γνωστή φράση «Personel is Policy», κάνοντας σαφές πως τα πρόσωπα και οι ικανότητες τους είναι αυτά που καθορίζουν την έκβαση των πολιτκών μίας κυβέρνησης. Ο κύριος Τσίπρας όχι μόνο παρέκκλινε της σοφής αυτής ρήσης, αλλά φρόντισε να τοποθετήσει τα πιο ακατάλληλα άτομα στις πιο ακατάλληλες θέσεις, καταναλώνοντας ήδη τους δύο πρώτους μήνες πολύτιμο χρόνο και πολιτικό κεφάλαιο για να «μαζεύει τα ασυμάζευτα».
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Γιάνης Βαρουφάκης αποδείχθηκαν μακροπρόθεσμα οι δύο μεγάλες πληγές για την κυβέρνηση, ακριβώς επειδή ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του επέλεξαν την οδό της ικανοποίησης και τακτοποίησης πρωτοκλασάτων στελεχών που έφεραν ψήφους στο κόμμα. Η μεν Ζωή Κωνσταντοπούλου έκανε τον κυβερνητικό βίο, αβίωτο με διαδικαστικούς τακτικισμούς που έφερναν στην κόψη του ξυραφιού κρίσιμες ψηφοφορίες, ενώ ο τέως τσάρος αναλώθηκε σε υπερέκθεση στα media που απλά έθρεφαν το εγώ του. Μάλιστα, ο Γιάνης Βαρουφάκης κατέρριψε ο ίδιος εκκωφαντικά τον μύθο που είχε χτίσει γύρω από τις ακαδημαϊκές του ικανότητες και ρητορείες, δημιουργώντας ένα τεράστιο ρήγμα εμπιστοσύνης με τους εταίρους μέσα από μία σειρά αλλοπρόσαλλων ενεργειών και δημοσίων δηλώσεων που επέβαλε η «θεωρία των παιγνίων». Το ρήγμα αυτό αποδείχθηκε ο δήμιος του διάδοχό του, Ευκλείδη Τσακαλώτου στο κρίσιμο Eurogroup της 17ης Ιουλίου, όταν του έγινε σαφές πως δίχως εγγυήσεις, «κανένας ομόλογός του δεν πιστεύει τα όσα λέει».
Η φράξια
Η καλύτερη ώρα να ρίξεις γροθιά στο μαχαίρι είναι η επόμενη των εκλογών, πράγμα ο ο Αλέξης Τσίπρας έπρεπε να είχε πράξει με την πρώτη ευκαιρία και το πρώτο «μπαϊράκι» της αριστερής πλατφόρμας. Ήδη από της 20ή Φεβρουαρίου και έπειτα, τα στελέχη της σημερινής ΛΑ.Ε και τέως μεγαλοστελέχη και υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ, αφειδώς δήλωναν στα media πως δεν πρόκειται να εφαρμόσουν καμία συμφωνία, με αποκορύφωμα του κρεσέντο την αποκάλυψη του σχεδίου για έφοδο στο νομισματοκοπείο και απαγωγή του Κεντρικού Τραπεζίτη. Ακόμα και σε αυτή την ύψιστη στιγμή γελοιοποίησης της κυβέρνησης και της χώρας οίκοθεν και οίκαδε, το Μαξίμου έμεινε άπραγο, μάλλον αδυνατώντας να αντιδράσει στην εσωκομματική ασυδοσία που ο ίδιος ο κ. Τσίπρας γιγάντωσε από την εκλογή του και έπειτα. Η ανοχή του πρωθυπουργού στις αποκλείσεις των στελεχών της αριστερής πλατφόρμας ήταν και αυτή που έκλεισε σύντομα την κυβερνητική του θητεία και που του κόστισαν ένα μεγάλο μέρος της στελεχιακής και κομματικής του βάσης.
Η αλήθεια της 20ης Φεβρουαρίου
Στη σύνοδο κορυφής της 20ης Φεβρουαρίου, κατέρρευσε ουσιαστικά η ρητορική πάνω στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ είχε βασίσει την ανάδειξή του σε κυβερνών κόμμα αλλά και ολόκληρη την πολιτική του ιδιοσυστασία. Η απόφαση της συνόδου, αλλά κυρίως η στάση των εταίρων απέδειξαν σαφώς στον τότε πρωθυπουργό πως το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης ήταν «to good to be true», κουνώντας δίπλα στο αυτί του πολλά καμπανάκια, που δεν ήταν όμως αρκετά για να τον ξυπνήσουν.
Ο λήθαργος του Αλέξη Τσίπρα συνεχίστηκε και μάλιστα με τις ευλογίες των επιτελικών στελεχών του, συνεχίζοντας μάλιστα την ρητορική της σκληρής διαπραγμάτευσης, ακόμα και την στιγμή που οι Ευρωπαίοι έκαναν σαφέστατο πως οδηγούμαστε ολοταχώς σε αχαρτογράφητα νερά. Ήταν η καταλληλότερη στιγμή ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ να καταναλώσει μεγάλο μέρος του πολιτικού του κεφαλαίου για να επιβάλλει την «προεδρική» τάση εντός του κόμματος και να βγει κερδισμένος, έχοντας ακόμα ένα τεράστιο έρεισμα νομιμοποίησης και αποδοχής στην φαρέτρα του. Και εδώ επανέρχεται το πρώτο λάθος: Κανένας μα κανένας από τους στενούς του συνεργάτες δεν τον συμβούλευσε να θέσει ζήτημα κομματικής γραμμής, κάτι που ενδεχομένως να έβγαζε και την χώρα από τις καλοκαιρινές της περιπέτειες.
Το δημοψήφισμα για τα μάτια του κόσμου
Ακόμα και οι πιο φανατικοί οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζονται πως το δημοψήφισμα ήταν τουλάχιστον άκαιρο και αχρείαστο. Και καταστροφικό, θα συμπληρώσω. Όχι επειδή έθεσε μία συμφωνία ενώπιον του ελληνικού λαού, κάτι που είναι θεμιτό, αλλά επειδή το «έπαιξε» με τρόπο τέτοιο ώστε να δημιουργήσει κάθετες και πανίσχυρες διαιρετικές τομές στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Μία χώρα σχεδόν ρημαγμένη στο οικονομικό πεδίο, το μόνο που δεν χρειαζόταν ήταν ένας σύγχρονος μικρός διχασμός. Από το ίδιο το Μαξίμου μέχρι και το τελευταίο στέλεχος της Κουμουνδούρου, χρησιμοποιούνταν δημοσίως ακραία ρητορική διαχωρισμού και εμπάθειας, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό κοινωνικό κοκτέιλ που ακόμα μετράει σημάδια και πληγές.
To εξαιρετικά παράδοξο του δημοψηφίσματος είναι η διαφορά μεταξύ αποτελέσματος και της ερμηνείας του, που λίγο ως πολύ εξηγούν και τον ανούσιο χαρακτήρα του. Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε τα ακριβώς αντίθετα από την λαϊκή ετυμηγορία, ευτελίζοντας ο ίδιος την πολιτική του επιλογή. Παράνοια, σε όλο της το μεγαλείο. Η καλύτερα η τραγελαφικότητα της πολιτικής διαχείρισης του Μαξίμου στο ζενίθ της.
Η εμμονική αποφυγή κυβέρνησης ειδικού σκοπού.
Μπορεί αυτό το τελευταίο σημείο σε πολλούς να ακούγεται χαζό ή ο,τιδήποτε άλλο. Άκουσον μέν, πάταξον δε: Ο Αλέξης Τσίπρας στα μέσα Αυγούστου είχε ήδη αρχίσει να χάνει μεγάλο μέρος της εμπιστοσύνης τους από τους πολίτες και είχε την μοναδική ευκαιρία να την επανακτήσει. Και την κλότσησε. Όχι, δεν ήταν παράλογη η συνεργασία με το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ, για μία σειρά λόγων: Και τα δύο κόμματα θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ένα κοινό πλαίσιο διακυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ, με αρκετές βέβαια δυσκολίες, για την συγκρότηση μίας κυβέρνησης ειδικού σκοπού με ορίζοντα τετραετίας που θα είχε πολλαπλά οφέλη για τον ίδιο τον κ. Τσίπρα.
Ένα τέτοιο σενάριο θα περιελάμβανε δύο βασικά χαρακτηριστικά: Πρώτον, θα μπορούσε να δώσει στη χώρα μία προοπτική σταθερότητας μετά από ένα εφιαλτικό πολιτικά καλοκαίρι, ενώ η διατήρηση του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργού, απαλλαγμένου από τις ακραίες φωνές εντός του κόμματος του, θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο επανάκτησης του πολιτικού του γοήτρου: Θα «έπαιρνε» τα πάνω του στην προσωπική του εικόνα, ενώ θα άφηνε την «δύσκολη δουλειά» και τις δύσκολες ψηφοφορίες στην πλειοψηφία που θα είχε με ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι. Με ένα σπάρο, δυο τρυγόνια δηλαδή, για τον ίδιο και την χώρα. Απόλυτος κυρίαρχος στα μάτια της πλειονότητας των πολιτών, απόλυτος κυρίαρχος και στο εσωτερικό του κόμματος του. Μην με ρωτάτε γιατί δεν επέλεξε αυτό το σενάριο, γιατί θα σας παραπέμψω στο λάθος νούμερο ένα.
Ο Αλέξης Τσίπρας οδεύει στις εκλογές λαβωμένος και με πέντε λάθη για τα οποία ευθύνεται προσωπικά. Με διαλυμένο κόμμα, με διαλυμένη χώρα και με τις δημοσκοπήσεις να προκαλούν πονοκεφάλους σε όσους έχουν μείνει στην Κουμουνδούρου.
Το μόνο που μπορεί να σώσει την παρτίδα είναι ένα καλό debate. Και αυτό αμφιβάλλω αν θα αποδώσει…