Με δύο παράλληλα plan B πορεύεται πλέον ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του. Το ένα αφορά τη διαπραγμάτευση με τους εταίρους και το άλλο την εσωτερική πολιτική σκηνή, σύμφωνα με άρθρο της Καθημερινής.
Η εφημερίδα αναφέρει ότι το Μέγαρο Μαξίμου διαπιστώνει ότι για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης θα απαιτηθούν επώδυνα μέτρα που οδηγούν σχεδόν σε ολική ανατροπή του σχεδίου Κατρούγκαλου για το ασφαλιστικό, αλλά και ότι το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα επιβαρύνεται δραματικά για τον ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα στο κυβερνητικό στρατόπεδο να συζητείται μετ’ επιτάσεως το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών.
Στο πλαίσιο αυτό, ήδη συζητείται ως σενάριο «έντιμου συμβιβασμού» με το κουαρτέτο η δρομολόγηση κλιμακωτών μειώσεων στις επικουρικές συντάξεις. Παράλληλα, σε πολιτικό επίπεδο, σύμφωνα με πληροφορίες από κυβερνητικές πηγές, στο τραπέζι μπαίνει η τροποποίηση του εκλογικού νόμου με βασική αλλαγή το μπόνους των 50 εδρών, που μπορεί να μειωθεί στις 30, να μην το δικαιούται πλέον μόνο το πρώτο κόμμα, αλλά και συνασπισμοί κομμάτων ή κόμματα που δεσμεύονται πριν από τις εκλογές ότι θα συνεργαστούν μετεκλογικά σε κυβερνητικό επίπεδο. Η μεταβολή του εκλογικού νόμου στη συγκεκριμένη κατεύθυνση είναι προφανές ότι μπορεί να επιχειρηθεί να αξιοποιηθεί από τον πρωθυπουργό ως καταλύτης για νέες κυβερνητικές συμμαχίες ή για διεύρυνση του σχήματος ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ακόμη και πριν από τις επόμενες εκλογές.
Νέο τοπίο
Η στροφή του κ. Τσίπρα στα δύο Plan B δεν είναι βεβαίως άσχετη με το νέο τοπίο που διαμορφώνεται μετά τον πρώτο κύκλο διαπραγμάτευσης με τους εκπροσώπους των δανειστών. Λίγες ώρες μετά την αποχώρηση των επικεφαλής του κουαρτέτου από την Αθήνα, στα κυβερνητικά γραφεία είναι διάχυτη η αίσθηση πως το ασφαλιστικό δεν πρόκειται να «κλείσει» εάν η κυβέρνηση επιμείνει στην επίτευξη των στόχων του 2016 μόνο μέσω της αύξησης των εισφορών. Ηδη, σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους, συνομιλητές του κ. Τσίπρα αφήνουν να εννοηθεί πως είναι θέμα χρόνου στο τραπέζι να μπει το Ρlan B που προβλέπει περικοπές στις επικουρικές συντάξεις, όπως επίσης μειώσεις στα «ρετιρέ» του ασφαλιστικού, δηλαδή σε συνταξιούχους που λαμβάνουν πολλαπλές κύριες συντάξεις. Εξάλλου, τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Εργασίας έχουν επιμελώς αποφύγει να δεσμευθούν για τη διατήρηση των υφιστάμενων επικουρικών, αναδεικνύοντας ως «κόκκινη γραμμή» την προστασία της κύριας σύνταξης.
Το μείζον πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι πως θεωρείται αμφίβολο εάν η υποχώρηση στο μέτωπο των επικουρικών συντάξεων θα αποδειχθεί επαρκής προκειμένου να ολοκληρωθεί η συμφωνία με τους εκπροσώπους των δανειστών. Εκφράζονται, δηλαδή, φόβοι ότι καθώς «οι αριθμοί δεν θα βγαίνουν», η κυβέρνηση θα δεχθεί ασφυκτικές πιέσεις για κλιμακωτές μειώσεις και στις κύριες συντάξεις από ένα ύψος και πάνω.
Ο πρωθυπουργός, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει επενδύσει τόσο στην πολιτική διαπραγμάτευση –αρχής γενομένης από τη συνάντηση με τη Γερμανίδα καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ την Πέμπτη στο Λονδίνο– όσο και στις διαφορετικές προσεγγίσεις που κατά την Αθήνα υφίστανται στην αφετηρία των συνομιλιών, μεταξύ Κομισιόν και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τη μια πλευρά και του ΔΝΤ από την άλλη, το οποίο κατά πάγια πρακτική τηρεί την πλέον ανελαστική στάση.
Ομως, η εμπειρία προηγούμενων αξιολογήσεων έχει καταδείξει πως, παρά τις όποιες αντιθέσεις μεταξύ των εκπροσώπων των δανειστών, τελικώς οι παραχωρήσεις προς την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Επίσης, ο παράγων χρόνος της διάρκειας της διαπραγμάτευσης είναι αυτή τη φορά «δίκοπο μαχαίρι» για τον κ. Τσίπρα.
Σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες πληροφορίες, παρά τη διακηρυγμένη θέση της κυβέρνησης για αξιολόγηση-εξπρές, η διαπραγμάτευση δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί πριν από το τέλος Μαρτίου ή τις αρχές Απριλίου. Η «δραματοποίηση» των συνομιλιών με τους εκπροσώπους των θεσμών, υπό μια έννοια, ευνοεί το Μέγαρο Μαξίμου, που μπορεί να οικοδομήσει τη θεωρία της αναγκαιότητας των όποιων επώδυνων μέτρων προκειμένου η χώρα να διατηρηθεί στον πυρήνα της Ευρωζώνης. Ομως, η παράταση της εκκρεμότητας με το ασφαλιστικό και το φορολογικό αυξάνει την κοινωνική ένταση και την πίεση προς τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το κυβερνών κόμμα είναι σαφές πως πλέον δεν αντιμετωπίζεται με την ανοχή της κοινής γνώμης, όπως συνέβαινε την περασμένη άνοιξη.
Ο εκλογικός νόμος
Ακριβώς το μέγεθος των κοινωνικών εντάσεων, αλλά και η εύθραυστη κοινοβουλευτική πλειοψηφία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είναι που οδηγεί τον κ. Τσίπρα στην ανάληψη πρωτοβουλίας για την αλλαγή του εκλογικού νόμου, ώστε να διασφαλίσει την κεντρική παρουσία του στο πολιτικό σκηνικό. Η μείωση του μπόνους των 50 εδρών που αποτελεί πάγιο αίτημα των μικρότερων κομμάτων, αλλά και η δυνατότητα να το μοιράζονται κόμματα που εμφανίζονται έτοιμα για μετεκλογική συνεργασία, εκτιμάται πως μπορεί να οδηγήσει σε αναδιάταξη του ευρύτερου πολιτικού σκηνικού και να θέσει σε άλλη βάση τις σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως με το Ποτάμι.
Σημειώνεται, τέλος, ότι τη μείωση του μπόνους για το πρώτο κόμμα, κατά πληροφορίες, δεν την απορρίπτει κατηγορηματικά ούτε ο πρόεδρος της Ν.Δ. Κυρ. Μητσοτάκης, καθώς, σε μια τέτοια περίπτωση, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα ήταν εύκολο να κατηγορηθεί για ηττοπάθεια, ενώ στην περίπτωση κατά την οποία ο νέος εκλογικός νόμος ψηφιστεί από περισσότερους από 200 βουλευτές, θα ισχύσει από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
(πληροφορίες από Καθημερινή)