Δια χειρός Χρ. Χωμενίδη από τα “Νέα”
ΤΑ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ «ΟΧΙ» ΜΑΣ
Το 1985 ήμουν δεκαεννιά χρονών και είχα μόλις φάει τα μούτρα μου στις Πανελλαδικές. Είχα μείνει έξω από τη Νομική Κομοτηνής για ένα μόριο – 1647 είχε συγκεντρώσει ο τελευταίος εισαχθείς, 1646 εγώ, ο φαντασμένος, που εικοσάρι περίμενα στην Έκθεση και δωδεκάρι μου’ρθε στο δόξαπατρί. Έπεσα, υποτίθεται, στα μαλακά. Πέρασα στη Θεολογία. «Θα δεις, θα έχει ενδιαφέρον!» με παρηγορούσε η μάνα μου.
Πήγα δυό-τρεις φορές στην Πανεπιστημιούπολη, στου Ζωγράφου. Υπό άλλες συνθήκες ίσως και να με κέντριζε η ερμηνεία τής Βίβλου και τα μαθήματα Εβραϊκών, κυρίως δε οι κοπέλες στα τραπεζάκια έξω απ’τα αμφιθέατρα που επιδίδονταν σε «πολιτικό καμάκι», σε ζαχάρωναν δηλαδή για να σε προσελκύσουν στη φοιτητική τους παράταξη. «Μαζευόμαστε τις Παρασκευές σε ένα ρεμπετάδικο εδώ παρακάτω, ζυμωνόμαστε και ιδεολογικά…» – γιατί να μην τσιμπήσω; πλάκα θα’χε! Για όποιον νοιώθει αποτυχημένος τίποτα δεν έχει πλάκα. Οι φίλοι μου είχαν μπει στη Νομική, σύχναζαν στις καφετέριες της Σόλωνος κι εγώ, εξόριστος στους πρόποδες του Υμηττού, να μετράω ράσα; Να διαπιστώνω ότι βγαίνουν σε ποικιλία χρωμάτων, και μαύρα και μπλε και βυσσινί και χακί για τους στρατιωτικούς παπάδες; Έφριξα. Γράφτηκα στη Θεολογία ίσα για την αναβολή θητείας και δεν ξαναπάτησα.
Αποφάσισα, ώσπου να ξαναδώσω εξετάσεις, να δουλέψω μαθητευόμενος δημοσιογράφος. Στην εφημερίδα «Αυγή». Θεωρούνταν μεγάλο σχολείο η «Αυγή» – τίτλος τιμής να ξεκινήσεις από εκεί. Διευθυντής της ο Γρηγόρης Γιάνναρος, εξαιρετικός άνθρωπος, ηγετικό στέλεχος της Ανανεωτικής Αριστεράς, χώρου που διέθετε τότε και σοβαρότητα και μετριοπάθεια και αταλάντευτες αρχές. Μήνες νωρίτερα είχα στείλει στην «Αυγή» ένα κείμενο για έναν συμμαθητή μου, ο οποίος είχε πυροβόλησει και σκοτώσει τον πατέρα του – τους είχα συστηθεί ως πέννα εννοώ.
Ο Γιάνναρος με προσέλαβε ατύπως και δωρεάν, όπως συνηθιζόταν τότε, έπρεπε να μουσκέψεις τη φανέλα για να αμειφθείς – εδώ ο Φρέντυ Γερμανός έγραφε δύο χρόνια αμισθί τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία. Με έστειλε στον αρχισυντάκτη, «δοκίμασε τον σε όλα!» τού είπε.
Συνέτασσα μονόστηλα. Μετά μού ήρθε η έμπνευση. «Μπορώ να σάς φτιάξω» προσφέρθηκα «ένα αφιέρωμα στις ακροδέξιες οργανώσεις νέων!» Το ήξερα το αντικείμενο, αλώνιζαν οι «Ελεύθεροι Μαθητές» και στο σχολείο μου, φορούσαν πέτσινα, «ζιγκ-χάιλ!» φώναζαν, ας μην ξεχνάμε ότι και το βρεττανικό πανκ είχε μια νεοναζιστική απόφυση…
Η έρευνα μού πήρε σχεδόν μήνα. Μέχρι στα γραφεία της ΕΠΕΝ, κόμματος του δικτάτορα Παπαδόπουλου, πήγα και πήρα συνέντευξη από τον αρχηγό της νεολαίας της. Ως και το «Ο Αγών μου» του Χίτλερ μελέτησα, χώρια τα λαθρόβια περιοδικά του Μιχαλολιάκου. Κάθισα ένα βράδυ στη γραφομηχανή κι ως τα χαράματα είχα πυκνογεμίσει δέκα σελίδες.
Καμαρωτός το παρέδωσα στον αρχισυντάκτη. Κεντρικό θέμα το φανταζόμουν στην «Κυριακάτικη Αυγή», σαλόνι που λένε. Το διάβασε εκείνος προσεκτικά. «Έχεις κρατήσει αντίγραφο;» με ρώτησε. «Μάλιστα.» Το έσκισε τότε σε δεκάδες κομματάκια – όχι με σαδιστικό, με διδακτικό χαμόγελο. «Γράψε το από την αρχή» μού παρήγγειλε. «Ίσως στο σκίσω πάλι.»
Κατέβηκα ζαλισμένος στην Αγίου Κωνσταντίνου. Περπατώντας προς την Ομόνοια, το αίσθημα τής αδικίας που με έπνιγε πολύ γρήγορα ξεθύμανε. Κατανοούσα ότι έτσι διαπλάθονταν οι δημοσιογράφοι, με απορρίψεις, με καλοπροαίρετα καψόνια, για να δοκιμαστεί η προσήλωσή τους και να ωριμάσει η γραφή τους. Εμένα απλώς δεν μού ταίριαζε εκείνη η διαδικασία. Ένοιωθα μήπως καλύτερος; – τι καλύτερος μετά το τράκο στις Πανελλαδικές; Είχα γάιδαρο δεμένο; κάθε άλλο! – ορφανός ήμουν από πατέρα, σε ένα μικρό διαμέρισμα έμενα με τη μάνα μου στην Κυψέλη. Λαχταρούσα όμως κάτι διαφορετικό, απροσδιόριστο ακόμα μέσα μου. Νεφελώδες. Μού φάνηκε πτωχαλαζονεία να υποβάλω επισήμως την παραίτησή μου. Απλώς δεν ξαναπάτησα. Ούτε στην «Αυγή».
Καθένας μόνος του τοποθετεί τον εαυτό του. Βρίσκει τον δρόμο του απορρίπτοντας δουλειές, πρόσωπα, ευκαιρίες δήθεν. Όλοι βάζουμε κάποτε νερό στο κρασί μας. Μα όσο αργότερα συμβεί, τόσο καλύτερα. Τα «όχι», τα αφελή, ψωροπερήφανα, ευλογημένα «όχι» που είπαμε στα πρώτα νιάτα μας, φωτίζουν πάντα την πορεία μας.-
πηγή: “Νέα”