Γράφει ο Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Με τον όρο «Σεπτεμβριανά» καθιερώθηκε να αναφέρεται στην ιστοριογραφία το οργανωμένο πογκρόμ της νύκτας 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου του 1955, όταν ο καθοδηγούμενος από το τουρκικό παρακράτος όχλος προκάλεσε βίαια επεισόδια, κυρίως εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, δημιουργώντας κλίμα τρομοκρατίας και ανασφάλειας. Τα γεγονότα αυτά απετέλεσαν την αρχή για τη σταδιακή συρρίκνωση έως αφανισμό του ελληνισμού της Πόλης. Έκτοτε, το τουρκικό κράτος ανέπτυξε μία πολιτική μυθολογία αποδίδοντας την έκρηξη του όχλου στον συναισθηματισμό που προκάλεσε η έκρηξη βόμβας στο σπίτι του Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη και στην αντίδραση που προκαλούσε ο αγώνας της ΕΟΚΑ τότε στην Κύπρο για Ένωση με την Ελλάδα.
O βασικός σκοπός της κρίσης ήταν να αποδυναμωθούν αριθμητικά οι μειονότητες. Η έκρηξη στη Θεσσαλονίκη ήταν η αφορμή, ενώ το κυπριακό ζήτημα δεν αποτελούσε τη βασική αιτία για τις επιθέσεις. Την περίοδο βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη η δημιουργία του «εθνικού κράτους» που είχε ξεκινήσει με την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Από τη δεκαετία του ’20 η ηγεσία της Τουρκίας δεν εμπιστευόταν τις μειονότητες, φοβούμενη ότι θα συνεργάζονταν με τους ομοεθνείς τους, που ζούσαν στα γειτονικά ανεξάρτητα κράτη. Για τον λόγο αυτό προηγήθηκε μια σειρά από ενέργειες σε βάρος των μειονοτήτων όπως ο φόρος Περιουσίας ή ο εκτοπισμός των Αρμενίων και των Εβραίων από την περιφέρεια, τη δεκαετία του ’30. Σε έκθεση που είχε συνταχθεί το 1944 υπογραμμιζόταν ότι «οι Ρωμιοί είναι η πολυπληθέστερη και η πλέον επικίνδυνη μειονότητα γιατί μπορεί να συνεργαστεί με την Ελλάδα». Αυτό μαρτυρεί γιατί οι Έλληνες δέχθηκαν τον μεγαλύτερο όγκο των επιθέσεων, χωρίς ωστόσο να είναι οι μόνοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα «Σεπτεμβριανά» του 1955 δεν χτυπήθηκαν μόνον οι Έλληνες. Στους καταλόγους που κρατούσαν στα χέρια τους οι καθοδηγητές υπήρχαν και τα αρμενικά καταστήματα και οι αρμενικές οικογένειες. Κατά συνέπεια, αν η αιτία ήταν το Κυπριακό για ποιο λόγο στράφηκαν εναντίον και των δύο άλλων κοινοτήτων;
Όλα έγιναν με απόλυτη μυστικότητα και το βέβαιο είναι ότι συνεργάστηκαν πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες. Το σχέδιο υλοποίησαν στελέχη του κυβερνώντος τότε Δημοκρατικού Κόμματος, τα Γραφείο Ειδικού Πολέμου, των οποίων τα μέλη ήταν στρατιωτικοί και το σωματείο «Η Κύπρος είναι τουρκική». Στις 6 Σεπτεμβρίου, στις ρωμαίικες συνοικίες έκαναν την εμφάνισή τους ομάδες 20-30 ανδρών. Πριν ακόμη κυκλοφορήσει η έκτακτη έκδοση της εφημερίδας Istanbul Express, έγινε γνωστό ότι «έβαλαν βόμβα στο σπίτι του Ατατούρκ» Οι φοιτητές άρχισαν να βγάζουν εμπρηστικούς λόγους σε διάφορα μέρη, κυρίως στην πλατεία Ταξίμ. Σε κάθε ομάδα υπήρχε ένας ή ακόμη και τρεις καθοδηγητές που υπεδείκνυαν στο φανατισμένο πλήθος πού να χτυπήσει σύμφωνα με τους καταλόγους τους. Έτσι ξεχώριζαν ένα ελληνικό κατάστημα από ένα τούρκικο, το οποίο άφηναν άθικτο. Σύμφωνα με το γαλλικό αρχειακό υλικό, που παραθέτει η συγγραφέας, οι κατάλογοι αυτοί ετοιμάστηκαν από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στην πραγματικότητα, το καθεστώς των Νεοτούρκων που εγκαθιδρύθηκε το 1908, πέρα από το ότι εγκαινίασε τις πολιτικές διαστάσεις μίας επανάστασης στρατιωτικών, αποπειράθηκε επίσης να προβεί σε μία πιο άμεση παρέμβαση στην οικονομική ζωή της Αυτοκρατορίας. Όντας υπό την επιρροή μίας θετικιστικής ιδεολογίας που οδηγούσε κατευθείαν στην ελιτιστική κοινωνική οργάνωση, οι νεότουρκοι θεωρούσαν ότι ήταν θεμελιακής σημασίας η δημιουργία μίας «εθνικής οικονομίας». Μη έχοντας πλέον εμπιστοσύνη στην αναδυόμενη αστική τάξη των Ελλήνων και Αρμενίων, επειδή ήσαν υπερβολικά προσδεδεμένη στα ξένα συμφέροντα, άρχισαν να προωθούν τη λιγότερο μεταπρατική αστική τάξη μουσουλμανικού θρησκεύματος. Για τον σκοπό αυτό, επεχείρησαν να επιστρατεύσουν τον ιδιαίτερα ενισχυμένο στρατιωτικό – γραφειοκρατικό μηχανισμό προς την κατεύθυνση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η επιτυχία αυτής της προσπάθειας ωστόσο, παρεμποδίστηκε για δύο τουλάχιστον λόγους: πρώτο, το εξωτερικό χρέος της Αυτοκρατορίας είχε δημιουργήσει μία κατάσταση εξάρτησης από τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις αφού μπορούσαν να ελέγξουν τους περισσότερους από τους οικονομικούς πόρους που ήταν δυνατό να επιστρατευθούν: η διαχείριση του εξωτερικού χρέους απαιτούσε άμεσα περισσότερο του ενός τετάρτου των κρατικών εσόδων και ασκούσε υπερβολική επίδραση, επειδή ο κρατικός προϋπολογισμός είχε γίνει χρόνια ελλειμματικός, με το έλλειμμα να καλύπτεται μέσα από ετήσιες επισωρεύσεις στην εξωτερική χρέωση. Δεύτερο, η ομάδα της επίδοξης αστικής τάξης που επιλέχθηκε να προωθηθεί από τους νεότουρκους δεν βρισκόταν σε κέντρο του εμπορίου αλλά στην περιφέρεια και δεν μπορούσε να διαμορφώσει μία ανεξάρτητη βάση οικονομικής εξουσίας. Έτσι, αντί μίας συμμαχίας, η κατάσταση ήταν πλησιέστερα σε μία κηδεμονία, με την στρατογραφειοκρατική ελίτ να ελέγχει τις πηγές του πλεονάσματος, που το κατένειμε μέσα από μία επιλεκτική χρησιμοποίηση των παραδοσιακών προνομίων του κράτους.
Η βίαιη εκδίωξη των Ελλήνων και Αρμενίων κατά τη διάρκεια της περιόδου 1916-1923, επέτρεψε στη στρατογραφειοκρατική ελίτ να αποκτήσει μεγάλο μέρος στον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο της χώρας, όχι όμως πλήρως. Η αδυναμία των μουσουλμανικών αλλά και των λιγοστών εναπομεινάντων μη-μουσουλμανικών αστικών οικογενειών να παίξουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας στη δεκαετία του ’20, περίοδο κατά την οποία η Συνθήκη της Λωζάνης έθετε διάφορους περιορισμούς στη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης του Ατατούρκ, έδωσε την ευκαιρία στην στρατο-γραφειοκρατική ελίτ, μέσω της εφαρμογής του κρατικισμού (etatism), να νομιμοποιήσει την παρέμβαση του κράτους σε όλους σχεδόν τους τομείς της εθνικής οικονομίας. Με τα Σεπτεμβριανά πλέον, συντελείται η ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας, δηλαδή της πλήρους τουρκοποίησης της οικονομίας.