Σε εκτόνωση οδηγείται η έντονη αντιπαράθεση ΔΕΗ και ιδιωτών ηλεκτροπαραγωγών, μέσω της συμβιβαστικής λύσης που προτείνει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, σχετικά με την αμοιβή των μονάδων φυσικού για το ηλεκτρικό που προσφέρουν στο σύστημα. Όλο το προηγούμενο διάστημα, η ΔΕΗ, η ΓΕΝΟΠ και μέρος της αντιπολίτευσης, ξιφουλκούσαν κατά του προσωρινού «μηχανισμού ανάκτησης μεταβλητού κόστους», μέσω του οποίου οι μονάδες φυσικού αερίου, εξασφάλιζαν την πληρωμή του κόστους καυσίμου, συν ένα περιθώριο 10%.
Όλοι οι συμμετέχοντες στην ενεργειακή αγορά, από τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, παραδέχονταν ότι ο μηχανισμός αυτός αποτελεί στρέβλωση, επιβεβλημένη ωστόσο για την αντιμετώπιση των άλλων στρεβλώσεων της αγοράς, για τις οποίες σε μεγάλο βαθμό ευθύνεται το καθετοποιημένο μονοπώλιο της ΔΕΗ σε συνδυασμό με τη χειραγώγηση των τιμών χονδρικής, που το πολύ χαμηλό τους επίπεδο, καθιστά προβληματική τη λειτουργία των ιδιωτικών μονάδων, που χρησιμοποιούν αποκλειστικά ως καύσιμο φυσικό αέριο.
Με την πρόταση της ΡΑΕ, μειώνεται η αμοιβή των ιδιωτικών μονάδων, καθώς μηδενίζεται το περιθώριο του 10%. Ακόμη, αναγνωρίζεται ο ρόλος των μονάδων φυσικού αερίου (ιδιωτικές και ΔΕΗ) για την εξασφάλιση της ισορροπίας του συστήματος η οποία έχει διαταραχθεί λόγω της μεγάλης παραγωγής ηλεκτρισμού από ΑΠΕ (κυρίως φωτοβολταϊκά), οπότε αυξάνεται η αμοιβή τους για την εφεδρεία ισχύος που προσφέρουν. Τέλος, η ΔΕΗ θα θέσει εκτός λειτουργίας παλιές μονάδες που έπαψαν να λειτουργούν εδώ και χρόνια (κυρίως πετρελαϊκές και πολύ παλιές λιγνιτικές) για τις οποίες ωστόσο μέχρι τώρα εισέπραττε αμοιβή για την εφεδρεία που πρόσφεραν στο σύστημα.
Πάντως η ουσία είναι αυτό που σημειώνει και η ΡΑΕ. Ότι δηλαδή και αυτή η ρύθμιση είναι απλώς μεταβατική έως ότου αρχίσει να λειτουργεί ο ανταγωνισμός στην αγορά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά με την πρόσβαση και άλλων παικτών σε πηγές ενέργειας που σήμερα μονοπωλεί η ΔΕΗ, δηλαδή στους λιγνίτες και τα υδροηλεκτρικά. Δηλαδή είτε με τη δημιουργία και πώληση της λεγόμενης «μικρής ΔΕΗ», είτε με την δημοπράτηση ποσοτήτων ενέργειας που θα παράγεται από φθηνές πηγές.