Μεγάλη συζήτηση άνοιξε μέσα στην προηγούμενη εβδομάδα η εισήγηση του διδάκτορα κλασσικής αρχαιολογίας κ. Κώστα Σισμανίδη σχετικά με την ανακάλυψη του τάφου του Αριστοτέλη στην γενέτειρά του τα Στάγειρα Χαλκιδικής. Η ανακάλυψη αυτή, ωστόσο, δεν είναι νέα, αφού έχει γίνει εδώ και σχεδόν 20 χρόνια, ενώ, όπως δήλωσε και ο ίδιος στον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο», δεν έχει «αποδείξεις αλλά ισχυρότατες ενδείξεις» που «φθάνουν σχεδόν στη βεβαιότητα».
Δυστυχώς στην επιστήμη δεν μπορεί κανείς να βγάζει συμπεράσματα βασισμένα σε ενδείξεις και ευσεβείς πόθους. Το γεγονός αυτό ήρθε να επιβεβαιώσει πριν σχεδόν δύο χρόνια η ανασκαφή στην Αμφίπολη η οποία, λόγω ευσεβών πόθων, πραγματοποιήθηκε σε τηλεοπτικό χρόνο και βασίστηκε στις ανάγκες της τηλεοπτικής παραγωγής για να καταλήξει τελικά σε συμπεράσματα που δεν επιβεβαίωναν τις αρχικές προσδοκίες για την εύρεση του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Έτσι, λοιπόν, αντί να διδαχτούμε από αυτή την εμπειρία, για άλλη μια φορά η δίψα για είδηση οδηγεί τα κανάλια και τις εφημερίδες σε “οργασμό” δημοσιευμάτων σχετικά με την ανακάλυψη του τάφου του Αριστοτέλη στα Στάγειρα, βασισμένη σε μία κύρια παρερμηνεία της δήλωσης του υπεύθυνου ανασκαφής.
Ενώ τα πρώτα άρθρα που δημοσιεύτηκαν έθεταν το ζήτημα υπό τη μορφή ερώτησης, βασιζόμενα στην αρχική δήλωση του Δρ. Σισμανίδη για την μη βεβαιότητά του αλλά για την ύπαρξη «ισχυρών ενδείξεων» και πιθανών επιστημονικών υποθέσεων εργασίας, στη συνέχεια και κάτω από το βάρος του εντυπωσιασμού και της αύξησης της επισκεψιμότητας πολλά ειδησεογραφικά site γρήγορα πέρασαν από την ερώτηση στη κατάφαση προβάλλοντας το ζήτημα ως βεβαιότητα.
Δεν είναι δύσκολο στις μέρες μας, όπου η ανάγκη των εντυπώσεων έχει αυξηθεί στα κοινωνικά δίκτυα, το γεγονός να αποκλίνει από την πραγματικότητα για χάριν τηλεθέασης ή ακόμα χειρότερα χάριν διάδρασης (κλικ). Τέτοιου είδους πρακτικές γρήγορα μπορούν να χαρακτηριστούν από διάφορους ως προπαγάνδα και, δυστυχώς, δεν θα έχουν άδικο αφού συνιστούν, ουσιαστικά, τον ορισμό της.
Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό στην επιστημονική μελέτη να αποφεύγονται οι συναισθηματισμοί και οι επιστήμονες να είναι ακριβείς στις εκφράσεις τους σχετικά με τις ανακαλύψεις. Σφάλματα όπως η μη -τελικά- ανακάλυψη του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου και (ας ελπίσουμε όχι) η ενδεχόμενη διάψευση για τον τάφο του Αριστοτέλη μπορεί να στοιχίσουν στην ελληνική αρχαιολογική έρευνα συνολικά ως προς την αξιοπιστία.
Τέτοιου είδους ανακαλύψεις, όπως είναι ο τάφος του Μ. Αλεξάνδρου αλλά και ο τάφος του Αριστοτέλη, ξεπερνούν τα σύνορα της χώρας και δομούν μια συνολική εικόνα για την Ελλάδα, τη στιγμή μάλιστα που την χρειάζεται πιο πολύ από ποτέ. Λανθασμένες ή επιπόλαιες εκτιμήσεις μπορεί να δημιουργήσουν αρνητικές εντυπώσεις διεθνώς τόσο για την σοβαρότητα της χώρας μας όσο και για την πολιτιστική διαχείριση.
Κατά συνέπεια, μακάρι η ανακάλυψη αυτή να είναι όντως ο τάφος του Αριστοτέλη, διότι αυτό θα σηματοδοτήσει νέα δεδομένα στην αρχαιολογική και ιστορική έρευνα για την μεγάλη αυτή προσωπικότητα και για την ιστορία της Μακεδονίας συνολικά. Όμως, θα πρέπει να καταλάβουμε πως οι μεγάλες ανακαλύψεις χρειάζονται και ιδιαίτερη σοβαρότητα στην έρευνα και την παρουσίαση της, ώστε να αποκλειστούν τα περιθώρια σφάλματος.
Λογικά άλματα που μεταπηδούν από την ένδειξη στην βεβαιότητα ενέχουν κινδύνους που δεν τιμούν την επιστημονική ακεραιότητα. Τώρα που η χώρα χρειάζεται όλα τα αποθέματα θετικής προβολής, πρέπει όλοι μας να είμαστε προσεκτικοί για να μην ζήσουμε το παραμύθι του ψεύτη βοσκού.