Ενα ακόμα δημοσίευμα καυστικό για την Αμάλ Αλαμουντίν και επικριτικό για την ελληνική προσπάθεια για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα έρχεται στο φως – αυτή τη φορά από την εφημερίδα Telegraph. Διευκρινίζοντας πως η νέα σύζυγος του Κλούνεϊ εξειδικεύεται στο δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και όχι στο δίκαιο των μουσείων ή των αρχαιοτήτων, το δημοσίευμα επιχειρηματολογεί υπέρ της παραμονής των Μαρμάρων στο Βρετανικό Μουσείο γράφοντας:
«Τα Μάρμαρα καταστρέφονταν στην Αθήνα. Ο Έλγιν ζήτησε άδεια από την κυβέρνηση στην Αθήνα να τα αφαιρέσει. Το έπραξε με τις ευλογίες της κυβέρνησης της Αθήνας, μέσα σε μια περίοδο 4 ετών, από το 1801 έως το 1805», γράφει η αρθρογράφος επισημαίνοντας πως ο Έλγιν χρηματοδότησε μόνος του το όλο εγχείρημα, γεγονός που στη συνέχεια τον οδήγησε στη χρεοκοπία. «Ο Έγλιν ήταν ένας ήρωας που πέθανε φτωχός σπαταλώντας την περιουσία του στη μάχη υπέρ των Μαρμάρων», γράφει ο ιστορικός Ντομινίκ Σέλγουντ.
Απαντώντας στο επιχείρημα του του Τζέφρι Ρόμπερτσον, ενός εκ των τριών δικηγόρων που έφτασαν στην Αθήνα για την υπόθεση των Μαρμάρων, ο Σέλγουντ αρνείται πως το κίνητρο του Έλγιν ήταν χρηματικό, υποστηρίζοντας πως ο Έλγιν ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας και η εμπλοκή του με τα μάρμαρα του Παρθενώνα δεν είχε ίδιον όφελος αλλά προκλήθηκε από την αγάπη του προς τις τέχνες και την έγνοια του να τα σώσει από την καταστροφή. Στη συνέχεια ο ιστορικός παραθέτει εκτενή… αγιογραφία του βρετανού Λόρδου.
Σύμφωνα με τον Σέλγουντ το δίκαιο της ελληνικής διεκδίκησης αμφισβητείται από τους διεθνούς νομικούς κύκλους. Προς επίρρωση των επιχειρημάτων του φιλοξενεί την άποψη του καθηγητή νομικής του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ Τζον Χένρι Μέριμαν ο οποίος υποστηρίζει ότι «κανένας νόμος δεν δίνει στην Ελλάδα δικαιώματα επί των Μαρμάρων του Παρθενώνα», προσθέτοντας πως «το σύγχρονο ελληνικό κράτος δεν έχει κανένα νομικό και ηθικό δικαίωμα να ζητά την επιστροφή των Μαρμάρων».