Γράφει ο Δημήτρης Κατσαρός
Ήταν μάλλον καιρός και για την ελληνική κυβέρνηση να στείλει ένα τελεσίγραφο, μαζί με μια πρόταση καλής θέλησης. Η χθεσινή δήλωση Δραγασάκη νομίζω δημιούργησε συναισθήματα αντίστοιχα με εκείνα που είχε δημιουργήσει ο Βαρουφάκης όταν ξεκαθάριζε στον Ντάισενμλπουμ ότι δεν αναγνωρίζει πλέον την Τρόικα ως συνομιλητή.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης δήλωσε πως «πιστεύω ότι έχουμε όλες τις προϋποθέσεις για να υπάρξει μια μεταβατική συμφωνία και πιστεύω ότι αυτό θα είναι το αποτέλεσμα του αυριανού Eurogroup» συμπληρώνοντας παράλληλα ότι «εάν υπάρξει άρνηση ο καθένας ας αναλάβει την ευθύνη του».
Η παραπάνω δήλωση ήταν ουσιαστικά η αντεπίθεση της ελληνικής κυβέρνησης στη μόνιμη αυστηρή στάση της Γερμανίας η οποία κάμφθηκε εν μέρει μετά και το τηλεφώνιμα Τσίπρα – Μέρκελ, το οποίο όπως αναφέρει το ρεπορτάζ ήταν σε θετικό κλίμα.
Δύο αντικρουόμενες απόψεις, η μία ιδιαίτερα αισιόδοξη και η άλλη ιδιαίτερα απαισιόδοξη έχουν διατυπωθεί τις τελευταίες ώρες, οι οποίες είναι εν μέρει λανθασμένες.
Η μία αναφέρει πολιτική απομόνωση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από άλλους Γερμανούς αξιωματούχους, οι οποίοι δε συμμερίστηκαν την αυστηρή στάση μέχρι και τώρα που κρατούσε ο Γερμανός υπουργός. Θα ήμαστε αρκετά αγαθοί αν θεωρούσαμε ότι δεν ήταν συμφωνημένο μέσα στη Γερμανική κυβέρνηση να κρατήσει ο Σόιμπλε μια στάση μετωπικής σύγκρουσης, μέχρι να θεωρηθεί από τη Γερμανική πλευρά ότι δεν υπάρχει άλλο περιθώριο για μπλόφες στην παρούσα φάση, έως ότου τουλάχιστον περάσουμε στη νέα φάση της συζήτησης στο eurogroup. Από την άλλη η Μέρκελ είχε κρατήσει τις αποστάσεις της ώστε να μπορούσε να εκφράσει το συμβιβαστικό πρόσωπο της Γερμανίας αμέσως μετά. Συνεπώς καμία απομόνωση του Σόιμπλε δεν προκλήθηκε, εκτός από μια συντονισμένη προαποφασισμένη διαλλακτικότητα.
Η απαισιόδοξη άποψη, που εκφράζει σε μεγάλο βαθμό την αντιπολίτευση που αυτοπροσδιορίζεται ως «ευρωπαϊκό τόξο» είναι ότι με την αρχικά σκληρή στάση της ελληνικής κυβέρνησης χάθηκε πολύτιμος χρόνος, μέχρι την ελληνική πρόταση που ξαναφέρνει τους εταίρους στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Κατά τη γνώμη μου, η ηθελημένα απαισιόδοξη στάση αυτή προκατέβαλε ότι η ελληνική πλευρά θα χάσει και ταυτίζει το ελληνικό αίτημα με πρόταση παράτασης του προγράμματος, για τον απλό λόγο ότι εξιλεώνει σε μεγάλο βαθμό την προηγούμενη κυβέρνηση και τις επιλογές της.
Φυσικά αν συμφωνηθεί παράταση της δανειακής σύμβασης, η ελληνική πλευρά θα δεχθεί κάποιους ποσοτικούς δείκτες ως όρους για την αξιολόγηση αυτής της σύμβασης. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι οι δείκτες και το μέγεθός τους θα είναι ταυτόσιμοι με εκείνους του μνημονίου. Αυτό μένει να αποδειχθεί στην πορεία των συζητήσεων του σημερινού eurogroup. Fingers crossed λοιπόν…