Τον Φεβρουάριο του 2020, όταν ο εφιάλτης του κορονοϊού είχε αρχίσει να απλώνεται πάνω από τον πλανήτη, η Ελληνίδα καθηγήτρια Πελαγία-Ειρήνη Γκούμα, που ζει τα τελευταία χρόνια στο Οχάιο των Ηνωμένων Πολιτειών, δέχθηκε ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα και η έκπληξή της ήταν απερίγραπτη.
«Μου τηλεφώνησαν από τον Λευκό Οίκο δύο καθηγητές συνεργάτες του προέδρου και μου ζήτησαν να αναπτύξω ένα γρήγορο τεστ που θα ανιχνεύει τον κορονοϊό και θα βασίζεται στην αναπνοή, καθώς έχω αναπτύξει ξανά ανάλογες τεχνικές στο παρελθόν», λέει η κ. Γκούμα στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής προσθέτοντας: «Τότε ήταν ακόμα θολό το τοπίο για το τι ακριβώς συμβαίνει με αυτήν την ασθένεια, καθώς τα κρούσματα πύκνωναν διεθνώς, ωστόσο ο κορονοϊός δεν είχε χαρακτηριστεί ακόμα πανδημία. Ομως, είχαν εμφανιστεί μαζικές μολύνσεις στο κρουαζιερόπλοιο “Diamond Princess” που ταξίδευε στον Ειρηνικό Ωκεανό και 3.600 επιβάτες είχαν μπει σε καραντίνα. Οι πρώτοι είχαν κάνει μοριακά τεστ, αλλά μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα μετέδιδαν τον ιό και σε άλλους ταξιδιώτες. Τότε μου τηλεφώνησαν οι καθηγητές Πίτερ Ναβάρο και Ρικ Μπράιτ και με ρώτησαν αν θα μπορούσε να υπάρξει ένας γρήγορος τρόπος ανίχνευσης του ιού», λέει η διακεκριμένη καθηγήτρια στο τμήμα Επιστήμης και Μηχανικής Υλικών του Ohio State University.
Οπως το αλκοτέστ
Το τεστ είναι στην πραγματικότητα μια φορητή συσκευή με ειδικούς αισθητήρες στην οποία ο ασθενής φυσάει για λίγα δευτερόλεπτα όπως συμβαίνει στο αλκοτέστ και το αποτέλεσμα είναι άμεσα ορατό. «Χρειαζόμαστε μόνο 15 δευτερόλεπτα για να διαπιστώσουμε με τη συσκευή αυτή αν το ύποπτο κρούσμα είναι θετικό στον κορονοϊό και όχι να περιμένουμε ένα μοριακό τεστ που έχει μεγάλη καθυστέρηση», εξηγεί η Ελληνίδα ερευνήτρια. Σε πρώτη φάση το τεστ δοκιμάστηκε σε ασθενείς που νοσηλεύονταν σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας με νοσήματα του πνεύμονα προκειμένου να διαπιστωθεί ποιες από αυτές τις πνευμονίες ήταν επιπλοκές της νόσου Covid-19.
Το ποσοστό επιτυχίας ήταν εντυπωσιακό, καθώς, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «PLOSONE», έφτασε το 88% την ώρα που στα μοριακά τεστ το ποσοστό ακριβείας κυμαίνεται από 78% έως 90%. Το κάθε τεστ μπορεί να χρησιμοποιηθεί έως και τριακόσιες φορές και, μάλιστα, σε διαφορετικούς ασθενείς, εφόσον αλλαχθεί το στόμιο της συσκευής.
«Θα επέστρεφα…»
Η Πελαγία-Ειρήνη Γκούμα ή Περένα, όπως την ξέρουν στην Αμερική, γεννήθηκε στο κέντρο της Αθήνας και ποτέ δεν ξέχασε τις ρίζες της. Σπούδασε Φυσική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια έφυγε με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ πριν οι επιστημονικές της ανησυχίες οδηγήσουν τα βήματά της στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Εχω γεννηθεί στην Ακαδημία Πλάτωνος, εκεί μεγάλωσα και έχω τους συγγενείς μου στην Ελλάδα, που χαίρονται όταν μια έρευνά μου έχει καλά αποτελέσματα και παίρνει δημοσιότητα. Παλαιότερα ζούσα και εργαζόμουν στον τομέα της έρευνας στη Νέα Υόρκη για περίπου 17 χρόνια και τα τελευταία χρόνια έχω μετακομίσει στο Οχάιο, όπου εργάζομαι στο Ohio State University. Zω στις Ηνωμένες Πολιτείες περισσότερα από 20 χρόνια», λέει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής. «Πάντα έχω στο μυαλό μου την Ελλάδα και θα ήθελα να επιστρέψω, αν δεχόμουν μια ενδιαφέρουσα πρόταση», σημειώνει.
«Μοναδική πατέντα»
Μητέρα ενός παιδιού 14 ετών, μοιράζει τη ζωή της ανάμεσα στην οικογένεια και το πανεπιστήμιο. «Τα αέρια βρίσκονται στην αναπνοή σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις και χρειαζόμαστε υπερευαίσθητους αισθητήρες για να έχουμε αποτελέσματα. Η ευρεσιτεχνία είναι ότι δημιουργώ υλικά που ξέρουν ακριβώς τι μετράνε και, έτσι, βρήκαμε μια μοναδική πατέντα για τον κορονοϊό. Επίσης, είναι σημαντικό να ξέρουν γιατροί και ασθενείς πότε τελειώνει κάθε φορά ο ιός, αφού, λόγω της ευκολίας του τεστ, μπορεί να γίνονται συνέχεια μετρήσεις, ακόμα και κάθε μέρα», σημειώνει η κ. Γκούμα. Σύντομα θα δημοσιευτούν σε επιστημονικά περιοδικά τα αποτελέσματα της δεύτερης φάσης της έρευνας που αφορά τον γενικό πληθυσμό και είναι εξίσου εντυπωσιακά με αυτά που αφορούσαν ασθενείς στις ΜΕΘ. Οπως λέει η Ελληνίδα καθηγήτρια, η ομάδα της έχει υποβάλει φάκελο στον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων, τον γνωστό FDA, και περιμένει την έγκρισή του, ώστε το τεστ να κυκλοφορήσει στο εμπόριο.
Οσο για το τέλος της πανδημίας, όπως λέει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής, «δεν είναι άμεσα ορατό, καθώς για τουλάχιστον έξι μήνες ακόμα ο πλανήτης θα ζει με την ίδια αβεβαιότητα».