Γράφει ο Ceteris Paribus
«Όταν θα έρθει η ώρα να συζητηθεί σοβαρά η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, δηλαδή να βάλει λεφτά, θα είναι μια πολύ δύσκολη στιγμή για την κυβέρνηση», μονολόγησε κορυφαίος κυβερνητικός παράγοντας. Πότε συνέβη αυτό; Περίπου όταν ο κ. Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνηση άνοιξαν «ξαφνικά» ζήτημα αποχώρησης του Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα.
Ούτε «ξαφνικό», ούτε «άκαιρο», ούτε «αψυχολόγητο» ήταν ότι η κυβέρνηση άνοιξε αυτό το ζήτημα – ασχέτως του αν ήταν εύστοχο από την άποψη της τακτικής. Λαθεμένη είναι επίσης η άποψη ότι η κυβέρνηση ξέχασε ήδη αυτό το ζήτημα, αναγκασμένη να αποδεχτεί το αναπόφευκτο της συμμετοχής του Ταμείου. Μόλις προχθές, στην πρώτη τους συνάντηση, ο κ. Τσίπρας ζήτησε -μεταξύ άλλων που συζήτησαν- από τον νέο πρόεδρο της ΝΔ Κυριάκο Μητσοτάκη να «βάλει πλάτη με το ΔΝΤ».
Η υπόθεση δεν έληξε διότι απλούστατα δεν έχει λήξει τι θα γίνει με τις απαιτήσεις των δανειστών – στις οποίες το ΔΝΤ είναι μπροστά και από τον κ. Σόιμπλε! Τις αντέχει αυτή η κυβέρνηση ή θα δρομολογηθούν μείζονες πολιτικές διεργασίες στο πλαίσιο των οποίων το κυβερνητικό κόμμα θα σηκώσει τη σημαία της αντιπαράθεσης με το ΔΝΤ;
Ο βαθύτερος λόγος για όλα αυτά δεν είναι καν οι θέσεις του Ταμείου για το Ασφαλιστικό, αλλά κάτι ακόμη πιο σημαντικό και πιο «βαρύ»: ούτε λίγο ούτε πολύ, το ΔΝΤ θέτει ως προϋπόθεση για να «βάλει λεφτά» στο ελληνικό πρόγραμμα ένα νέο «μίνι μνημόνιο» στη μορφή ενός σκληρού Μεσοπρόθεσμου πλαισίου για την επόμενη τετραετία!
Ας δούμε τι βρίσκεται πίσω από αυτή τη «θηριώδη» απαίτηση:
Πρώτον, δεν ήρθε η ώρα να αποχωρήσει το ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα. Οι λόγοι πολύ δευτερευόντως αφορούν την ίδια την Ελλάδα: πρωτίστως αφορούν τη συγκυρία της παγκόσμιας κρίσης που εξακολουθεί να είναι «καυτή» και μάλιστα το 2016 εγκυμονεί σοβαρότερους κινδύνους απ’ ό,τι το 2015. Η συσπείρωση των μεγάλων παγκόσμιων κέντρων στην αντιμετώπισή της είναι εκ των ων ουκ άνευ παράγοντας. Ιδιαίτερα η Ευρώπη εξακολουθεί να θεωρείται από τις ΗΠΑ και το ΔΝΤ «αδύναμος κρίκος» (μαζί πλέον και με τις Αναπτυσσόμενες οικονομίες – BRICKS κ.λπ.) της κρίσης, και επομένως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ενδιαφέρονται σφόδρα να συμμετέχουν στο «μάνατζμεντ» των ευρωπαϊκών εστιών κρίσης ώστε να μην «ξεφύγει» κάποια «θρυαλλίδα»…
Οι Ευρωπαίοι, από την πλευρά τους, μοιραζόμενοι τις ίδιες ανησυχίες, θέλουν να παραμείνει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Πέρα από όλα τα άλλα, και σαν «εγγύηση» προς τις αγορές ότι τα πράγματα στην Ευρώπη είναι υπό αξιόπιστη «επιτήρηση» και έλεγχο.
Το συμπέρασμα είναι ότι η κυβέρνηση στο ζήτημα της αποχώρησης του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα δεν θα βρει κανένα σύμμαχο και απλώς θα επιδεινώσει τη θέση της. Αν σηκώσει πολύ το ζήτημα και επιμείνει, αυτό θα είναι ασφαλής ένδειξη ότι έχει άλλα πολιτικά σχέδια…
Δεύτερο, το γεγονός ότι υπάρχουν υπέρτεροι λόγοι ώστε το ΔΝΤ να παραμείνει στο ελληνικό πρόγραμμα, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι διατεθειμένο να μείνει υπό οποιουσδήποτε όρους. Το αντίθετο: το γεγονός ότι επανειλημμένα έχει κάνει τα «στραβά μάτια» όσον αφορά τη βιωσιμότητα του ελληνικού προγράμματος έχει συσσωρεύσει τόσες κατηγορίες για παραβίαση του καταστατικού του και τόσες τριβές μεταξύ των ισχυρών δυνάμεων που εκπροσωπούνται στο Δ.Σ. του, ώστε δεν είναι διατεθειμένο να κάνει για άλλη μια φορά τα «στραβά μάτια».
Αυτός είναι ο λόγος που απαιτεί ένα πρόγραμμα οικονομικά βιώσιμο – για την επίλυση της αντίφασης αν το οικονομικά βιώσιμο είναι και κοινωνικά και πολιτικά βιώσιμο, νίπτει τας χείρας του και παραπέμπει στην ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Οι δύο εναλλακτικές που θέτει για τη βιωσιμότητα του ελληνικού προγράμματος είναι: Είτε γενναίο «κούρεμα» του χρέους σε συνδυασμό με πιο ήπιο πρόγραμμα λιτότητας είτε «ήπια» αναδιάρθρωση χρέους σε συνδυασμό με πολύ πιο «βαρύ» πρόγραμμα λιτότητας. Καθώς λοιπόν η Γερμανία απορρίπτει κατηγορηματικά την πρώτη λύση, το Ταμείο απαιτεί να ισχύσει η δεύτερη, ώστε να είναι «τυπικώς εντάξει» με τις προβλέψεις του καταστατικού του και να ξεπεράσει τις τριβές στο Δ.Σ. του.
Τρίτο, η φόρμουλα «ήπια αναδιάρθρωση χρέους – βαρύ πρόγραμμα λιτότητας» μεταφράζεται συγκεκριμένα σε απαιτήσεις για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Και εδώ, το Ταμείο λέει -και μαθηματικά έχει δίκιο- ότι με τις προβλέψεις του υπάρχοντος τρίτου μνημονίου τα συμφωνηθέντα πρωτογενή πλεονάσματα δεν βγαίνουν, άρα το πρόγραμμα είναι «στον αέρα» και επομένως πρέπει να «συμπληρωθεί». Πώς; Με ένα Μεσοπρόθεσμο-γίγας, που θα διασφαλίζει την επίτευξη των συμφωνηθέντων πρωτογενών πλεονασμάτων.
Πάνω σε αυτόν τον καμβά, το Ταμείο ζητεί:
• Ένα πιο σκληρό Ασφαλιστικό, διότι εκτιμά ότι η πρόταση Κατρούγκαλου δεν διασφαλίζει την προβλεπόμενη εξοικονόμηση 1,8 σ. ευρώ ετησίως.
• Επιπλέον περικοπές 1,8 δισ. ευρώ για το 2016 – άλλο ένα «Ασφαλιστικό»!
• Περικοπές τουλάχιστον 8 δισ. ευρώ για την επόμενη διετία 2017-2018.
• Επειδή θα απαιτηθούν νέες μεγάλες περικοπές που δεν είναι εύκολο να εξευρεθούν «πηγές» ύστερα από μια πενταετία συνεχόμενων περικοπών, το Ασφαλιστικό θα πρέπει να εξοικονομεί περισσότερα από 1,8 δισ. ευρώ ετησίως. Έτσι πρέπει να μετρήσουμε τη διαφορά… όγκου και βάρους ανάμεσα στη «γάτα» και την «αγελάδα» στη γνωστή δήλωση της κ. Λαγκάρντ («ζητήσαμε από την ελληνική κυβέρνηση να μας στείλει αγελάδα κι αυτή μας έστειλε γάτα»…).
Στη βάση αυτή, το Ταμείο και ο κ. Σόιμπλε μεταθέτουν την αξιολόγηση για το… καλοκαίρι, ενώ διάφορα «παπαγαλάκια» διαρρέουν πληροφορίες ότι τα κρατικά ταμεία αντέχουν μέχρι το Μάρτιο…
Τα πράγματα είναι περισσότερο κι από σοβαρά, προδιαγράφοντας μείζονες πολιτικές εξελίξεις…