Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Πολλή κουβέντα έγινε για την απόφαση του υπουργού Παιδείας η επιλογή των σημαιοφόρων στα δημοτικά σχολεία να γίνεται κατόπιν κλήρωσης και να μην αποδίδεται στον καλύτερο σε επιδόσεις μαθητή. Ακούστηκαν απόψεις υπέρ και κατά τόσο σε επίπεδο κομμάτων όσο και στα κοινωνικά δίκτυα. Οι μεν έβλεπαν την συμβολική κατάργηση της αριστείας, οι δε έκαναν λόγο για αποσύνδεση του εθνικού συμβόλου από τη βαθμοθηρία. Η δική μου άποψη είναι ότι όλο αυτό είναι μια λάθος συζήτηση η οποία μας απομακρύνει από το κεντρικό ζήτημα και επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά τη ρηχότητα του πολιτικού συστήματος ακόμη και σε θέματα που αφορούν στη διαχείριση συμβόλων.
Το μεγάλο πρόβλημα από το οποίο μας απομακρύνει η συγκεκριμένη δημόσια αντιπαράθεση είναι το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα που έχουμε επιλέξει ως χώρα και ως κοινωνία να έχουμε. Ένα σύστημα που αναλώνει ολοένα και περισσότερες δυνάμεις στην αποστήθιση παρά στην κατανόηση, στην παπαγαλία και τη συγκέντρωση χαρτιών έναντι της κριτικής σκέψης. Δείτε το παράδειγμα – ρωτάς κάποιον σήμερα αν ξέρει αγγλικά και σου απαντά «έχω lower και proficiency». Στην πράξη όταν θα κληθεί να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα σπανίως μπορεί να τη χειριστεί πέρα από τις λέξεις που αποστήθισε για να πάει στις εξετάσεις.
Δημιουργήσαμε ανθρώπους με πτυχία αλλά χωρίς δεξιότητες. Με λύπη μου διαπιστώνω οτι άνθρωποι ανώτατης εκπαίδευσης αποδεικνύονται λειτουργικά αναλφάβητοι και ανεπαρκείς όταν κληθούν να χειριστούν πρακτικά ζητήματα μέσα σε μια εταιρεία. Είναι αυτό που θα λέγαμε κομψά «μη ανταγωνιστικοί» αντανακλώντας το συνολικό πρόβλημα της χώρας μέσα στον παγκόσμιο χάρτη. Κι αν κάποιοι ονειρεύονται τη μετανάστευση ως λύση στη ματαιότητα της ελληνικής πραγματικότητας σπανίως αντιλαμβάνονται οτι με τις «δεξιότητες» και τα χαρτιά που νομίζουν οτι διαθέτουν αντί για τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο στον «Λύκο της Wall Street» μοιάζουν περισσότερο με σερβιτόρο που φέρνει καφέ και αυγά σε diners.
Τις δεκαετίες του εύκολου χρήματος η κοινωνία μας εθίστηκε στη μετριότητα και την ευκολία. Όσο εύκολα έρχονταν τα πτυχία τόσο η μέση Ελληνίδα πίστευε οτι ο κανακάρης της έκανε για διευθυντικό στέλεχος πολυεθνικής. Τώρα που τα όνειρα κατέρρευσαν και συνειδητοποιήσαμε οτι η χώρα δεν παράγει τίποτε άλλο από συγκεκριμένες υπηρεσίες στον τριτογενή τομέα (πχ τουρισμός) αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πόσο λάθος δρόμο πήραμε. Είναι ευτυχές ότι ολοένα και περισσότεροι νέοι δηλώνουν σε έρευνες πως θα γύριζαν στα χωριά τους. Δεν αρκεί όμως η καλή προαίρεση ούτε η μεταφυσική προσμονή ενός ΕΣΠΑ και μιας επιδότησης. Η αποκαλούμενη «πιο μορφωμένη γενιά» της Ελλάδας πρέπει να αναπτύξει τις δεξιότητες εκείνες που θα κάνουν τα προϊόντα της ανταγωνιστικά στο παγκόσμιο στερέωμα και όχι μια ακόμα αναπαραγωγή του χειρότερου εαυτού μας με μια «χρυσόσκονη» τεχνολογίας και μεταπτυχιακού.
Αυτό είναι το εκπαιδευτικό σύστημα που μας λείπει και το εχθρεύονταν όλες οι κυβερνήσεις διαχρονικά για τον απλό λόγο οτι όλα τα κάλυπτε η πελατειακή σχέση και η θέση σε μια ΔΕΚΟ. Αντί να εστιάσουμε στις παθογένειες τώρα που είδαμε τη γύμνια μας αναλώνουμε πάλι τη συζήτηση για το αν η σημαία είναι τρόπαιο και αριστεία. Η αριστεία δεν προκύπτει από αποστήθιση της Αντιγόνης ή του πυθαγορείου θεωρήματος- αποδεικνύεται και επιβραβεύεται με τρόπο που να ενισχύει ουσιαστικά την προσπάθεια. Αντί για υποτροφίες και προγράμματα εκπαίδευσης εμείς θεωρούμε οτι δίνοντας τη σημαία βγάλαμε την υποχρέωση.
Η κοινωνία πρέπει να στείλει ξεκάθαρα το μήνυμα προς τα κόμματα: το εθνικό σύμβολο δεν πρέπει να προσφέρεται για τέτοιου είδους εκμετάλλευση.
Η πραγματική ερώτηση είναι αν ο σημαιοφόρος θα έτρωγε μια σφαίρα για τη σημαία που κρατά στα χέρια του.
Η διατύπωση αφορά μεν στον πόλεμο αλλά δεν εξαντλείται σε αυτόν, μεταγράφεται και στη σύγχρονη πραγματικότητα. Σε ένα κόσμο που αλλάζει ραγδαία, όπου νέες δυνάμεις αναδύονται και οικονομικά συστήματα ολοκληρώνονται και δοκιμάζονται μπορούμε να τιμήσουμε τη σημαία μας; Μπορούμε να τιμήσουμε την καταγωγή μας και να βρούμε τη θέση μας;
Αυτή την ερώτηση οφείλουμε να κάνουμε συλλογικά -αλλά και ο καθένας μας ξεχωριστά- αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς στο ραντεβού μας με το μέλλον.