Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Το τελευταίο διάστημα βρίσκεται σε εξέλιξη μια μεγάλη σπέκουλα αναφορικά τόσο με το ενδεχόμενο της εξόδου της χώρας μας από τη συνθήκη Σένγκεν όσο και για το ενδεχόμενο κλεισίματος των συνόρων με τις γείτονες χώρες και τον εγκλωβισμό των προσφύγων στην Ελλάδα.
Τις τελευταίες ημέρες διαφαίνεται πως οι απειλές ήταν περισσότερο, ώστε να λειτουργήσουν ως μέσο πίεσης, προκειμένου αφενός η Ελλάδα να επιταχύνει τις διαδικασίες για την ανέγερση των κέντρων καταγραφής και ταυτοποίησης και αφετέρου για να προκύψει κάποια συμβιβαστική λύση για τη φύλαξη των συνόρων με την Τουρκία, όπερ και εγένετο υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ.
Κορυφαίοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, όπως η Γερμανίδα Καγκελάριος, ο επικεφαλής της Κομισιόν Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου απορρίπτουν με δημόσιες δηλώσεις τους τόσο την έξωση της χώρας μας από τη Σένγκεν όσο και το κλείσιμο των συνόρων. Γνωρίζουν και το εκφράζουν πλέον και δημόσια πως τυχόν κλείσιμο των συνόρων δεν θα τους έλυνε το πρόβλημα, απλά θα αύξανε δραματικά την πίεση στην Ελλάδα και ίσως αποκλιμάκωνε ελαφρώς τις ροές. Αλλά, όπως είπαμε, το πρόβλημα δεν θα λυνόταν. Συν τοις άλλοις, η Σένγκεν είναι ένα πολύ μεγάλο ευρωπαϊκό project για να ανακληθεί αβρόχοις ποσί. Συνεπώς, οι Ευρωπαίοι περισσότερο χρησιμοποίησαν ή χρησιμοποιούν τις απειλές ως μέσο πίεσης.
Δεν ισχύει φυσικά το ίδιο για ορισμένες χώρες, όπως οι περίφημες πλέον Visegrad, ευρωπαϊκούς νάνους που βρυχώνται δηλαδή και δεν κάνουν απολύτως τίποτα για να υπερασπιστούν την ευρωπαϊκή λύση στο πρόβλημα. Ζητούν απλά να μην θιγεί η δική τους εθνική ευημερία (η όποια ευημερία) και παράλληλα να βγουν και αλώβητοι από την προσφυγική κρίση. Παραδείγματα χωρών, όπως η Σλοβακία ή η Πολωνία που πολέμησαν εξ αρχής κάθε προσπάθεια ευρωπαϊκής λύσης, όπως ας πούμε την κατανομή των προσφύγων σε διάφορες χώρες, ή η ΠΓΔΜ, η οποία επιδιώκει δια της πλαγίας να μπει σε τροχιά ενταξιακών διαπραγματεύσεων, παρά το δεδομένο βέτο της Αθήνας.
Η κυβέρνηση όμως, όπως έγινε στην περίπτωση του υπουργού Άμυνας Πάνου Καμμένου, παρουσιάζει το κλείσιμο συνόρων ως κάτι σχεδόν τετελεσμένο. Γιατί συμβαίνει αυτό, όταν οι δηλώσεις κορυφαίων Ευρωπαίων αξιωματούχων είναι σε αντίθετη τροχιά; Η μόνη λογική εξήγηση, είναι πως μέρος των κυβερνώντων θα θελήσει να παρουσιάσει ως «εθνική επιτυχία» τη μη επιβολή συνοριακών ελέγχων ή εξόδου από τη Σένγκεν, αν όντως έτσι έρθουν τα πράγματα, προκειμένου να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις από την αφελή πολιτική της κ. Χριστοδουλοπούλου που χαράμισε μήνες μιλώντας στα κανάλια για πρόσφυγες που λιάζονται και εξαφανίζονται.
Προσοχή όμως: το ότι οι απειλές για συνοριακούς ελέγχους και έξοδο από τη Σένγκεν παρουσιάζονται αυτή τη στιγμή ως μόχλευση για μεγαλύτερη κινητοποίηση από την Αθήνα, δεν σημαίνει πως ο κίνδυνος δεν είναι υπαρκτός. Τουναντίον: στις 13 Μαρτίου, όταν θα γίνουν εκλογές σε τρία κρατίδια στη Γερμανία, θα γνωρίζουμε αν η πολιτική που ακολουθεί η κ. Μέρκελ έχει λαϊκά ερείσματα, έστω και ως αντανάκλαση σε τοπικό επίπεδο. Τυχόν σοβαρές ήττες ή κατάρρευση των ποσοστών των Χριστιανοδημοκρατών σε ορισμένες περιπτώσεις θα είναι ένα πολύ ανησυχητικό-και για την Ελλάδα-καμπανάκι.