Όσοι έχουν ζήσει την απώλεια ενός πολύ αγαπημένου ανθρώπου τους, ξέρουν πως η επόμενη μέρα μετά τον θάνατό του, είναι η δυσκολότερη. Πώς όμως ήταν η επόμενη μέρα για τον Γιάννη Βαρδή, ο οποίος συνεχίζει να είναι βυθισμένος σε βαρύ πένθος μετά τον χαμό του πατέρα του Αντώνη;
«Δεν μπορώ να συναντήσω ακόμη κόσμο» παραδέχεται ο νεαρός τραγουδιστής στη real και συνεχίζει: «Και εννοώ ότι δεν μπορώ να κυκλοφορήσω. Δεν μπορώ να πάω στο «Υγεία» για να λύσω κάποιες εκκρεμότητες. Μόνο που θα πέσει ο κόσμος πάνω μου, με αγάπη φυσικά, θα νιώσω πολύ περίεργα, δεν θα μπορέσω να το αντιμετωπίσω αυτή την εποχή. Προσπαθώ να βάλω κάποια κουτάκια και να λειτουργήσω σωστά ξανά. Κοιμάμαι πολύ, κάνω γυμναστική και ξεχνιέμαι. Πηγαίνω με τους πολύ στενούς φίλους μου σε ένα ιδιαίτερο μέρος στη Γλυφάδα και χαζεύω τη θάλασσα. Τη λατρεύω. Όπως τη λάτρευε και εκείνος. Είχε το δικό του μέρος. Στο Πόρτο Ράφτη. Εκεί άραζε με τις ώρες. Δεν έχω πάει ακόμη εγώ. Πηγαίνει, όμως, η γυναίκα του. Το καταλαβαίνω. Το νιώθω. Κάθε βράδυ αργά ακούω την πόρτα και φεύγει. Είμαι σίγουρος πως κάθε βράδυ πηγαίνει εκεί. Είναι πολύ γλυκό αυτό. Πολύ τρυφερό».
Περνάει από το μυαλό σου να γράψεις κάποια στιγμή ένα κομμάτι και να του το αφιερώσεις;
«Ο πατέρας μου μου ζήτησε να μάθω κιθάρα για να ολοκληρωθώ σαν καλλιτέχνης. Και του το υποσχέθηκα ότι θα το κάνω. Για να μπορώ να γράψω τραγούδια. Έχω τη μελωδία, αλλά χρειάζομαι δουλειά. Να σου πω και μια ιστορία. Μετά την κηδεία, βρήκα στο προαύλιο μια πένα. Ένας μουσικός άνοιξε το κουτί και έριξε τρεις πένες για να τις πάρει μαζί του. Όταν βγήκαμε, άθελά μου έφυγα από τη συνοδεία, που έκανε δεξιά. Εγώ πήγα ευθεία και ξαφνικά βρήκα μπροστά μου μια πένα. Νομίζω ότι είναι ένα σημάδι. Μου έδειξε κάτι ο ίδιος. Ήταν σαν να μου έλεγε: «Συνέχισε αυτό που είπαμε, σου δίνω την άδεια». Έτσι πήρα τον Φοίβο και του ζήτησα να μου μάθει κιθάρα. Θα το κάνω αυτήν τη φορά. Δεν ξέρω τι θα καταφέρω να γράψω, αλλά θα το κάνω για εκείνον».