Γράφει ο Θάνος Παπανικολάου
Οι μέρες περνάνε, το καλοκαίρι μοιάζει με παυσίπονο στα μυαλά των περισσότερων μετά τα κακά οικονομικά μέτρα που έρχονται μπροστά μας, η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της πως πετυχαίνει στόχους, η αντιπολίτευση προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της πως μπορεί να βάλει καινούριους και η ζωή συνεχίζεται. Με φωνές, με εντάσεις, με μια βαριά καθημερινότητα που δε φτάνει ούτε η ζέστη ούτε η αλμύρα της θάλασσας για να την ελαφρύνει.
Στο λιμάνι του Πειραιά έρχονται τα κρουαζιερόπλοια, μα δε βρίσκουν λιμάνι, οι επισκέπτες θέλουν να πάνε στα μνημεία, μα δε βρίσκουν μνημεία ανοιχτά. Tο μετρό λειτουργεί με βάση τον όποιο απεργιακό ωροσκόπο του, οι μετανάστες περιφέρονται εντός και εκτός λεκανοπεδίου ως ατραξιόν. H τουριστική περίοδος της χώρας έχει ξεκινήσει και για πρώτη φορά μετά από χρόνια δε φοβάμαι την τσαπατσουλιά ή το δε βαριέσαι, όλα θα γίνουν. Πρώτη φορά με τρομάζει το τόσο έντονα μαζικό και απόλυτο “Δε με νοιάζει”.
Υπάρχει ένας διάχυτος εγωισμός που τρώει ολόκληρη τη χώρα. Ένα κατά μόνας μνημόνιο συμπεριφοράς που έχει υπογράψει ο καθένας μας με την κοινωνία γύρω του. Η οργή και η απογοήτευση των τελευταίων ετών, έχει μετατρέψει την καθημερινότητα πολιτών και τουριστών σε έναν αγώνα δρόμου επιβολής της όποιας συμπεριφοράς τους. Ο καθένας κάνει πια ότι θέλει με τη βεβαιότητα πως αυτό είναι και τι σωστό, άρα “χέστηκε” αν αντιβαίνει σε όποιο κοινωνικό κανόνα ή νόμο βρίσκει μπροστά του.
Στο κέντρο αυτές τις μέρες χρειάστηκε να κατέβω 2, 3 φορές. Παρατηρούσα τους ανθρώπους επίμονα. Ο καθένας ΜΟΝΟΣ του κι ας είναι και με παρέα. Τα σκουπίδια κάτω όπου να ‘ναι αφημένα, ότι σκουπίδια και να ‘ναι. Χαρτιά, φαγητά, πλαστικά, μέχρι παλιά ζακέτα κρεμασμένη σε δέντρο στο Κολωνάκι είδα. Μιας κυρίας δεν της άρεσε ο φρεντοφραπουτσίνο της και έτσι απλά τον άπλωσε να λιαστεί στα πλακάκια της Βουκουρεστίου και το πλαστικό ποτήρι το άφησε γαρνιτούρα στην οροφή ενός αυτοκινήτου παρκαρισμένου.
Πέρασαν από δίπλα της 10 άνθρωποι, αδιάφορα, αμίλητα, απροσπέλαστα. Σιγά, ρε φίλε. Δεν έγινε και κάτι! Ήμουν ο μόνος που έμεινα στήλη άλατος! Της λέω “τι κάνετε;;”, με μάτια γουρλωμένα από έκπληξη και εκνευρισμό και μου απαντά χαμογελαστή “καλά εσείς;;” και φεύγει!! ΦΕΥΓΕΙ!! ΦΕΥΓΕΙ, ΡΕ ΦΙΛΕ!! Τόσο απλά και φυσιολογικά, ρε παιδί μου. Έχυσε έναν ολόκληρο καφέ στο πεζοδρόμιο και φεύγει! Λίγο πιο πάνω ένας τύπος έχει κλείσει με αλάρμ είσοδο γκαράζ πολυκατοικίας. Κόρνες, ουρά στο στενό, βρισίδια, αυτός ατάραχος μπήκε πήρε το κολατσιό του, έκανε και ένα νόημα τύπου πως κάνετε έτσι μωρέ και η ζωή του συνεχίστηκε στο ρελαντί.
Μας κατατρώει ένας απέραντος εγωισμός επάνω από την πόλη. Πάνω από την καθημερινότητα της, την λειτουργία της, την φιλοξενία της, την υπόσταση της. Η Ελλάδα του “έτσι είμαι και σε όποιον αρέσω”, η Ελλάδα που δε χρειάζεται να βελτιώνεται, γιατί δεν την λυπεί κάτι, η Ελλάδα του “και οι άλλοι έτσι και χειρότεροι είναι”, μην έχετε καμία αυταπάτη. Έχει νικήσει. Μας έχει νικήσει όλους όσους προσπαθούμε να βρούμε την ελάχιστη λογική συνεννόηση στα καθημερινά. Και φυσικά μετά απορούμε που οι πολιτικοί δε μπορούν να συνεννοηθούν στα βασικά προβλήματα της χώρας, όταν εμείς ακόμα δε μπορούμε να αποφασίσουμε για την προτεραιότητα σε κυκλικό κόμβο!
Η λύση θα έρθει στη ζωή μας, όταν δούμε κατάματα το πως γίναμε, πως ήμασταν και που θα ‘πρεπε να είμαστε. Κανένα μνημόνιο, κανένας ισολογισμός, κανένα ΑΕΠ, καμιά επένδυση δεν κάνει καλύτερη τη ζωή των ανθρώπων, αν κάποιος δεν τους έχει διδάξει την ίδια τη ζωή. Ο εγωισμός είναι πλέον το αναισθητικό που απαλύνει τον πόνο του φόβου μας, να δούμε κατάματα τα λάθη μας. Μόλις τα κοιτάξουμε καθαρά, θα αλλάξουν όλα.