Δεν ξέρω πως με λένε..
Εδώ που ζούμε στα ψηλά, έχει το ολόλευκο μας σπίτι μια υπέροχη αυλή με ζωάκια, παπάκια, νερό.. Μα πολύ νερό ΟΜΩΣ! Πλατσουρίζει όλη η γειτονιά καθημερινά..
Καταρράκτες, λίμνες και συντριβάνια.. Και το παράξενο είναι πως δε βρέχει ποτέ! Έχουμε συνέχεια έναν υπέροχο καιρό, γλυκό και ζεστό, σαν την αγκαλιά της μαμάς μου της Αγγελικής.. Αυτή την υπέροχη αγκαλιά που με κοιμίζει τα βραδιά..
Έχω βρει και άλλα παιδιά που παίζω μαζί τους και με φροντίζουν.. Κάνω παρέες εύκολα.. Μεγαλύτερα παιδιά από εμένα.. Και όλα από το ίδιο μέρος, το πανέμορφο ΜΑΚΡΟΧΩΡΙ όπως μου λένε συνέχεια..
Ήρθανε μια νύχτα εκδρομή εδώ με ένα λεωφορείο.. Από τα ΤΕΜΠΗ.. Δεν ξέρω που βρίσκεται το μέρος αυτό, πάντως έχει πολλούς που έχουν ταξιδέψει εδώ από εκεί.. Είναι αγαπημένος τους προορισμός.. Και όλοι φτάνουν με τσαλακωμένα αυτοκίνητα..
Κάθε μέρα παίζουμε με τους φίλους μου μήλα, κρυφτό, ποδόσφαιρο, κυνηγητό, δεν αισθάνομαι ποτέ μοναξιά.. Με προσέχουν και μου έχουν αδυναμία.. Είναι πραγματικά πολύ ωραία..
Δεν πίστευα ποτέ πως θα ήταν έτσι το να έρθεις στον κόσμο.. Μυρίζουν όλα υπέροχα εδώ, έχει πολλά λουλούδια, δέντρα, είναι σα να ζωγραφίζει κάποιος με το χέρι το μέρος αυτό κάθε μέρα..
Όλοι τους με αγαπούν και δε με αφήνουν από τα μάτια τους.. Όσο εγώ κάνω τις τρελές μου η μαμά μου η Αγγελική πίνει τον καφέ της διασκεδάζοντας με τον Επαμεινώνδα και την φίλη της την Παρασκευή..
Δεν ξέρω πως με λένε..
Η μητέρα μου η Αγγελική αποφεύγει να με φωνάζει με το όνομα μου αλλά κάθε μέρα με μαλώνει που ιδρώνω απ’ το τρέξιμο και το παιχνίδι.. Ξέρετε τι υπερπροστατευτικές που είναι οι μαμάδες.. Φοβάται συνέχεια να μην κρυώσω.. Κι εγώ το φοβάμαι να σας πω την αλήθεια γιατί όταν κρυώνεις σε πιάνει βήχας.. Και είναι πολύ άσχημο συναίσθημα αυτό.. Δε μου αρέσει ο βήχας.. Με ταράζει, με πανικοβάλλει, με στεναχωρεί, μου θυμίζει την πρώτη μέρα που έφτασα εδώ με τη μαμά..
Η μαμά μου η Αγγελική έβηχε.. Έβηχε και πνιγόταν λίγο πριν έρθουμε και εγκατασταθούμε εδώ.. Την άκουγα να μιλά στον μπαμπά μου το Χρήστο ταραγμένη και η καρδιά της χτυπούσε πολύ δυνατά.. Σα τύμπανο.. Πολύ δυνατά όμως.. Εγώ κλωτσούσα την κοιλιά της και της έλεγα “ΛΙΓΟ ΗΣΥΧΙΑ ΜΑΜΑ παρακαλώ!” αλλά εκείνη τίποτα.. Η καρδιά της να επιμένει να χτυπά όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά.. Λες και με το ζόρι ήθελε να με κάνει να θυμώσω!
Θυμάμαι να παίρνει τον μπαμπά τηλέφωνο και να του λέει: “Μας έχουν βάλει φωτιά, θα σε πάρω σε λίγο”. Δεν ξέρω ακόμα τι είναι η φωτιά.. Εδώ που ζούμε δεν έχω δει και ποτέ.. Έχει μόνο πολυ και καθαρό νερό όπως σας είπα και πριν, σύννεφα και λαμπερά αστέρια..
Υποθέτω πάντως πως είναι μάλλον κάτι καλό η φωτιά. Κι αυτό το λέω γιατί στο μέρος αυτό που δούλευε η μαμά περνούσαν καθημερινά κάποιοι για να τους βάλουν.. Κάτι φωνακλάδες άνθρωποι που συγκεντρώνονταν απ’ έξω από τη δουλειά της και προσπαθούσαν να τραβήξουν την προσοχή της και των υπολοίπων που εργάζονταν εκεί..
Ακουγα πως εκεί που δούλευε η μαμά μου μάζευαν κάτι που το λένε “λεφτά”. Να σας πω την αλήθεια όπως δεν ξέρω τι είναι η φωτιά, ούτε και τα λεφτά ξέρω τι είναι, άλλα πρέπει να είναι κάτι πολύ πολυ σημαντικότερο από πολλά πράγματα εκεί κάτω, γιατί πολλοί μαλώνουν για αυτά.. Εδώ που μένουμε πάλι δεν τα χρειαζόμαστε.. Δεν έχω ακούσει κάποιον ποτέ να μιλάει για λεφτά.. Ή να τα ψάχνει.. Η μαμά μου δε, είναι από τα ελάχιστα άτομα που έχουν εργαστεί σε αυτά τα μέρη που μαζεύουν λεφτά και της επέτρεψαν να μένει εδώ.. Αυτή, ο Επεμεινώνδας, η Παρασκευή άιντε και μερικά ακόμα άτομα που ξέρω..
Αυτοί οι φωνακλάδες κύριοι λοιπόν για να σας γυρίσω πίσω, αυτοί που κουβαλούσαν κάθε φορά τη φωτιά ντε, χτυπούσαν τόσο όμορφα και ρυθμικά τις πόρτες στη δουλειά της μαμάς και πάντα τραγουδούσαν όλοι μαζί μικρά τραγούδια που η μαμά τα έλεγε συνθήματα κι εγώ χόρευα μέσα στην κοιλιά της συνέχεια γιατί είχε πλάκα όλο αυτό, ήταν σαν ένα πάρτι..
Εκείνη την ημέρα απ’ ότι κατάλαβα πάντως, είχαν βάλει παραπάνω φωτιά από το κανονικό και δεν είχε τόση πλάκα όλο αυτό το γλέντι, γιατί όλοι φώναζαν, έκλαιγαν, έκαναν λες και δεν ήθελαν να διασκεδάσουν άλλο πια.. Η μαμά μου η Αγγελική ξαναμίλησε κάποια στιγμή με τον μπαμπά μου τον Χρήστο.. Την άκουσα να του λέει “Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Πνίγομαι”
Έβηξε, έβηξε, έβηξε και ύστερα αποφάσισε επιτέλους να πει στην καρδιά της να κάνει ησυχία που με είχε τρελάνει τόση ώρα να χτυπά σα μοτέρ.. Μετά την πήρε γαλήνια ο ύπνος και μαζί της και εμένα.. Και μετά για να μη σας τα πολυλογώ ξύπνησα μέσα στα χέρια της εδώ.. Εδώ είδα τα μάτια της μαμάς μου πρώτη φορά.. Μέχρι τότε άκουγα μόνο τη φωνή της..
Δεν ξέρω πως με λένε..
Ωστόσο κάθε μέρα γράφω τα νέα μου στον πατέρα μου τον Χρήστο και του τα στέλνω ποτέ με ένα περιστέρι, πότε με ένα αστέρι, πότε με τις σταγόνες της βροχής.. Οι οποίες να το ξέρετε.. ΕΙΝΑΙ ΨΕΥΤΙΚΕΣ! Εγώ τις φτιάχνω! Γιατί μου αρέσουν οι σκανταλιές και όταν κοιμάται η μαμά, επειδή είμαστε εδώ στα ψηλά, ανοίγω τη βρύση της αυλής μας και γεμίζω με νερό τα σύννεφα και μετά όλους τους από κάτω.. Το λένε μπόρα αυτό.. Και όταν το κάνω πολλοί βγαίνουν έξω να χορέψουν και μου φτιάχνουν τη διάθεση..
Δεν ξέρω ακόμα πως με λένε..
Αλλά δε με πειράζει..
Γιατί εδώ που ζούμε δεν έχει και μεγάλη σημασία το όνομα σου.. Σημασία έχει τι νιώθεις και από που έρχεσαι..
Κι εγώ ξέρω τι νιώθω..
Νιώθω πως αγαπάω πολύ τη μαμά μου την Αγγελική και τον μπαμπά μου τον Χρήστο και τον καμαρώνω κάθε μέρα από το λευκό μου σύννεφο..
Και ξέρω επίσης πως έρχομαι από ένα μέρος ευλογημένο απ’ το θεό που οι άνθρωποι βάζουν συνέχεια ο ένας στον άλλο φωτιά και το καταστρέφουν χωρίς λόγο..
Και δυστυχώς δεν σκέφτονται πως αυτοί που πολεμούν τη φωτιά με τη φωτιά, καταλήγουν με στάχτες..
Θέλω να τους το γράψω σ’ ένα γράμμα να τους το στείλω.. Μπας και το αντιληφθούν..
Και σταματήσουν..
Στο φάκελο όμως ο ταχυδρόμος θα θέλει να γράψω όνομα..
Κι εγώ..
Δεν ξέρω πως με λένε..
========================
5.5.2010, τράπεζα ΜΑΡΦΙΝ, κέντρο ΑΘΗΝΑΣ
Η Αγγελική Παπαθανασοπούλου (32 ετών και εγκυμονούσα), η Παρασκευή Ζούλια (35 ετών) και ο Επαμεινώνδας Τσακάλης (36 ετών) ήταν οι τρεις άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους.
Από τις 6.5.2010 έως σήμερα, η χώρα αυτή έχασε την αξιοπρέπεια της. Θα την ξαναβρεί όταν βρει και δικάσει δίκαια αυτούς που ευθύνονται για αυτή την τραγωδία.
Η φθορά του χρόνου δε μπορεί να είναι υποκατάστατο για τη δικαιοσύνη που δεν απονεμήθηκε.
3 κεράκια μια λευκή λαμπάδα και μια προσευχή..
Θ.