Ο διάδοχος της -γεμάτης εγκώμια- Καγκελαρίου θα έρθει αντιμέτωπος με μεγάλα, άλυτα, ζητήματα
Μόνο ο Όττο φον Μπίσμαρκ και ο Χέλμουτ Κολ διατήρησαν τη θέση του Καγκελάριου της Γερμανίας για μεγαλύτερο διάστημα, από ότι η Άνγκελα Μέρκελ. Ο Μπίσμαρκ διαμόρφωσε μια αυτοκρατορία και εφήυρε την πρώτη δημόσια σύνταξη στην Ευρώπη, μαζί με ένα σύστημα δημόσιας υγείας. Ο Κολ επιτήρησε την επανένωση της Ανατολικής και της Δυτικής Γερμανίας και συμφώνησε με την αντικατάσταση του πολυαγαπημένου γερμανικού μάρκου, με το ευρώ.
Τα επιτεύματα της κας Μέρκελ ήταν πολύ πιο ταπεινά. Στα 16 χρόνια της θητείας της κατάφερε να ξεπεράσει μια σειρά κρίσεων, από την οικονομική κρίση, μέχρι την κρίση της πανδημίας. Οι ικανότητές της να δημιουργεί συνθήκες συναίνεσης αποδείχτηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες για τη χώρα και την Ευρώπη. Αλλά, η κυβέρνησή της έχει αγνοήσει πολλά ζητήματα, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Μέχρι τώρα, η Γερμανία την έχει γλυτώσει· η χώρα ευημερεί και είναι σταθερή. Ωστόσο τα προβλήματα έρχονται. Και όσο η κα Μέρκελ ετοιμάζει την αποχώρησή της, μετά και τις εκλογές αυτό το σαββατοκύριακο, όταν σχηματιστεί η νέα κυβέρνηση, ο θαυμασμός για την σταθερή της ηγεσία θα αναμιχτεί με τη σύγχυση που έχει δημιουργήσει ο εφησυχασμός στην διακυβέρνησή της.
Η λίστα με τα θέματα που έχουν αγνοηθεί είναι μεγάλη. Η Γερμανία μοιάζει με ένα αμάξι πολυτελείας: ο βόμβος του κινητήρα είναι ισχυρός, αλλά αν κοιτάξεις καλύτερα θα δεις σημάδια παραμέλησης. Ο δημόσιος τομέας δεν έχει ικανοποιητικές -ή σοφές- επενδύσεις και έχει μείνει πίσω σε θέματα υποδομής και ψηφιοποίησης. Αυτό δεν παρεμποδίζει μόνο τις νέες εταιρείες τεχνολογίας, αλλά και οποιαδήποτε άλλη εταιρεία. Επιπρόσθετα, κάνει την κυβέρνηση λιγότερο αποτελεσματική, ζήτημα που επιδεινώνεται από το γεγονός ότι δεν γίνονται νέες προσλήψεις. Η τσιγκουνιά είναι χαραγμένη στη λειτουργία του κράτους. Το 2009, επί Μέρκελ, η Γερμανία έβαλε τρικλοποδιά στον εαυτό της με μια προσθήκη ενός άρθρου στο Σύνταγμα που έκανε παράνομο το να υπάρχει κάτι παραπάνω από ένα μικροσκοπικό έλλειμμα. Με τόσο χαμηλά επιτόκια, οι συνετές κυβερνήσεις θα έπρεπε να δανείζονται για να κάνουν επενδύσεις και όχι να λιποθυμάνε με το που βλέπουν λίγο κόκκινο μελάνι στους δείκτες.
Το πιο σοβαρό εσωτερικό ζήτημα της Γερμανίας είναι η αδυναμία της να μεταρρυθμίσει το συνταξιοδοτικό σύστημα. Ο πληθυσμός της Γερμανίας γερνάει ταχύτατα και οι γενιά των baby-boomers θα είναι ένα ακόμα μεγαλύτερο βάρος για τον προυπολογισμό την δεκαετία που έρχεται και που αυτοί θα αρχίζουν να συνταξιοδοτούνται. Ακόμα, η Γερμανία έχει υπάρξει βραδυκίνητη και για το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και έχει ακόμα τη μεγαλύτερη εκπομπή αερίων σε σχέση με τις άλλες μεγάλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι στο οποίο σίγουρα δεν βοήθησε η απόφαση της Μέρκελ να κλείσει τα εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας, μετά την καταστροφή στη Φουκοσίμα της Ιαπωνίας το 2011.
Στην Ευρώπη, όπου και η επιρροή της Γερμανίας είναι μεγαλύτερη, η απροθυμία της κας Μέρκελ να χειριστεί την κατάσταση ήταν εξαιρετικά απογοητευτική. Η ΕΕ δεν έχει καταπιαστεί αρκετά με τις αδυναμίες των χρεωμένων μελών της στον Νότο. Μόνο κατά την περίδοο της πανδημίας δημιουργήθηκε ένα οικονομικό όργανο που επέτρεπε στην ΕΕ να χορηγήσει κοινά χρέη με εγγύηση του δημοσίου και να διανέμει μέρος αυτών των χρημάτων σαν επιχορηγήσεις και όχι σαν επιπλέον δάνεια. Αλλά αυτό σχεδιάστηκε για να γίνει μόνο μια φορά. Ακόμα χειρότερα, οι κανόνες σταθερότητας που θα ανάγκαζαν τις χώρες να ακολουθήσουν πολιτική λιτότητας για να υπάρξει σμίκρυνση χρέους είναι έτοιμοι να έρθουν ξανά στη ζωή, αν δεν γίνουν διορθώσεις. Η Γερμανία, που πάντοτε είναι η πιο δυνατή φωνή στο τραπέζι της ΕΕ, θα έπρεπε να έχει πιέσει παραπάνω για μια πιο συνετή προσέγγιση.
Στα θέματα εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, η Γερμανία μπορούσε και θα έπρεπε να προσπαθήσει πιο πολύ για να επιβάλει μια ταχύτερη προσαρμογή σε έναν λιγότερο βολικό νέο κόσμο. Η Κίνα εξελίσσεται σε έναν αυξανόμενα οικονομικό και στρατηγικό αντίπαλο, η Ρωσία σε μια απρόβλεπτη απειλή και η Αμερική σε έναν μη σίγουρο σύμμαχο που έχει αλλού την προσοχή του. Παρόλα αυτά η Γερμανία αμφιταλαντεύεται. Παρά τις πρόσφατες αυξήσεις σε δαπάνες, δεν έχει διαθέσει αρκετά για την άμυνα. Πλευρίζει το Πεκίνο, ελπίζοντας σε καλύτερους εμπορικούς όρους. Αυτό δίνει στον Πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, τη δυνατότητα να πνίξει τις ενεργειακές προμήθειες της Ευρώπης, στηρίζοντας την κατασκευή του νέου αγωγού φυσικού αερίου, Nord Stream 2 και πέφτοντας πάνω στις ανάγκες των δικών της ψηφοφόρων. Το βάρος, για να γίνουν πιο πολλά για αυτό το ζήτημα από τη μεριά της Ευρώπης, πέφτει σε άλλους ηγέτες, κυρίως τον Γάλλο Πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν.
Ποιος από τους υποψήφιους Γερμανούς διαδόχους, όμως, θα μπορούσε να τα πάει καλύτερα από τη Μέρκελ; Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η Γερμανία προχωρά προς μια χαοτική νέα βουλή, όπου κανένα κόμμα μόνο του, ούτε καν δύο κόμματα μαζί, δεν θα μπορούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση. Αντίθετα, προβλέπεται κάποιο είδος, ασυνάρτητου, τριμερούς συνασπισμού· ένας συνασπισμός που θα συνδυάζει τους -σπάταλους- πράσινους και τους -υπέρ των επιχειρήσεων- φιλελεύθερους και πιθανώς ένας στον οποίον θα δυσκολευτούν να συμφωνήσουν σε οποιοδήποτε μεγαλεπίβολο σχέδιο.
Αυτό είναι ένα ακόμα σύμπτωμα του μερκελικού εφησυχασμού. Οι βολεμένοι, προσεκτικοί Γερμανοί δεν ενδιαφέρονται να μπουν σε μια σοβαρή διαμάχη για το μέλλον. Η διαχείριση των κρίσεων έχει αντικαταστήσει την πρωτοβουλία. Οι υποψήφιοι δεν βρίσκουν κανένα λόγο για να εστιάσουν την προσοχή στα προβλήματα που καραδοκούν. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η πιο ανούσια προεκλογική περίοδος εδώ και δεκαετίες: όλοι κοιτάνε το ντέρμπι και κανείς τα προβλήματα.
Οι πιο πιθανές εκδοχές είναι δύο. Η μία είναι ένας συνασπισμός με ηγέτικό το κόμμα της Μέρκελ, τους Χριστιανοδημοκράτες και τα αδερφικά με αυτούς κόμματα από τη Βαυαρία, τα Κόμματα της Ένωσης (CDU/CSU) και πρόεδρο τον Άρμιν Λάσετ. Και ο δεύτερος συνασπισμός είναι αυτός μεταξύ του Όλαφ Σολτς του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), ο οποίος είναι και υπουργός οικονομικών στη χώρα. Σε κάθε περίπτωση στον συνασπισμό θα συμμετείχαν και οι Πράσινοι και το (φιλελεύθερο) Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα. Και οι δύο εκδοχές έχουν σοβαρά μειονεκτήματα, αλλά ο Economist τείνει να προτιμά τον δέυτερο, έναν συνασπισμό – σηματοδότη με ηγέτη τον Όλαφ Σολτς.
Ο λόγος είναι πως το CDU/CSU, με κάθε ειλικρίνεια, τα έχει κάνει θάλασσα. 16 χρόνια εξουσίας είναι αρκετά. Το κόμμα έχει ξεμείνει από ιδέες και κίνητρα και αυτό φάνηκε καθαρά από την απόφασή του να επιλέξει τον γκαφατζή και πεζό κ Λάσετ για Καγκελάριο. Ένας προσηνής και ελαφρών βαρών τύπος, που έτρεξε μια καμπάνια κατώτερη των προσδοκιών και λέγεται πως θα οδηγήσει την παράταξή του στα χειρότερα απότελέσματα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι δημοσκοπήσεις λένε πως ο κος Σολτς προτιμάται από διπλάσιο αριθμό ψηφοφόρων.
Μια σπρωξιά από τα αριστερά
Είναι, όμως, δεξιοί; Υπάρχουν λόγοι για να ελπίζει κανείς σε αυτό, αλλά και πολλοί που το κάνουν τρομακτικό. Ο κος Σολτς έχει υπάρξει ένας μάχιμος υπουργός οικονομικών. Ο γερμανικός λαός τον εμπιστεύεται. Είναι σε καλύτερη θέση να εργαστεί με τους Πράσινους για την κλιματική αλλαγή, από ότι θα ήταν στη θέση του Καγκελάριου από το CDU. Το θέμα είναι, πως ενώ ανήκει στην πλευρά του κόμματος πουτα πάει καλά με τις επιχειρήσεις, το SPD είναι γεμάτο με αριστερούς. Ενδέχεται να προσπαθήσουν να τον παρασύρουν προς τη δική τους πλευρά σε σημείο που το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα δεν θα μπορεί να το αντέξει. Ο κόσμος θα πρέπει να περιμένει ότι οι συνομιλίες για τη δημιουργία συνασπισμού θα κρατήσουν για μήνες, δημιουργώντας σοκ στους Ευρωπαίους πολιτικούς για όσο το διαρκέσει αυτό. Και τελικά, η Γερμανία θα μπορούσε κάλλιστα να καταλήξει με μια κυβέρνηση που αποτυγχάνει να ολοκληρώσει πράγματα. Αυτό είναι το χάος που άφησε πίσω της η Μέρκελ.