Η σχεδόν μηδενική ανάπτυξη έχει συνθλίψει το βιοτικό επίπεδο, στέλνοντας τους ψηφοφόρους στους λαϊκιστές δημαγωγούς. Αλλά αυτοί δεν έχουν λύσεις να προσφέρουν
Του Γκόρντον Μπράουν
Μέχρι τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Ιούνιο, η προς τα δεξιά διολίσθηση της ευρωπαϊκής πολιτικής κατά το τρέχον έτος θα έχει μετατραπεί σε παλιρροϊκό κύμα. Οι υπερεθνικιστές δημαγωγοί και οι λαϊκιστές-εθνικιστές προηγούνται τώρα στις δημοσκοπήσεις στην Ιταλία, την Ολλανδία, τη Γαλλία, την Αυστρία, την Ουγγαρία και τη Σλοβακία, ενώ έρχονται δεύτεροι στη Γερμανία και τη Σουηδία. Υπάρχουν δύο ακροδεξιές ομάδες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – η “Ταυτότητα και Δημοκρατία” και οι “Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές”. Μαζί τους, θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν έως και το 25% των ψήφων του Ιουνίου. Αλλά ακόμη πιο δυσοίωνο είναι ότι, σχεδόν σε κάθε μέρος της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας, οι παρατάξεις αυτές πιέζουν τα παραδοσιακά κεντροδεξιά κόμματα – τα οποία, το ένα μετά το άλλο, συνθηκολογούν με όλο και πιο ακραίες θέσεις κατά της μετανάστευσης, του εμπορίου και του περιβάλλοντος.
Η μετατόπιση προς τα δεξιά είναι, φυσικά, δυτικό και όχι μόνο ευρωπαϊκό φαινόμενο, με τον Τραμπ 2.0 να υποστηρίζει μια πολύ πιο επιθετική προστατευτική και εθνικιστική ατζέντα από τον Τραμπ 1.0. Αλλά η Ευρώπη ξεχωρίζει από τις Ηνωμένες Πολιτείες σ’ ένα σημαντικό σημείο. Ενώ η αμερικανική οικονομία βρυχάται προς τα εμπρός – ακόμη και αν ο μέσος Αμερικανός ψηφοφόρος δεν αισθάνεται τα πλήρη οφέλη – η Ευρώπη, και ιδίως η βιομηχανική ατμομηχανή της, η Γερμανία, συνεχίζει να υποφέρει από σχεδόν μηδενική ανάπτυξη και στασιμότητα όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο. Και έχοντας ζήσει μια δεκαετία σταθερά χαμηλής ανάπτυξης, η ήπειρος είναι πλέον διχασμένη μεταξύ μιας αισιόδοξης αλλά φθίνουσας μειοψηφίας, η οποία εξακολουθεί να πιστεύει ότι η άνοδος της στάθμης ανυψώνει όλες τις βάρκες, και της αυξανόμενης και πιο απαισιόδοξης πλειοψηφίας που βλέπει πλέον τη ζωή ως ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος.
Η τελευταία είναι μια νοοτροπία που, αναγνωρίζοντας ότι η οικονομική πίτα δεν μεγαλώνει, οδηγεί τους ανθρώπους σ’ ένα λανθασμένο συμπέρασμα: “Θα τα πάω καλά μόνο αν κάποιος άλλος τα πάει άσχημα”. Από τη στιγμή που κάποιος θα ενστερνιστεί αυτήν την αντίληψη είναι δύσκολο να την αποτινάξει.
Τα υποστηρικτικά στοιχεία είναι σαφή: στις μεγαλύτερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, πολλοί άνθρωποι είναι απαισιόδοξοι για τις προοπτικές τους, πιστεύοντας ότι η γενιά τους θα τα πάει χειρότερα από τους γονείς τους. Μόνο το 26% των Γάλλων και μόλις το 33% των Ιταλών πιστεύουν ότι θα τα πάνε καλύτερα στο μέλλον, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Focaldata σε επτά χώρες. Στις Κάτω Χώρες και τη Γερμανία, τόσοι είναι οι απαισιόδοξοι όσοι και οι αισιόδοξοι. Ενώ η Ιρλανδία και η Σουηδία βρίσκονται στην κορυφή της αισιοδοξίας, μόνο το 46% και το 40% αντίστοιχα πιστεύουν ότι θα τα πάνε καλύτερα, με το 39% και το 35% να έχουν την αντίθετη άποψη. Σε καμία χώρα η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν είναι αισιόδοξοι για το μέλλον τους.
Οι δημοσκόποι δοκίμασαν επίσης την κλασική πρόταση περί μηδενικού αθροίσματος, σύμφωνα με την οποία μπορείς να πλουτίσεις μόνο εις βάρος των άλλων. Σε κάθε μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα, τα αποτελέσματα είναι δραματικά: το 59% των Βρετανών ερωτηθέντων πιστεύει ότι μπορεί να ενισχύσει τον προσωπικό του πλούτο μόνο αν οι άλλοι τα πάνε άσχημα, ενώ μόλις το 17% παραβλέπει αυτή την άποψη. Ομοίως, στη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες, το 60% και το 58% αντίστοιχα έχουν αυτή την άποψη, έναντι μόλις 16% και 15% που την απέρριψαν. Σχεδόν σε όλες τις χώρες, πάνω από το 50% εμφάνισε τη νοοτροπία του μηδενικού αθροίσματος.
Υπάρχουν σοβαροί λόγοι για τους οποίους αυτές οι τάσεις παγιώνονται. Μια οικονομία χαμηλής ανάπτυξης δημιουργεί έναν βρόχο καταδίκης, καθώς η απαισιοδοξία γεννά μια κουλτούρα κατηγορίας – και όσο περισσότερο κατηγορούμε τους άλλους, τόσο πιο απαισιόδοξοι γινόμαστε. Μόλις οι άνθρωποι πειστούν ότι η κατάσταση της οικονομίας τους είναι τόσο αδύναμη που μπορούν να βελτιώσουν τη μοίρα τους μόνο εις βάρος κάποιου άλλου, ψηφίζουν κόμματα που ειδικεύονται στη στόχευση εκείνων που πιστεύουν ότι τους κρατούν πίσω – των μεταναστών, των αλλοδαπών και των μειονοτήτων. Αυτά τα κόμματα δεν προσφέρουν τίποτα από άποψη οικονομικής πολιτικής για τη δημιουργία μακροπρόθεσμης ανάπτυξης.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η πολιτική μηδενικού αθροίσματος επιδεινώνει τις πτωτικές οικονομικές τάσεις, και αυτό, με τη σειρά του, εντείνει και διευρύνει την απήχηση της σκέψης μηδενικού αθροίσματος.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει τώρα η Ευρώπη είναι ότι τα ίδια τα μέτρα που πρέπει να υιοθετήσει για να ξεφύγει από αυτόν τον βρόγχο καταδίκης – νέες επενδύσεις στην τεχνολογία, την καθαρή ενέργεια και τις ιατρικές εξελίξεις – καθίστανται αδύνατα από την πολιτική της δημοσιονομικής περιστολής. Το ευρωπαϊκό σύμφωνο ανάπτυξης και σταθερότητας απαγορεύει στα κράτη μέλη να έχουν ελλείμματα άνω του 3% και, ίσως εξίσου σημαντικό, δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ των δημόσιων δαπανών για κατανάλωση και των δαπανών για επενδύσεις. Επιπλέον, η Γερμανία έχει ένα κατοχυρωμένο στο Σύνταγμά της φράγμα χρέους, το οποίο περιορίζει το διαρθρωτικό έλλειμμα της κυβέρνησης στο 0,35% του ΑΕΠ. Αυτό ρίχνει μια σκιά πάνω από ολόκληρη την Ευρώπη, με τον γερμανικό λαό να αντιμετωπίζει σοβαρές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες – περικοπές που θα τορπιλίσουν κάθε πιθανότητα επισκευής των ταλαιπωρημένων υποδομών της χώρας και θα ματαιώσουν τη μετάβασή της από τη βαριά βιομηχανία στις βιομηχανίες πληροφορικής και τεχνητής νοημοσύνης.
Ενώ η Κίνα μπορεί να επιδοτεί σε σημείο που να ξεπερνάει την Ευρώπη σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα, μπαταρίες και άλλες νέες τεχνολογίες και η Bidenomics έχει τεράστια ελλείμματα που τονώνουν την οικονομία, η Ευρώπη έχει κολλήσει σε μια δημοσιονομική δυσχέρεια. Ο ευρωπαϊκός μηχανισμός ανάκαμψης και ανθεκτικότητας λήγει οριστικά το 2026, χωρίς αντικατάσταση. Το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, το οποίο έχει περιοριστικούς όρους που ανεστάλησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης του Covid, επανέρχεται στο σκληρό καθεστώς του το επόμενο έτος. Η Γαλλία και άλλες 11 ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη πρόβλημα, καθώς δεν μπορούν να επενδύσουν περισσότερο επειδή έχουν ήδη δήθεν μη βιώσιμα ελλείμματα.
Έτσι, τη στιγμή που οι επενδύσεις πρέπει να αυξηθούν, είναι πιθανό να μειωθούν. Και τα αποτελέσματα των ευρωπαϊκών εκλογών είναι απίθανο να βελτιώσουν τα πράγματα. Οι ουσιαστικές πράσινες επενδύσεις θα πέσουν στην ατζέντα καθώς τα αντιπεριβαλλοντικά κόμματα θα κερδίσουν το πάνω χέρι. Ο προστατευτισμός θα γίνει η ημερήσια διάταξη με τους εμπορικούς πολέμους, οι οποίοι πλήττουν την Ευρώπη περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Αν δεν αλλάξει κάτι, μια Ευρώπη με χαμηλή ανάπτυξη θα παραμείνει κολλημένη στο τέλμα της – και οι λαϊκιστές ξενοφοβικοί θα θριαμβεύσουν.
Η εθνικιστική ωρολογιακή βόμβα χτυπάει. Σε ολόκληρη την ήπειρο, οι Ευρωπαίοι χρειάζονται ένα σχέδιο για καλύτερες θέσεις εργασίας μέσω του οικονομικού και περιβαλλοντικού μετασχηματισμού. Όταν πρωτοσχηματίστηκε το πολωνικό συνδικάτο Αλληλεγγύη, το αντισοβιετικό σύνθημά του ήταν “Καμία αλληλεγγύη χωρίς ελευθερία”. Σύντομα όμως πολλοί συνειδητοποίησαν ότι η ελεύθερη για όλους νεοφιλελεύθερη οικονομία θα σήμαινε αυξανόμενη ανισότητα και χαμηλό βιοτικό επίπεδο για τη μάζα των ανθρώπων, και έτσι σύντομα ακούστηκε ένα νέο σύνθημα: “Δεν υπάρχει αλληλεγγύη στην ελευθερία”. Αν οι προοδευτικοί θέλουν να αποτρέψουν μια προεκλογική εκστρατεία στην οποία θα κυριαρχεί η αντιμεταναστευτική προπαγάνδα, θα πρέπει να αντισταθούν στον προστατευτισμό και την ξενοφοβία δείχνοντας τα οφέλη της συνεργασίας.