Δεν είδα το ματς της Νότιγχαμ με την Χάντερσφιλντ γιατί εκείνη την ώρα πετούσα από το Παρίσι στην Αθήνα αλλά δεν χρειάζεται να δει κανείς το ματς αυτό για να καταλάβει πως αυτό που έκανε η Φόρεστ είναι μια νίκη ιστορική: δεν είναι μόνο ότι επέστρεψε στην Πρέμιερ λιγκ μετά από 23 χρόνια – είναι και ότι κατάφερε να το κάνει εντελώς απροσδόκητα, ακόμα και για τα μέτρα της Τσάμπιονσιπ που είναι μια ποδοσφαιρική κατηγορία ονείρων και θαυμάτων. Και φυσικά ο τρόπος που εξελίχτηκαν τα πράγματα αποτελεί ένα τρομερά κερδισμένο στοίχημα από την πλευρά του κ. Βαγγέλη Μαρινάκη που πήρε φέτος το πράγμα πάνω του περισσότερο από ποτέ.
Ακόμα κι όποιος μισεί τον Μαρινάκη, γιατί δεν αντέχει να βλέπει τον Ολυμπιακό να πανηγυρίζει πρωταθλήματα ή για άλλους λόγους αυστηρά προσωπικούς ή ανεξήγητους, δεν μπορεί να μην παραδεχτεί πως αυτό που κατάφερε με την Νότιγχαμ Φόρεστ είναι τεράστιο επίτευγμα. Ο Ελληνας επιχειρηματίας απέκτησε τις μετοχές της αγγλικής ομάδας το 2017. Μετά από μόλις πέντε χρόνια την καμαρώνει στην Πρέμιερ λιγκ από την οποία απουσίαζε δεκαετίες. Πρόκειται για το μεγαλύτερο κατόρθωμα του Μαρινάκη στο ποδόσφαιρο. Και μια αληθινή απόδειξη πως ο (και) πρόεδρος του Ολυμπιακού και οι συνεργάτες του (με τον Σωκράτη Κομινάκη και τον γιό του Μίλτο στην πρώτη γραμμή) τα καταφέρνουν γιατί γνωρίζουν από διοίκηση επιχειρήσεων – αλλά και από ποδόσφαιρο: το λέω γιατί συχνά στην Ελλάδα το να ξέρεις το πρώτο κι όχι το δεύτερο οδηγεί σε καταστάσεις χαώδεις.
Τα πανηγύρια στο Νότιγχαμ κρατούν ακόμα. Οι οπαδοί της ομάδας ζουν ένα όνειρο: το πιο δυναμικό κομμάτι του κοινού της, οι σημερινοί τριαντάρηδες, δεν την έχει δει να αγωνίζεται στην Πρέμιερ λιγκ. Σε όλους θα μείνει αξέχαστη η εφετινή σεζόν: το να ξεκινήσει μια ομάδα με μια ισοπαλία και έξι ήττες στα πρώτα επτά ματς και να ανεβεί στην κατηγορία είναι απίστευτο. Αναρωτιέμαι τι ακριβώς από όλα αυτά καταλάβαμε στην Ελλάδα: νομίζω τίποτα. Απλά δείξαμε τον ωραιο επαρχειωτισμό μας φέρνοντας τα πράγματα στα μέτρα μας – ανησυχώντας ή πανηγυρίζοντας.
Νέα αρχή το καλοκαίρι
Θέλω να θυμίσω δυο πράγματα για τη σεζόν της μπας και γίνει κατανοητή η δυσκολία της επιτυχίας – τα χω γράψει πρόσφατα στην εφημερίδα. Ολη η εφετινή πορεία της Νότιγχαμ Φόρεστ είναι μυθιστορηματική και ανέλπιστη. Τον Οκτώβρη του 2021 μετά από ένα μάλλον μέτριο ξεκίνημα στην περσινή σεζόν η Φόρεστ προσέλαβε ως προπονητή αντί του Γάλλου Σαμπρί Λαμουσί τον Αγγλο γνώστη της κατηγορίας Κρις Χιούτον. Παρόλο που δεν εξελίχτηκαν όλα όπως ο Μαρινάκης περίμενε, τον κράτησε δίνοντας του την εντολή το περασμένο καλοκαίρι να χτίσει την ομάδα από την αρχή. Υπήρξαν όχι απλά αλλαγές, αλλά extreme makeover! Από την Νότιγχαμ έφυγαν οι Γάλλοι αφρικανικής καταγωγής Σάμι Αμεόμπι, Αμπντουλάγε Ντιαλό, Ζο Μπασιρού και Σάμπα Σό καθώς και δυο βετεράνοι, ο Μάρεϊ και ο Ντόουσον που αποφάσισαν να «κρεμάσουν» τα παπούτσια τους. Στη πορεία της προετοιμασίας αποχώρισαν και οι επίσης κάποτε βασικοί Μπλάκετ, Γιούρι Ριμπέιρο και Γκάμπριελ κι έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι η Νότιγχαμ δεν χρειαζόταν απλώς ενισχύσεις, αλλά μια ολόκληρη ενδεκάδα.
Μια παρέμβαση ακόμα
Παρά την πίεση του τοπικού Τύπου, αλλά και του κόσμου που κομμάτι ανησυχούσε, δεν υπήρξαν βιαστικές κινήσεις: η Νότιγχαμ ολοκλήρωσε το παζλ των μεταγραφών στα τέλη Αυγούστου γιατί για να πάρει τους παίκτες που της ήταν απαραίτητοι έπρεπε να έχει υπομονή. Αρχικά κατέφθασε ο Ίθαν Χόρβαθ από την Κλαμπ Μπρίζ. Ακολούθησε η απόκτηση με την μορφή δανεισμού δυο παικτών από την Πρέμιερ λιγκ, του Φίλιπ Ζινκερνάγκελ από την Γουότφορντ και του Οσεί Τουτού από την Άρσεναλ. Μέχρι το τέλος Αυγούστου υπήρχε ένα εντελώς καινούργιο ρόστερ χάρη στις προσθήκες παικτών όπως ο Τζέιμς Γκάρνερ, ο Μάξ Λόου, ο Ζάντε Σίλβα, ο Μοχάμεντ Ντράγκερ, ο Μπράιαν Οχέδα, ο Τζεντ Σπενς και ο Ροντρίγκο Έλι: προέκυψε μια ομάδα με μικρό μέσο όρο ηλικίας και πολλές λύσεις έτοιμη να αντιμετωπίσει τον μαραθώνιο που λέγεται Τσάμπιονσιπ. Όμως το ξεκίνημα ήταν κάκιστο – ίσως γιατί ο κόουτς Χιούτον έχασε την εμπιστοσύνη του σε ένα σχέδιο πολύ πιο μεγάλο από τις φιλοδοξίες του. Χρειάστηκε μια παρέμβαση του Μαρινάκη που τον αντικατέστησε με ένα αληθινά φιλόδοξο τύπο: ο μόλις 42 χρονών Στιβ Κούπερ, άφησε το ποδόσφαιρο στα 27 του κι έγινε αμέσως προπονητής. Έφτασε στο Νότιγχαμ έχοντας στο βιογραφικό του μια εξαιρετική δουλειά με την Σουόνσι (την οποία είχε οδηγήσει στα μπαράζ ανόδου για τη μεγάλη κατηγορία), αλλά κυρίως ένα εξαιρετικό πέρασμα από την Εθνική Νέων της Αγγλίας με την οποία κατέκτησε το Παγκοσμίου Κυπέλλου Νέων στην Ινδία συντρίβοντας με 5-2 την Ισπανία στον τελικό.
Ούτε με μαγικό ραβδάκι
Κανείς δεν ξέρει αν ο Κούπερ έχει «μαγικό ραβδάκι» και να είχε όμως αυτό θα ήταν αδύνατο να μεταμορφώσει τόσο θεαματικά την Φόρεστ. Η ομάδα που έκανε το χειρότερο ξεκίνημα σε πρωτάθλημα στα 108 χρόνια της ιστορίας της, από τα μέσα Σεπτεμβρίου άρχισε μια ξέφρενη πορεία που όμοια της δεν έχει ξαναϋπάρξει στην κατηγορία! Στα επόμενα 31 ματς έχασε μόλις πέντε κι από ουραγός τερμάτισε τελικά τέταρτη. Θα είχε μάλιστα πάρει ήδη την άνοδο τερματίζοντας δεύτερη πίσω από την Φούλαμ του γνωστού μας στην Ελλάδα Μάρκο Σίλβα, αν στο ματς- κλειδί με την Μπορνμουθ που τελικά προβιβάστηκε, δεν έχανε εξαιτίας αχαρακτήριστων αποφάσεων των διαιτητών – αποφάσεων που μάλιστα προκάλεσαν την απόφαση των Αγγλων αρχιδιαιτητών να χρησιμοποιηθεί του χρόνου το VAR και στην Τσάμπιονσιπ.
Σε όλα αυτά υπάρχει για μας που τον ξέρουμε πολύς Μαρινάκης: έφτιαξε μια καινούργια ομάδα αλλάζοντας εντελώς μια που δεν τον ικανοποιούσε, έψαξε και βρήκε τον κατάλληλο προπονητή ακόμα κι αν χρειάστηκε να αλλάξει δυο σε ελάχιστους μήνες, επέβαλε ένα πραγματικό συναγερμό για να χτιστεί ένα μεγάλο σερί από αυτά που τελικά επιτρέπουν σε μια ομάδα να φτάσει στο στόχο της. Θα λεγα κοιτώντας την ιστορία εξ αποστάσεως ότι η Φόρεστ είναι τυχερή γιατί είχε κάποιον που χάρη στην τεχνογνωσία που απέκτησε στον Ολυμπιακό (αλλά και χάρη στον χαρακτήρα και τα χρήματα του) την βοήθησε καθοριστικά και θα τη βοηθήσει πιθανότατα και περισσότερο μελλοντικά. Αλλά κατά τα άλλα όλο αυτό είναι μια τεράστια βρετανική ιστορία: με τον Ολυμπιακό έχει μικρή σχέση.
Το τελευταίο που μετράει
Πριν να φύγω για το Παρίσι θυμάμαι μετά την πρόκριση της Φόρεστ επί της Σέφιλντ Γιουνάιτεντ διάφορους να καταθέτουν την αγωνία τους μην τυχόν και ανέβει η ομάδα του Νότιγχαμ: έβλεπαν μια πιθανή επιτυχία της ως καταστροφή για τους ανταγωνιστές του Ολυμπιακού στην Ελλάδα. Μόλις γύρισα ακούω τους πάντες να μιλάνε για χρήματα λες κι όλα γίνονται μόνο για αυτά: τους πληροφορώ ότι είναι το τελευταίο που μετράει στην ιστορία. Η ευτυχία του Μαρινάκη για το ιστορικό αυτό κατόρθωμα μετράει, όπως σίγουρα θα μετρήσει και ότι θέλει να δει τη Νότιγχαμ να τα πηγαίνει καλά και στην Πρέμιερ λιγκ: τίποτα άλλο. Σε αυτούς που σκέφτονται διαρκώς τα χρήματα κι ενθουσιάζονται ακούγοντας για 180 και 200 και 250 εκατομμύρια, θέλω να τους ενημερώσω πως στο αγγλικό ποδόσφαιρο όταν μεγαλώνουν τα έσοδα, μεγαλώνουν και τα έξοδα: ό,τι παραπάνω βάλει στο ταμείο της η Νότιγχαμ το χρειάζεται για να έχει του χρόνου μια καλύτερη ομάδα δηλαδή μια ομάδα που θα στοιχίζει και πιο πολύ. Οσο για τον Ολυμπιακό καμία σχέση δεν έχει η δική του πρόοδος με τα χρήματα που θα εισπράξει η Φόρεστ. Για αυτόν ειδικά, ο Μαρινάκης γνωρίζει πως πρέπει πάντα να βάζει – το κάνει άλλωστε από τότε που έγινε διοικητικός ηγέτης του.
Το λέω απλά μπας και κάποιοι το καταλάβουν. Αν ο Ολυμπιακός θέλει να προοδεύσει πρέπει να κάνει αυτά που ξέρει: να βρει χρήματα από την Ευρώπη, να πουλήσει ακριβά και να αγοράσει σωστά, να πορευτεί με την συμπαράσταση των οπαδών του, να παίξει καλύτερη μπάλα. Ο θρίαμβος της Φόρεστ είναι της Φόρεστ: μεγαλώνει το ποδοσφαιρικό στάτους του Μαρινάκη σίγουρα, αλλά άλλη εταιρία είναι η Φόρεστ κι άλλη ο Ολυμπιακός. Με άλλες ανάγκες, με άλλα οράματα, με άλλες προτεραιότητες.
Η επιτυχία του Μαρινάκη απλά έκλεισε στόματα. Ο άνθρωπος απέδειξε ότι ξέρει να διοικεί και να κερδίζει παντού: ακόμα και στο δύσκολο αγγλικό ποδόσφαιρο. Είναι εξαιρετικά αποτελεσματικός και έχει μια σπάνια νοοτροπία νικητή. Αλλά όποιος αυτά δεν τα βλέπει, δύσκολα θα τα δει τώρα και κάτι θα βρει μελλοντικά για να γκρινιάζει. Ο Μαρινάκης το ξέρει καλά. Κι ευτυχώς για τον Ολυμπιακό το αντέχει, έστω κι αν χρειάζεται για να βρει δύναμη να το αντέχει να ανεβάσει τη Φόρεστ κατηγορία…
πηγή: sportday.gr / Toυ Αντώνη Καρπετόπουλου