Ο Πρόεδρος έχει αναπτύξει μια, εξοργιστική, αλλά αποτελεσματική στρατηγική για να εξουδετερώσει τον τραμπισμό.
Απόδοση από άρθρο του Άνταμ Γκόπνικ
Ο προπονητής πυγμαχίας Τσάρλι Γκόλντμαν, μεγαλωμένος στο Μπρούκλιν, ο άνθρωπος που ανέδειξε τον Ρόκι Μαρτσιάνο, τον αήττητο πρωταθλητή Βαρέων Βαρών της δεκαετίας του ’50, είπε κάποτε κάτι σοφό: «Ποτέ μην παίζεις κάποιον στο δικό του παιχνίδι· κανένας δεν φτιάχνει ένα παιχνίδι για να τον νικάνε οι άλλοι». Εννοούσε ότι δεν έχει νόημα να συμμετέχεις σε έναν αργοκίνητο αγώνα με έναν τεμπέλη ή σε έναν γρήγορο αγώνα με ένα γρήγορο αντίπαλο. Αντίθετα, κάνε καλά αυτό που κάνεις. Ένας άλλος χαρακτηριστικός τύπος της σοφής αυτής εποχής, ο Ντέιμον Ράνιον από τη Νέα Υόρκη, είχε πει κάτι παρόμοιο για μια άλλη δραστηριότητα: αν κάποιος θέλει να βάλετε στοίχημα, ότι αν ανοίξεις μια σφραγισμένη τράπουλα, θα βγει από μέσα ο βαλές μπαστούνι και θα σου ρίξει μηλίτη στο αυτί, μην στοιχηματίσεις, όσες πιθανότητες κι αν θεωρείς πως έχεις με το μέρος σου. Να είσαι σίγουρος πως η τράπουλα θα είναι πειραγμένη από την άλλη πλευρά. Ποτέ μην παίζεις κάποιον στο δικό του παιχνίδι: το απλό απόσταγμα σοφίας από το γειτονικό γυμναστήριο και τη χαρτοπαικτική λέσχη. Το παιχνίδι του άλλου έχει σχεδιαστεί για να νικήσει ο άλλος.
Η ευφυής καμπάνια του Τζο Μπάιντεν είναι ένα δείγμα ενστικτώδους κατανόησης αυτής της αρχής, και, το γεγονός ότι δεν την εκλάβαμε ως ευφυή, παρά την αποφασιστική νίκη του επί του προηγούμενου αξιωματούχου, είναι μέρος αυτής της ευφυίας. Ο Ντόναλντ Τραμπ εφηύρε ένα παιχνίδι: αυτό του τραμπουκισμού, των ψεμάτων, του εγωισμού ενός κοινωνιοπαθούς, της προδοσίας και του απροκάλυπτου γκανγκστερισμού, λέγοντας και κάνοντας πράγματα που κανένας δημοκρατικός πολιτικός δεν είχε κάνει ποτέ -ούτε είχε σκεφτεί να κάνει- και όλα αυτά τα έκανε σε κοινή θέα. (Ένα διαβόητο απόφθεγμα που αποδίδεται στον Νίξον, «Μπορούμε να το κάνουμε, αλλά θα ήταν λάθος», αφορά το να δίνεις χρήματα ως αντάλλαγμα για τη σιωπή κάποιου. Ακόμα και ο Νίξον δε θα συγχωρούσε τα πρωτοπαλίκαρά του. Ο Τραμπ το έκανε.) Το παιχνίδι αυτό ήταν σχεδιασμένο για να νικήσει μόνο ο ίδιος ο Τραμπ, αλλά παρασύρθηκαν πάρα πολλά άτομα σε αυτό. Ήταν ένα παιχνίδι που κάποιοι θεωρούν ότι εμπνεύστηκε από το μοντέλο παραπληροφόρησης της Ρωσίας, αλλά ουσιαστικά είναι βασισμένο σε ένα παλιομοδίτικο μοντέλο αμερικανικής εξαπάτησης, οπλισμένο με κανόνες ηθικής σαν αυτούς του γκάνγκστερ, Τζον Γκότι. Με απλά λόγια, σχεδιάστηκε για να ρίξει τόση πολλή λάσπη, που κανένας να μη μπορεί να το αντιμετωπίσει όλο αυτό. Προσπαθώντας να καθαρίσεις όλη αυτή τη λάσπη, απλά λερώνεσαι και παράλληλα, είναι σα να προσυπογράφεις κρυφά την πρακτική αυτή.
Ο Μπάιντεν αντιθέτως, επέμενε ότι ο δρόμος για τη νίκη, είναι το να μην παίξεις. Με τη νέα πολιτική του θεάματος στο προσκήνιο, αυτός παρέμενε πιστός σε μια πολιτική συνασπισμού. Κατανόησε ότι η λεγόμενη Μαύρη Εκκλησία (Black Church) θα είχε περισσότερη σημασία για τις εκλογές, από οποιοδήποτε σαρκαστικό σχόλιο στο Twitter και, κρατώντας ένα χαμηλό προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έδειξε ότι η πολιτική μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι μια ψευδαίσθηση. Κατά τη διάρκεια των σκοτεινών, δυστοπικών προεκλογικών μηνών με τα ξεσπάσματα οργής του Τραμπ -τα οποία οδήγησαν στην εξέγερση της 6ης Ιανουαρίου- πολλοί δημοκρατικοί αποδοκίμασαν την φαινομενικά παθητική στάση του Μπάιντεν, την απροθυμία του να χρησιμοποιήσει τις λέξεις πραξικόπημα και επίδοξος δικτάτορας. Αντίθετα, αυτός και η ομάδα του διατήρησαν μια αξιοσημείωτη (για κάποιους εξοργιστική) στάση, με το να μετρούν ψήφους, να δείχνουν εμπιστοσύνη στη διαδικασία και να επανδρώνουν την κυβέρνηση.
Τότε θεωρούσα πως αυτό είναι επικίνδυνα παθητική στάση· αποδείχτηκε ότι είναι υπομονετικά σοφή, καθώς ο Μπάιντεν και η ομάδα του, που δέχτηκαν επιθέσεις από δειλούς κεντρώους χωρίς συγκεκριμένες πεποιθήσεις, είναι στην πραγματικότητα ιδεολόγοι. Η ιδεολογία είναι σε μεγάλο βαθμό αόρατη, αλλά δεν στερείται κάτι επειδή δεν παρουσιάζεται ανοιχτά. Αφορά την πεποίθηση, η οποία δίνει ζωή σε όλη την καριέρα του Μπάιντεν, ότι στις αμερικανικές ζωές, υπάρχει πολύ κοινό έδαφος και με το να επικαλείται αυτό το κοινό έδαφος μπορεί να πετύχει την πρόοδο και την εκλογική νίκη. (Όπως έδειξε μια πρόσφατη έρευνα του Populace, οι ψηφοφόροι του Μπάιντεν και του Τραμπ έτρεφαν «ομαδικές αυταπάτες» για την αντίθετη πλευρά και ότι «αυτό που συχνά θεωρείται λανθασμένα ως πολιτικό εύρος, στην πραγματικότητα είναι πολύ στενό, αν υπάρξουν -υπερβολικά έντονες- διαφωνίες σε έναν συγκεκριμένο αριθμό ζητημάτων των οπαδών.) Η ιδεολογία του Μπάιντεν στην πραγματικότητα είναι η παλιά ιδεολογία του ρεαλιστικού προοδευτικού πλουραλισμού, την ιδεολογία του Φράνκλιν Ρούζβελτ και του Λύντον Τζόνσον. Πέρα από την επιδειξιομανία και την υστερία στην πολιτική, συχνά διαφαίνεται μια αξιοπρόσεκτα ευπροσάρμοστη ομοφωνία στη χώρα. Πέρα από τον βαθύ Νότο, υπήρξε μια γενική ομοφωνία για τον φυλετικό διαχωρισμό το 1964· πέρα από τα πιο παρανοϊκά άτομα που ήταν στα μητρώα της Wall Street, υπήρχε μια αντίστοιχη ομοφωνία για τις κοινωνικές εγγυήσεις το 1934. Τώρα, μετά την πανδημία, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια ισχυρή ομοφωνία για το θέμα της δημόσιας επιλογής για το Affordable Care Act, του εκσυγχρονισμού των υποδομών, ακόμα και για την φορολογία των πλουσίων και των μεγάλων εταιρειών. Όσο πιο πολύ αφιερώνεσαι σε θεατρικές χειρονομίες και στο δημόσιο θέαμα, τόσο λιγοστεύουν οι πιθανότητες να επιτύχεις σε τέτοιου είδους αλλαγές και να αλλάξεις τον τραμπισμό. Οι επιτυχημένοι πλουραλιστικοί πολιτικοί, πλησιάζουν την αντίθετη πλευρά, όχι για να κάνουν μια πειθήνια επίδειξη δικομματισμού, αλλά για να κλέψουν τους ψηφοφόρους της.
Αυτή η ιδεολογία, της οποίας η αορατότητα θα απογοητέψει σίγουρα όλους εμάς, τους ιδεολόγους που μιλάμε δυνατά για αυτά. Ήταν απογοητευτικό το γεγονός ότι ο Μπάιντεν, στην κοινή του ομιλία τον Απρίλιο, είπε παρά μόνο λίγα λόγια για τη νίκη του: ότι ήταν ελεύθερη και δίκαιη, όπως οποιαδήποτε άλλη νίκη στην ιστορία και ότι η θεωρία του Τραμπ, περί μεγάλου ψέματος, δεν ήταν απλά η απαράδεκτη άρνηση που έδειχνε αυτός που ηττήθηκε, αλλά μια άμεση και βίαιη απειλή στην αμερικανική δημοκρατία· μια μορφή απόσχισης ή στασιασμού -κάτι δηλαδή που δεν θα γινόταν ανεκτό/
Δεν είπε όσα θα μπορούσε ή ίσως όσα ήθελε. Αυτό λόγω της πεποίθησής του, και του κύκλου του, πως μια ατμόσφαιρα ενόχλησης, μπορεί να λειτουργήσει υπέρ, μόνο για αυτόν που έχει ενοχληθεί. Με τόσο πολλούς Αμερικανούς να έχουν πέσει στην παγίδα της ολοκληρωτικής ιδεολογίας του Τραμπ -κάτι που υπερπηδά το ατομικό ενδιαφέρον ή τους συνήθεις υπολογισμούς για οικονομική ωφέλεια- ο μόνος τρόπος για να τους βγάλει κάποιος από αυτή τη νοοτροπία είναι να σταματήσει να σκέφτεται ολοκληρωτικά. Αν θέλεις κάποιος να βγει από μια αίρεση, πρέπει να μην του δώσεις μια άλλη αίρεση για να ακολουθεί, αλλά να τον κάνεις να δει γιατί δεν τη χρειάζεται. Αυτή είναι μια σοφία που αποκτάται δύσκολα, και μια που -ίσως όχι τυχαία- φάνηκε συχνά από τον άντρα που τώρα είναι Υπουργός Μεταφορών του Μπάιντεν. Ο Πιτ Μπούτιτζετζ είχε δηλώσει τότε πως δεν μπορείς να νικήσεις τον κακό από ένα κόμικς, με το να είσαι ο καλός. Νικάς τον κακό του κόμικς με το να υπενθυμίσεις πως η ζωή δεν είναι κινούμενα σχέδια. Στους δημοσιογράφους είπε απλά: «Ο Τραμπ μιλά στη μικρότητα των ανθρώπων, στους φόβους τους, στο κομμάτι που θέλει να κοιτάει πίσω. Πρέπει να προσέχουμε όταν πρέπει να επιπλήξουμε τον Πρόεδρο, να μην στριμώχνουμε τους ανθρώπους και να τους φέρνουμε σε θέση άμυνας, γιατί έτσι γίνονται ακόμα πιο ευάλωτοι σε τέτοιου τύπου εκκλήσεις. Αυτό που χρειάζεται είναι να προσπεράσουμε τον Τραμπ και τα ατοπήματά του».
Η τακτική του να προσπεράσουμε τον Τραμπ αποδείχτηκε μια καλή τακτική. Και πάλι όμως, υπάρχει μια ακατανίκητη αίσθηση, καθώς η απογραφή του τραμπισμού αποκαλύπτει φρικτά γεγονότα, ότι επείγει εξίσου το να αντιμετωπιστούν τα ατοπήματα του Τραμπ. Και όχι μόνο από τους αναμενόμενους προοδευτικούς: Η Τζένιφερ Ρούμπιν, πρώην σχολιάστρια από τον συντηρητικό χώρο, άλλαξε στάση προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς, βασικά τον φιλελευθερισμό και διατυπώνει την άποψη πως ο Υπουργός Δικαιοσύνης Μέρικ Γκάρλαντ πρέπει να πειστεί -ή να αναγκαστεί- να ερευνήσει το πως ο Τραμπ πολιτικοποίησε το Υπουργείο Δικαιοσύνης, να βρεθούν οι υπαίτιοι και να απομακρυνθούν. «Η έρευνα για αδικοπραξίες, για τη ρίζα της ανήθικης συμπεριφοράς μας και το να βρούμε το ποιος πολιτικοποίησε το υπουργείο είναι κεντρικής σημασίας για να αποκαταστήσουμε τη φήμη του», έγραψε. «Με το να επιτρέπεται οι κακοποιοί να διαφύγουν των συνεπειών… Ο Γκάρλαντ είναι σα να ουσιαστικά λέει στο υπουργείο του ότι δεν υπάρχουν συνέπειες για ανήθικη ή ακόμα και παράνομη συμπεριφορά».
Σε κάθε νέο μέτωπο, φαίνεται πως ακόμα και η πιο κατάφορη αδικοπραξία θα μείνει και πάλι ατιμώρητη, λόγω ενός αδικαιολόγητου «καθεστωτισμού», μιας ανεξήγητης παθητικότητας ή μιας καθαρής απροθυμίας να κοιτάξουν το κακό κατά πρόσωπο και να το πουν με το όνομά του. Ο Τραμπ, χωρίς το αξίωμα του μπορεί να είναι αυτός που ήταν πάντα -ένας απατεώνας που θέλει να γίνει γκάνγκστερ, χαζός και κωμικός απατεώνας, μοχθηρός και επικίνδυνος γκάνγκστερ- αλλά η ζημιά που έκανε στη χώρα παραμένει. Με το να διαλύσει τη βάση της δημοκρατικής κυβέρνησης, ο Τραμπ αποστέρησε τη χώρα από τη βασική πολιτική της ανοσία. Και, όπως ένας ιός που μολύνει τη χώρα, οι μακροχρόνιες επιπτώσεις του Τραμπ είναι μια νοσηρή κατάσταση που δε θα φύγει.
Η έντονη επιθυμία να καταπολεμηθεί αυτή η κατάσταση, φαίνεται ακατανίκητη. Αλλά, ο Μπάιντεν και ο κύκλος του αντιστέκονται σε αυτή και θα ήταν ανόητο να υποθέσουμε ότι αντιστέκονται μόνο και μόνο επειδή δεν την βλέπουν. Έχουν στοιχηματίσει στη σοφία του Τσάρλι Γκόλντμαν: δεν μπορείς να νικήσεις κάποιον στο δικό του παιχνίδι. Η σοφία αυτή τους έχει πάει πιο μακριά από ότι θα μπορούσαν οι πιο επιθετικές, συμβατικές κινήσεις. Από την άλλη, υπήρχε ένας εθνικός ηγέτης, ένας αυτοκράτορας και όχι Πρόεδρος, που κάποτε νόμισε ότι είχε βρει τη δόξα μέσω της αορατότητας, αλλά αυτό που τον περίμενε ήταν δημόσια ταπείνωση. Είναι άραγε ο Μπάιντεν προστατευμένος από την αόρατη ασπίδα της ιδεολογίας του ή απλώς γυμνός έναντι των εχθρών του; Το ποιο από τα δύο ισχύει, θα είναι αποφασιστικός παράγοντας για το μέλλον μας.