Η Covid-19 πιθανότατα θα εξελιχθεί σε ενδημική νόσο. Τι αντιστάσεις θα προβάλλει το ανοσοποιητικό μας σύστημα;
Απόδοση από άρθρο της Κάθριν Σουέ
Την άνοιξη του 1846, ο Ολλανδός ιατρός Peter Ludwig Panum έφτασε στα νησιά Φερόες, μία ηφαιστειακή αλυσίδα περίπου 200 μίλια βορειοδυτικά της Σκωτίας. Θεωρούσε πως τα νησιά Φερόες ήταν ένα αφιλόξενο και δύσκολο μέρος για να ζει κανείς. Οι οκτώ χιλιάδες κάτοικοι του νησιού, που τότε ήταν υπήκοοι της Δανίας, πέρναγαν τον χρόνο τους σε εξωτερικούς χώρους, με τους ανέμους της θάλασσας να τους σφυροκοπούν, ψαρεύοντας και προσέχοντας πρόβατα. Ο Panum σημείωσε πως οι συνθήκες ήταν «απίθανο να παρατείνουν τις ζωές των κατοίκων». Ωστόσο, παρόλη την έλλειψη ιατροφαρμακευτικής φροντίδας και μια διατροφή από ξεραμένο, και καμιά φορά ταγγισμένο κρέας, η μέση διάρκεια ζωής των κατοίκων ήταν τα 45 έτη, η οποία έφτανε ή ξεπερνούσε τη μέση διάρκεια στην κεντρική Δανία. Οι νησιώτες είχαν το πλεονέκτημα να μην έχουν καμία μολυσματική ασθένεια· πολλές από τις ασθένειες όπως η ανεμοβλογιά ή η οστρακιά δεν έφταναν ποτέ στο νησί. Ο Panum είχε πάει για να μελετήσει μια επιδημία ιλαράς: το πρώτο ξέσπασμα του ιού στα νησιά Φερόες μέσα σε 65 χρόνια.
Το μεγαλύτερο μέρος του ξεσπάσματος ήταν αναμενόμενο και καταστρεπτικό. Μέσα σε έξι μήνες, πάνω από τα τρία τέταρτα των κατοίκων είχαν μολυνθεί και περίπου 100 άτομα πέθαναν. Αλλά την ίδια στιγμή το ξέσπασμα ήταν και ασυνήθιστο. Στην κεντρική Ευρώπη, η ιλαρά ήταν κυρίως μια παιδική ασθένεια. Ελάχιστα παιδιά των νήσων Φερόες πέθαναν, αντίθετα οι ενήλικες ήταν αυτοί που είχαν τις πιο πολλές επιπτώσεις. Οι δείκτες θνησιμότητας αυξάνονταν με κάθε δεκαετία ζωής, μέχρι περίπου τα 65 έτη και μετά έπεφταν. Φάνηκε πως όσοι είχαν μολυνθεί με ιλαρά κατά την πανδημία του 1781, είχαν ακόμα την ανοσία που είχαν αποκτήσει δεκαετίες πριν. Από αυτούς τους «γερασμένους ανθρώπους», έγραφε ο Panum, «κανένας, με βάση την προσεκτική μου μελέτη, δεν μολύνθηκε για δεύτερη φορά».
Η μελέτη του Panum παραμένει μια εντυπωσιακή επίδειξη ενός αξιοσημείωτου γεγονότος: το σώμα έχει μνήμη. Μαθαίνει να αναγνωρίζει τους παθογόνους μικροοργανισμούς που συναντά και σε κάποιες περιπτώσεις τους θυμάται για δεκαετίες, ακόμα και για μια ζωή. Οι αρχαίοι πολιτισμοί γνώριζαν για τη μνήμη της ανοσίας, πολύ πριν μπορέσουν να την κατανοήσουν. Ο Θουκυδίδης, στην καταγραφή του για τον Λοιμό των Αθηνών, έλεγε «δύο φορές τον ίδιο άνθρωπο δεν τον έπιανε η αρρώστια, θανατηφόρα τουλάχιστον». Πολλοί από εμάς, έχουμε μια εικόνα για το ανοσοποιητικό σύστημα, με βάση ιστορίες σαν και αυτή. Σκεφτόμαστε την ανοσία σαν ένα δυαδικό σύστημα: χωρίς αυτό είμαστε ευάλωτοι, με αυτό είμαστε ασφαλείς.
Για αρκετούς παθογόνους μικροοργανισμούς ωστόσο, το θέμα ανοσία δεν είναι τόσο ξεκάθαρο. Η οικογένεια των κορονοϊών περιλαμβάνει τον SARS-CoV-2 (υπαίτιο της Covid-19) και άλλους τέσσερις εποχικούς κορονοϊούς: HCoV-229E, HCoV-OC43, HCoV-HKU1, and HCoV-NL63. Όλοι μαζί, προκαλούν περίπου το 10 με 30 τα εκατό των κοινών κρυολογημάτων. Στην εποχή μας, αυτοί οι εποχικοί κορονοϊοί είναι η πιο κοινή αιτία των λοιμώξεων στην παιδική ηλικία, όπως ήταν η ιλαρά στην εποχή του Panum. Όμως, η ιλαρά είχε μια μεγάλη διαφορά, οι ενήλικες μολύνονται από τους εποχικούς κορονοϊούς ανά κάποια χρόνια.
Πολλά από αυτά που ξέρουμε για τους ιούς αυτούς τα οφείλουμε στο εξαιρετικό βρετανικό πρόγραμμα Common Cold Unit, το οποίο μελετούσε τη διάδοση και θεραπεία των ιών σε περισσότερους από 18.000 εθελοντές, εδώ και 44 χρόνια. Σε μια από τις τελευταίες του έρευνες, δημοσιευμένη το 1990, 14 υγιείς εθελοντές εκτέθηκαν στον εποχικό κορονοϊό 229E. Ένα χρόνο μετά, γύρισαν για να λάβουν ακόμα μια δόση του ιού. Από τα εννέα άτομα που είχαν μολυνθεί με επιτυχία την πρώτη φορά, οι έξι μολύνθηκαν εκ νέου. Οι πέντε εθελοντές που δεν είχαν μολυνθεί την πρώτη φορά, μολύνθηκαν με τη δεύτερη προσπάθεια. Αυτό μπορεί να ακούγεται ανησυχητικό, αλλά οι εθελοντές που μολύνθηκαν για δεύτερη φορά είχαν μειωμένα συμπτώματα και ήταν λιγότερο πιθανό να μεταδώσουν τον ιό σε άλλους. Δεν είχαν την απόλυτη ανοσία, αλλά την έφτασαν ως ένα βαθμό, που δεν έφτανε για να μην επαναμολυνθούν, αλλά έφτανε για να κάνει τον ιό λιγότερο δραστικό.
Αυτή η ζοφερή εικόνα του κορονοϊού θα διαμορφώσει το μέλλον μας, καθώς οι ΗΠΑ καταφέρνουν να τον ελέγξουν. Μετά τη νόσηση ή το εμβόλιο ή και τα δύο, τουλάχιστον 160 εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν χτίσει ένα επίπεδο ανοσίας. Αλλά, το πιο πιθανό είναι ότι ο ιός ήρθε για να μείνει. «Προσωπικά πιστεύω πως δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να εξαλειφθεί ο SARS-CoV-2» λέει ο ιολόγος Jesse Bloom, από το Fred Hutchinson Cancer Research Center. Οι περισσότεροι ιοί άλλωστε, συμπεριλαμβανομένων των ιών της γρίπης, του κοινού κρυολογήματος και των κορονοϊών δεν έχουν εξαλειφθεί. Οι επιστήμονες τους περιγράφουν ως ενδημικούς. Οι ενδημικοί ιοί κυκλοφορούν συνεχώς, συνήθως σε χαμηλά επίπεδα, αλλά με περιστασιακά, πιο σοβαρά ξεσπάσματα. Δεν νικάμε τέτοιους ιούς με καραντίνες και παραμονή στα σπίτια μας· ζούμε μαζί τους.
Πως θα είναι η ζωή με τον SARS-CoV-2; Αυτό θα εξαρτηθεί από τη μνήμη του ανοσοποιητικού μας. Πόσο δυνατά θα θυμούνται τα σώματά μας τον ιό ή το εμβόλιο; Πως η άτονη ανοσία και η αύξηση των μεταλλάξεων (όπως η Δέλτα που αυτή τη στιγμή κορυφώνεται σε όλο τον κόσμο) θα μας κάνει πιο τρωτούς σε μια νέα μόλυνση; Αρχίζουμε να απαντάμε κάποια από αυτά τα ερωτήματα και να καταλαβαίνουμε το τι θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια.
Στις 13 Μαΐου του 2020 ένα ψαράδικο σάλπαρε από το Σιάτλ για να βρει μπακαλιάρο. Πριν την επιβίβαση τα 122 μέλη του πληρώματος έναν τεστ για κορονοϊό και για αντισώματα (που δείχνουν πρώιμη μόλυνση). Τρία από τα μέλη βρέθηκαν θετικά πριν την αποβίβαση· όλοι βρέθηκαν αρνητικοί με τον ιό. Αλλά, όσο ήταν στη θάλασσα, ένα μέλος αρρώστησε και βρέθηκε θετικό. Ένα πλοίο στη θάλασσα είναι σαν ένα νησί και ο κορονοϊός εξαπλώθηκε ταχύτατα. Όταν επέστρεψαν στη στεριά, μετά από 18 ημέρες, 103 από τα μέλη βρέθηκαν θετικά. Και, κανένα από τα τρία μέλη που είχαν αντισώματα δεν μολύνθηκε για δεύτερη φορά. Τον Οκτώβριο του 2020, όταν ανακοινώθηκαν αυτά τα αποτελέσματα στο Journal of Clinical Microbiology δεν ήταν ακόμα ξεκάθαρο αν τα αντισώματα που φτιάχνονται στην πρώτη μόλυνση θα μπορούσαν να προσφέρουν προστασία σε περίπτωση δεύτερης. Το ψαράδικο είχε φέρει μαζί του κάποια καθησυχαστικά νέα.
Τα αντισώματα δεν είναι πάντα η πρώτη άμυνα του ανοσοποιητικού. Όταν τα κύτταρά μας συναντάνε έναν νέο ιό, ανταποκρίνονται πρώτα με τα μέσα που ήδη διαθέτουν, κάτι που σταματάει πολλές μολύνσεις από την αρχή, πριν βγουν εκτός ελέγχου. Η αρχική απόκριση δεν είναι συγκεκριμένη, σε γενικές γραμμές είναι ίδια για κάθε παθογόνο μικροοργανισμό, νέο ή όχι. Μερικές μέρες μετά είναι το σημείο που το «προσαρμοστικό» ανοσοποιητικό σύστημα -το σπίτι της μνήμης της ανοσίας- ξεκινά να λειτουργεί. Το σώμα μας φτιάχνει χιλιάδες Β-λεμφοκύτταρα (τα οποία φτιάχνουν αντισώματα) και κάθε ένα από αυτά εξειδικεύει τα αντισώματα που παράγει. Έχουν τόσο μεγάλη ποικιλία που κάποιο από αυτά θα ταιριάξει με όποιον παθογόνο μικροοργανισμό μπορεί να μας έχει μολύνει. Κατά τη διάρκεια της μόλυνσης, τα Β-λεμφοκύτταρα που ταιριάζουν με τον εισβολέα λαμβάνουν μια εντολή για να πολλαπλασιαστούν. Τα αντισώματα που παράγουν κυκλοφορούν στο αίμα, πιάνοντας και απενεργοποιώντας τους ιούς.
Η έρευνα στο ψαράδικο επιβεβαίωσε πως η ανοσολογική απόκριση στην αρχική έκθεση του SARS-CoV-2 θα μπορούσε να προστατέψει ενάντια σε μεταγενέστερες μολύνσεις για κάποιο διάστημα. Η μνήμη στην ανοσία είχε βάση. «Τα Β-λεμφοκύτταρα, σε πολλές περιπτώσεις, παραμένουν για το υπόλοιπο της ζωής σας και συνεχίζουν να παράγουν αντισώματα, οπότε και το σώμα θυμάται σε τι έχει εκτεθεί», είπε ένας από τους ερευνητές. Υπάρχουν βαθμίδες στη μνήμη της ανοσίας. Για κάποιους ιούς, τα αντισώματα επιμένουν για δεκαετίες. Αυτά είναι και η αιτία που οι «γερασμένοι άνθρωποι» στην έρευνα του Panum μπόρεσαν να αντισταθούν στην ασθένεια τόσο καιρό μετά. Αλλά δεν έχουν τόση διάρκεια όλες οι ανοσολογικές αποκρίσεις. Το 2007, στο Oregon National Primate Research Center ερευνητές δημοσίευσαν μια έρευνα πάνω στους εργάτες. Αυτοί εξετάζονταν για την περίπτωση που είχαν κάποια ασθένεια από τα ζώα. Βρέθηκε πως αν και τα επίπεδα για κάποια αντισώματα παρέμεναν υψηλά, άλλα έπεφταν με την πάροδο του χρόνου. Τα αντισώματα ενάντια στον τέτανο και τη διφθερίτιδα, έπεφταν στο μισό σε δέκα με είκοσι χρόνια, κάτι που μας κάνει πιο ευάλωτους.
Το ερώτημα λοιπόν παραμένει για το σε ποια κατηγορία ανήκει ο κορονοϊός. Αυτό όμως είναι κάτι που δε μπορούμε να το ξέρουμε ακόμα. Και το ότι θα πέσει ο αριθμός δεν σημαίνει ότι θα εξαφανιστεί. Πιθανώς όσα αντισώματα μείνουν να μπορούν να βοηθήσουν σε περίπτωση νέας μόλυνσης, σταματώντας τη ή περιορίζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις.
Ο τρόπος που λειτουργεί το ανοσοποιητικό μας ενισχύει τη μνήμη του σώματος. Αλλά οι ιοί δεν είναι στατικοί. Όσο εξελίσσονται οι μεταλλάξεις, γίνεται όλο και πιο δύσκολο για τον οργανισμό να τους αναγνωρίσει. Οι επιζώντες της ισπανικής γρίπης του 1918 είχαν αντισώματα για περίπου 90 έτη. Αλλά, ακόμα, οι ενήλικες νοσούν, μια φορά στα 5 χρόνια, ακριβώς επειδή ο ιός μεταλλάσσεται και μάλιστα αυτό γίνεται περίπου έξι φορές τον χρόνο.
Οι μεταλλάξεις του sars-CoV-2 που αντιμετωπίζουμε τώρα είναι πιθανώς πιο μεταδοτικές και πιο θανατηφόρες. Και αφήνουν χώρο στο να μολυνθεί εκ νέου ένα άτομο. Όπως και συνέβη στη Βραζιλία, παρόλο που μετά το ξέσπασμα του ιού οι μισοί κάτοικοι είχαν αντισώματα, τον Δεκέμβριο υπήρξε νέο κύμα που έφερε πιο πολλές νοσηλείες και θανάτους από το πρώτο. Αυτό έγινε λόγω της μετάλλαξης Γάμα που σάρωσε την πόλη.
Αλλά η ανοσία από τις μεταλλάξεις δεν λειτουργεί δυαδικά, αλλά σταδιακά. Σε μεγάλο βαθμό η μετάλλαξη μοιάζει ακόμα στον αρχικό ιό και έτσι συνεχίζει να αναγνωρίζεται από τα αντισώματα. Σε βάθος χρόνου όμως η ικανότητα αυτή ίσως χαθεί και τα σώματά μας να αρχίσουν να δουλεύουν εναντίον μας. Τα αντισώματα που πια δεν αρκούν για να αντιμετωπίσουν τον ιό, είναι πιθανό να μπερδέψουν το ανοσοποιητικό και να μην παράγει νέα, μια άκρως ανησυχητική ιδέα.
Για την ώρα, το πρόγραμμα των εμβολιασμών είναι αυτό που θα καθορίσει το άμεσο μέλλον μας με την Covid-19. Αν περιοριστεί ο ιός, περιορίζονται και οι μεταλλάξεις. Η πανδημία δεν θα τελειώσει πραγματικά, αν δεν τελειώσει για όλους, σε όλο τον κόσμο.