Στην εποχή του ψηφιακού δεσποτισμού και της συλλογής πληροφοριών, είναι δύσκολο να αποβάλλουμε την αίσθηση ότι νικούν οι δικτάτορες.
Απόδοση από άρθρο του Steve Coll για το The New Yorker
Η Καντίγια Ισμαιλόβα, ερευνήτρια και δημοσιογράφος από το Αζερμπαϊτζάν, είναι διάσημη ανάμεσα στους λίγους δημοσιογράφους που εργάζονται για να αποκαλύψουν τη διασυνοριακή οικονομική διαφθορά. Έχει προβάλλει μεγάλα ρεπορτάζ για ξέπλυμα χρημάτων και κακές πρακτικές τραπεζών, παρά το γεγονός ότι έχει γίνει στόχος για την απολυταρχική κυβέρνηση του Προέδρου Ιλχάμ Αλίγιεφ. Μυστικοί πράκτορες τοποθέτησαν κάμερες στο σπίτι της στο Μπακού και το 2012 διέρρευσαν βίντεο στο οποίο κάνει σεξ με τον σύντροφό της. Το 2014 τη συνέλαβαν με ψεύτικες κατηγορίες, μια εκ αυτών η φοροδιαφυγή· ένα δικαστήριο την καταδίκασε σε επτάμιση έτη φυλάκισης. Μεταξύ άλλων, η δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Αμάλ Κλούνεϊ, ανέλαβε την υπόθεσή της Ισμαιλόβα και αποφυλακίστηκε μετά από 18 μήνες. Η κυβέρνηση όμως της απαγόρεψε την έξοδο από τη χώρα για πέντε χρόνια.
Τον Μάιο, η Ισμαιλόβα έμαθε από συναδέλφους της πως το iPhone της είχε μολυνθεί με το κατασκοπευτικό λογισµικό Pegasus, κατασκευασμένο από την ισραηλινή εταιρεία NSO Group, η οποία έχει αποδεδειγμένα εργαστεί με την κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν. Το λογισμικό αυτό μπορεί να μπει στις επαφές και να ενεργοποιήσει το μικρόφωνο, έτσι ώστε να καταγράψει τις συνομιλίες του χρήστη. Πριν μερικές εβδομάδες, ένα δημοσίευμα του Forbidden Stories, ενός μη κερδοσκοπικού δημοσιογραφικού οργανισμού στο Παρίσι, σε συνεργασία με το Security Lab της Διεθνούς Αμνηστίας και 17 δημοσιογραφικού οργανισμούς (μεταξύ αυτών οι Washington Post, Guardian, και Le Monde) αποκάλυψε έκδηλες απόπειρες χρήσης του Pegasus, σε παγκόσμιο επίπεδο, ενάντια σε δημοσιογράφους, ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στελέχη επιχειρήσεων και πολιτικούς. Βάση της αναφοράς αυτής, η Ισμαιλόβα είπε στο Forbidden Stories πως, ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς της Apple για την ασφάλεια των iPhone και την προσπάθεια των ρεπόρτερ και των ακτιβιστών στο να χρησιμοποιούν κρυπτογραφημένα κανάλια επικοινωνίας για να ανατρέψουν τα σχέδια εχθρικών κυβερνήσεων, «εκτός και αν κλειδωθείς μέσα σε μια σιδερένια σκηνή, δεν υπάρχει τρόπος» για να νικηθούν οι αδίστακτοι χρήστες των κακόβουλων λογισμικών.
Στην εποχή του ψηφιακού δεσποτισμού και της συλλογής πληροφοριών, είναι δύσκολο να αποβάλλουμε την αίσθηση ότι νικούν οι δικτάτορες. Μια δεκαετία πριν, η Αραβική Άνοιξη έτρεφε ελπιδοφόρα οράματα ισχυρά κινήματα ανθρώπων, ενισχυμένων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να ανατρέπουν τους αναχρονιστικούς ανθρώπους με εξουσία, από το Πεκίνο μέχρι το Ριάντ και το Καράκας. Το Facebook, το Twitter και άλλες πλατφόρμες επικοινωνίας παραμένουν για πολλές χώρες μετασχηματιστικά εργαλεία για κινητοποίηση, ωστόσο, οι απολυταρχικές κυβερνήσεις αντιμάχονται ανελέητα και εξαπολύουν στρατό από πιστούς λογοκριτές, bots και trolls για να ελέγχουν τους διαδικτυακούς διαλόγους και χρησιμοποιούν κατασκοπευτικά λογισμικά για να παρακολουθούν και να παρενοχλούν ενοχλητικούς δημοσιογράφους και αντιφρονούντες.
Το Forbidden Stories αναφέρει πως με την έρευνά του βρέθηκαν στοιχεία που δείχνουν πως το Pegasus ίσως είχε χρησιμοποιηθεί σε προσπάθειες για έκθεση των δεδομένων τουλάχιστον 180 δημοσιογράφων· 85 ακτιβιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολλών πολιτικών, ανάμεσα τους και ο Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν. Η Ανιές Καλαμάρ, γενική γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας, είπε πως στην έρευνα φάνηκε πως το κατασκοπευτικό λογισμικό «διευκολύνει τη συστημική κατάχρηση εξουσίας». Η NSO και οι δικηγόροι της απάντησαν ότι τα ευρήματα των δημοσιογράφων βασίστηκαν σε «ψευδείς ισχυρισμούς», λάθη στα δεδομένα και «ανεπιβεβαίωτες θεωρίες» για τη σημασία μιας λίστας που διέρρευσε και περιείχε 50.000 αριθμούς τηλεφώνων και αποτέλεσε την αρχή για αυτή την έρευνα. Η εταιρεία υποστηρίζει ότι οι πελάτες τους έχουν περιορισμένη χρήση της εφαρμογής, για σκοπούς όπως αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος και ότι έχει απορρίψει κυβερνητικούς πελάτες που έλεγχαν κάποιον ακτιβιστή. Το Υπουργείο Άμυνας του Ισραήλ επιβλέπει τις εξαγωγές της NSO· Η Επιτροπή Ξένων Υποθέσεων και Άμυνας Κνέσετ είπε πως θα διεξάγει έλεγχο.
Η NSO ισχυρίζεται ότι το Pegasus δεν έχει σχεδιαστεί για να λειτουργεί με τηλέφωνα που είναι καταχωρημένα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά, υπάρχουν άλλα κατασκοπευτικά λογισμικά και σε κάθε περίπτωση το Υπουργείο Δικαιοσύνης, για χρόνια, σύλλεγε νόμιμα τα τηλέφωνα και τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις των Αμερικανών δημοσιογράφων -κάποιες φορές κρυφά, με κλητεύσεις στους παρόχους τηλεπικοινωνιών. Οι κρατικοί εισαγγελείς ενεργούν υπό τις οδηγίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Οι κανονισμοί αυτοί προέκυψαν μετά από την αποκάλυψη των παρανοϊκών καταχρήσεων εξουσίας την περίοδο Νίξον. (Το 1972 οι μυστικοί πράκτορες του Νίξον, Χάουαρντ Χαντ και Γκόρντον Λίντι, συναντήθηκαν με έναν γιατρό της C.I.A. για να συζητήσουν τη δολοφονία του ερευνητή ρεπόρτερ Τζακ Άντερσον, πιθανώς πασαλείβοντας LSD στο αυτοκίνητο του, με την ελπίδα ότι αν ήταν υπό την επήρεια θα προκαλούσε κάποιο θανατηφόρο ατύχημα). Αλλά, με την πάροδο του χρόνου, το Υπουργείο Δικαιοσύνης έγινε πιο επιφυλακτικό. Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Ομπάμα, το υπουργείο, υπό τον νόμο Espionage Act of 1917, είχε περισσότερες υποθέσεις που διώχθηκαν ποινικά και αφορούσαν διαρροές απόρρητων πληροφοριών σε δημοσιογράφους και στο κοινό, απ’ ότι όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις μαζί. Φέτος, αποκαλύφθηκε ότι η το Υπουργείο Δικαιοσύνης της κυβέρνηση Τραμπ έκανε κρυφά κατάσχεση στα τηλεφωνικά αρχεία των ρεπόρτερ της Washington Post, των Times και του CNN.
Τον Μάιο, ο Πρόεδρος Μπάιντεν είπε ότι ήταν «απλώς λάθος» να συλλέγει το Υπουργείο τα αρχεία των δημοσιογράφων, προσθέτοντας το «Δεν θα αφήσω να συμβεί αυτό». Πριν λίγο καιρό, ο Υπουργός Δικαιοσύνης Μέρικ Γκάρλαντ εξέδωσε ένα υπηρεσιακό σημείωμα προς τους κρατικούς εισαγγελείς με το οποίο τους δίνει οδηγίες για να σταματήσουν να κατάσχουν τα αρχεία «μελών των μέσων ενημέρωσης» όταν αυτοί «λειτουργούν στα ειδησεογραφικά πλαίσια». Η εντολή είναι διφορούμενη, ωστόσο αποτελεί το πιο σημαντικό βήμα εδώ και χρόνια για την προστασία των δημοσιογράφων από τις μηνυτήριες παρεμβάσεις. Αν όμως το Κογκρέσο δεν διατηρήσει τη νομική προστασία, ένας μελλοντικός Υπουργός Δικαιοσύνης θα μπορούσε εύκολα να την αναιρέσει.
Τον Μάιο, ο Μπάιντεν, αρκετά πειστικά, περιέγραψε την κατάσταση σαν μια παγκόσμια, εν εξελίξει, «μάχη μεταξύ των ωφελειών της δημοκρατίας στον 21ο αιώνα και των απολυταρχιών». «Πρέπει να αποδείξουμε ότι η δημοκρατία λειτουργεί», πρόσθεσε. Η ενδυνάμωση της οικιακής προστασίας της Πρώτης Τροπολογίας σίγουρα θα βοηθήσει. Και όμως, το πρόβλημα της κακόβουλης παρακολούθησης δημοσιογράφων και αντιφρονούντων στο εξωτερικό φαίνεται ότι δεν διαχωρίζεται από τις πολύ πιο ευρείες επιθέσεις στην ιδιωτικότητα των πολιτών που ενυπάρχουν σε μεγάλο μέρος της καθημερινής διαδικτυακής μας ζωής. Όταν οι δικτάτορες κάνουν κατάχρηση στα κατασκοπευτικά λογισμικά, το μόνο που κάνουν είναι να χρησιμοποιούν ψηφιακές τεχνικές μάρκετινγκ που στοχεύουν στους καταναλωτές -τις καινοτομίες της Silicon Valley την εποχή των πανταχού παρών, αναντικατάστατων smartphone.
Πριν δύο χρόνια ο Ντέιβιντ Κέι, που τότε ήταν η άποψη και η φωνή του United Nations Special Rapporteur, είχε προειδοποιήσει ότι «η βιομηχανία της ιδιωτικής παρακολούθησης είναι προσβάσιμη σε όλους» και ότι οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες προκαλούσαν «βλάβη σε ιδιώτες και οργανισμούς που είναι απαραίτητοι στη δημοκρατική ζωή -δημοσιογράφους, ακτιβιστές, άτομα της αντιπολίτευσης, δικηγόρους και άλλους». Πρότεινε ένα δικαιοστάσιο (moratorium) για την πώληση και τη χρήση τεχνολογίας παρακολούθησης, μέχρι να θεσπιστούν νόμοι προστασίας περί προστασίας της ιδιωτικότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από τότε, η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησε στην υιοθέτηση νομοθεσιών που ελέγχουν και κατασκοπευτικά λογισμικά. Οι ΗΠΑ έχουν εκδώσει μόνο μη υποχρεωτικές οδηγίες. Μια αποτελεσματική παγκόσμια νομοθεσία είναι κάτι παραπάνω από απαιτητική διαδικασία, αλλά, οι αποκαλύψεις του Forbidden Stories κατέστησαν σαφές ότι όλοι είναι ευάλωτοι. Το επίμαχο σημείο στην ανεξέλεγκτη διάδοση των κατασκοπευτικών λογισμικών είναι το μέλλον των πολιτικών διαφωνιών.