Η έντονη συζήτηση που έχει προκληθεί αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την προοπτική μιας διαπραγμάτευσης με την Άγκυρα, έχει αναδείξει περίτρανα, τη μεγάλη παθογένεια που ταλαιπωρεί διαχρονικά την πατρίδα μας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής ασφάλειας. Η τραγική αυτή παθογένεια, δεν είναι άλλη από την πλήρη απουσία διαμόρφωσης και υλοποίησης αυτόνομης εθνικής στρατηγικής με μια μόνο πυξίδα την προώθηση και προάσπιση του εθνικού συμφέροντος.
Δημήτρης Απόκης
Για μια ακόμη φορά η συζήτηση, οι αναλύσεις και οι τοποθετήσεις, ακαδημαϊκών, αναλυτών, αλλά και μέσων μαζικής ενημέρωσης, μόνο με την ταμπακιέρα δεν έχει να κάνει, αλλά έχει εξελιχτεί σε μια ανελέητη κόντρα αναφορικά με το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να παραχωρήσουμε στην Τουρκία, ενώ πολύ απλά θα έπρεπε να επικεντρώνεται με διεξοδικό τρόπο στο πως δεν πρέπει να παραιτηθούμε ως χώρα και ως έθνος, έναντι μιας ιστορικής ευκαιρίας που πέφτει στην αγκαλιά μας.
Το να αναλωνόμαστε σε συζητήσεις και μάλιστα έντονες και εξαντλητικές γύρω από κείμενα και απόψεις τα οποία στερούνται ρεαλισμού και φλερτάρουν με την απεμπόληση εθνικών συμφερόντων είναι απλά τραγικό και στην ουσία ρίχνει νερό στο μύλο αυτών που επιδιώκουν μια διαδικασία παραίτησης, σε μια στιγμή που η πατρίδα μας βρίσκεται ενώπιον μιας ιστορικής ευκαιρίας.
Παρά τα σοβαρότατα προβλήματα που αντιμετωπίζει στο πολιτικό της σύστημα η Αμερική, το κατεστημένο εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας στην Ουάσιγκτον, συνεχίζει να λειτουργεί και να σχεδιάζει με ρυθμούς και τρόπους που διαχρονικά στη χώρα μας δεν γίνεται κατανοητό και δεν αναλύεται ρεαλιστικά.
Τίποτα, ακόμα και μια παράγραφος σε ένα κείμενο, όπως ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ, δεν είναι τυχαίο, διότι σε αντίθεση με την Ελλάδα όπου το θέμα είναι πόσο παραχωρητικοί και καλοπροαίρετοι θα πρέπει να είμαστε απέναντι στην Τουρκία του Ερντογάν, στο Φογκι Μπότομ, στο Πεντάγωνο και στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, ο μηχανισμός, όχι οι πολιτικοί, σχεδιάζουν προγραμματίζουν και εκτελούν, έχοντας σαφείς προδιαγεγραμμένους στόχους.
Το τελευταίο κομμάτι σε αυτό το καλά σχεδιασμένο πάζλ του συστήματος εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον, είναι η τροπολογία, που κατέθεσε Αμερικανίδα βουλευτής στο Κογκρέσο, ζητώντας να συμπεριληφθεί στο νομοσχέδιο για τον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ για το 2024, η σύνταξη έκθεσης εντός 120 ημερών από τα Υπουργεία Άμυνας και Εξωτερικών για την “ανάλυση της δυνατότητας πρόσθετων βάσεων ή διευρυμένης στρατιωτικής παρουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελληνική Δημοκρατία, ιδιαίτερα σε ελληνικά νησιά”
Για μια ακόμη φορά στη χώρα μας, η συζήτηση και η ανάλυση γύρω από αυτή την εξέλιξη, χάνει την ουσία και καταλήγει, τραγικά, στην παραδοσιακή αναζήτηση πατερούλη για την προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων και της εθνικής μας κυριαρχίας.
Το σημαντικό δεν είναι ότι η δημιουργία αμερικανικών βάσεων σε κάποια ελληνικά νησιά, θα μας θωρακίσει έναντι του Ερντογάν και το ότι μια τέτοια απόφαση από την πλευρά της Ουάσιγκτον θα τον εκνευρίσει. Αυτό που είναι σημαντικό και κρίσιμο, είναι η διαμόρφωση από την Ελλάδα μιας στρατηγικής διαπραγμάτευσης με την Ουάσιγκτον για την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδιασμού.
Άλλωστε, καλό θα είναι κάποιοι να θυμηθούν, ότι τη στιγμή που έγινε η εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο το 1974, η οποία έχει οδηγήσει σε παράνομη κατοχή πάνω από 40% των εδαφών της Μεγαλονήσου για 29 χρόνια, στο νησί υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν κομβικής σημασίας στρατιωτικές βάσεις της Μεγάλης Βρετανίας. Ας υπάρξει λοιπόν κάποιο μέτρο στην ανοησία και την ελαφρότητα.
Σε όλο το φάσμα της συζήτησης που έχει ανοίξει αναφορικά με την πιθανότητα μιας διαπραγμάτευσης με έναν πειρατή του διεθνούς δικαίου, που επιβουλεύεται την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μας, όπως είναι ο Ερντογάν, η στρατηγική της Ελλάδας πρέπει να είναι η εκμετάλλευση της ιστορικής ευκαιρίας και όχι η ευκολία της παραίτησης με αναζήτηση πατερούλη.
Η Αμερική χρειάζεται διακαώς την Ελλάδα στη νέα γεωπολιτική σκακιέρα και στη σκληρή παρτίδα με την Κίνα και τον άξονα της απολυταρχίας (Κίνα, Ρωσία, Ιράν). Πρέπει να κατανοήσει μια και καλή ότι η Τουρκία δεν αποτελεί αξιόπιστο σύμμαχο σε αυτό το δύσκολο εγχείρημα.
Αυτή είναι η ιστορική ευκαιρία που παρουσιάζεται ενώπιον της πατρίδας μας. Η διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής με στόχο την απαίτηση από την Αμερική και τη Δύση, ουσιαστικής στρατηγικής στήριξης.
Διαπραγμάτευση με την Τουρκία στη βάση του Διεθνούς Δίκαιου της Θάλασσας. Ναι σε αμερικανικές βάσεις, αλλά με καθεστώς και λειτουργία ξεκάθαρης προώθησης των ελληνικών εθνικών συμφερόντων, όχι βάσης που απλά εξυπηρετούν τα αμερικανικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή και θα λειτουργήσουν ως αναισθητικό και Δούρειος Ίππος, για κατευνασμό της Τουρκίας μέσω απεμπόλησης εθνικών συμφερόντων και εθνικής κυριαρχίας.
Οποιαδήποτε άλλη συζήτηση είναι άνευ ουσίας και εκ του πονηρού.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.