Οι λεπτομέρειες της τριμερούς συμφωνίας για την ασφάλεια μεταξύ της Αυστραλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ, η οποία σήμανε την ακύρωση της σύμβασης που είχαν υπογράψει το Παρίσι και η Καμπέρα για την προμήθεια υποβρυχίων αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής της G7 τον Ιούνιο στην Κορνουάλη, γράφει σήμερα η εφημερίδα The Telegraph.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, παρών στη σύνοδο, κρατήθηκε στο σκοτάδι ως προς την προετοιμασία της συμφωνίας.
Ο βρετανός τότε υπουργός Εξωτερικών Ντόμινικ Ράαμπ (πλέον υπουργός Δικαιοσύνης) είχε προειδοποιηθεί πως η συμφωνία θα επηρέαζε αρνητικά τις σχέσεις με την Κίνα και τη Γαλλία. Οι λεπτομέρειές της λεγόμενης AUKUS συζητήθηκαν πάντως λεπτομερώς κατά τη διάρκεια της συνόδου της G7. Όλα τα έγγραφα γι’ αυτήν είχαν διαβάθμιση «άκρως απόρρητο», σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Τέλεγκραφ.
Η εφημερίδα The Guardian έγραψε χθες Σάββατο πως οι συνομιλίες για το ζήτημα διεξάγονταν επί μήνες με απόλυτη μυστικότητα και πρόσθεσε πως κατά τη διάρκεια της G7 στην Κορνουάλη δεν έγινε η παραμικρή νύξη στον κ. Μακρόν πως η κυβέρνηση της Αυστραλίας ετοιμαζόταν να ακυρώσει τη διμερή σύμβαση για την προμήθεια των υποβρυχίων, προκειμένου να αγοραστούν αντ’ αυτών αμερικανικά πυρηνοκίνητα υποβρύχια.
Η Καμπέρα λέει ότι ήταν «ειλικρινής» με τη Γαλλία ενώ η κρίση συνεχίζεται
Η Αυστραλία ήταν «ειλικρινής, ανοικτή και έντιμη» με τη Γαλλία για τις ανησυχίες σε σχέση με τη συμφωνία για τα γαλλικά υποβρύχια, διαβεβαίωσε σήμερα ο Αυστραλός υπουργός Άμυνας, καθώς η συμφωνία με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία συνεχίζει να τροφοδοτεί τη διεθνή διπλωματική κρίση.
Η Αυστραλία εγκατέλειψε τη συμφωνία του 2016 με τον γαλλικό όμιλο Naval για την προμήθεια στόλου συμβατικών υποβρυχίων, ανακοινώνοντας την Πέμπτη το σχέδιό της να κατασκευάσει τουλάχιστον οκτώ πυρηνοκίνητα υποβρύχια με αμερικανική και βρετανική τεχνολογία στο πλαίσιο της τριμερούς συνεργασίας για την ασφάλεια, τη λεγόμενη AUKUS. Η κίνηση εξόργισε τη Γαλλία, σύμμαχο των ΗΠΑ και της Βρετανίας στο ΝΑΤΟ, και την οδήγησε να ανακαλέσει τους πρεσβευτές της από την Ουάσινγκτον και την Καμπέρα, ενώ ενόχλησε την Κίνα, τη μεγάλη δύναμη στην περιοχή του Ινδικού-Ειρηνικού Ωκεανού.
Η συμφωνία οδήγησε την Ουάσινγκτον σε άνευ προηγουμένου διπλωματική κρίση με το Παρίσι, που σύμφωνα με αναλυτές θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιά διαρκείας στη συμμαχία των ΗΠΑ με τη Γαλλία και την Ευρώπη, θέτοντας επίσης εν αμφιβόλω το ενωμένο μέτωπο που προσπαθεί να δημιουργήσει η κυβέρνηση του Μπάιντεν απέναντι στην Κίνα. Το Παρίσι χαρακτήρισε την ακύρωση της συμφωνίας πισώπλατη μαχαιριά, με τον υπουργό Εξωτερικών Ζαν-Ιβ Λε Ντριάν να δηλώνει ότι οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Αυστραλία εισήλθαν σε «κρίση».
Μολαταύτα, ο υπουργός Άμυνας Πίτερ Ντάτον δήλωσε σήμερα ότι η Αυστραλία εξέφραζε τις ανησυχίες της στη Γαλλία αναφορικά με την παραγγελία – αποτιμήθηκε στα 40 δισεκ. δολάρια το 2016, θεωρήθηκε ότι θα κόστιζε πολύ περισσότερα σήμερα – επί περίπου 2 χρόνια.
«Οι ισχυρισμοί ότι οι ανησυχίες δεν είχαν διατυπωθεί από την αυστραλιανή κυβέρνηση, απλά αψηφούν, ειλικρινά, ό,τι είναι δημόσια καταγεγραμμένο και σίγουρα ό,τι λέγαμε δημοσίως για μεγάλο διάστημα», δήλωσε ο Ντάτον στο Sky News.
Ο πρωθυπουργός Σκοτ Μόρισον δήλωσε την Παρασκευή ότι είχε εκφράσει «πολύ σημαντικές ανησυχίες» για τη συμφωνία στον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν τον Ιούνιο και είχε ξεκαθαρίσει ότι η Αυστραλία «θα χρειαστεί να λάβει μια απόφαση με βάση το εθνικό μας συμφέρον». Ο υπουργός Οικονομικών Σάιμον Μπέρμιγχαμ δήλωσε ότι η Αυστραλία είχε ενημερώσει τη Γαλλία για τη συμφωνία αλλά σε σημερινές του δηλώσεις αναγνώρισε ότι οι διαπραγματεύσεις ήταν μυστικές, δεδομένου του πόσο ευαίσθητο ήταν το ζήτημα. Ο Ντάτον και ο Μπέρμιγχαμ αρνήθηκαν να αποκαλύψουν το κόστος της νέας συμφωνίας, πάντως ο Ντάτον παραδέχθηκε ότι «δεν πρόκειται να είναι ένα φθηνό πρόγραμμα» εξοπλισμών.