Με την αμερικανική κοινή γνώμη ακόμα «μουδιασμένη» από το μακελειό στο σχολείο του Κονέκτικατ, το «λόμπι» της οπλοκατοχής ετοιμάζεται να αποποιηθεί ένα εκ των θεμελιωδών και αναφαίρετων δικαιωμάτων του, όπως προβλέπεται σύμφωνα με το αμερικανικό σύνταγμα, ενώ ο επανεκλεγείς πρόεδρος Ομπάμα διαθέτει έναν επιπρόσθετο λόγο για να πανηγυρίζει, καθώς επί των ημερών του ετοιμάζεται να κλείσει οριστικά το κεφάλαιο της οπλοχρησίας στην Αμερική.
Τις τελευταίες δεκαετίες οι Αμερικανοί έχουν γίνει μάρτυρες ουκ ολίγων πολύνεκρων περιστατικών σε εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας για τα οποία αναλαμβάνει την ευθύνη είτε κάποιος κοινός εγκληματίας είτε νεαροί αυτόκλητοι μεσσίες, που θεωρούν ότι με την τέλεση μιας αιματοβαμμένης «τελετουργίας» θα αποπληρώσουν το καθήκον τους απέναντι στην ανθρωπότητα.
Στον απόηχο του τραγικού συμβάντος στο Κονέκτικατ, το επιτελείο του Ομπάμα διαθέτει ένα «ατού» με στόχο τον αφοπλισμό τόσο των κακοποιών στοιχείων όσο και των υπερσυντηρητικών αμερικανών, ενώ με την αμέριστη στήριξη του προέδρου, η δημοκρατική γερουσιαστής Νταϊάν Φάινσταϊν προωθεί νόμο που θα απαγορεύει την πώληση όπλων στρατιωτικού τύπου σε πολίτες.
Την ίδια στιγμή, τον γύρο του κόσμου πραγματοποιεί η είδηση ότι το περιστατικό στο σχολείο «Σάντι Χουκ» αποτελούσε ένα καλογυρισμένο κινηματογραφικό έργο, με σκηνές αληθοφάνειας και πειστικότητας στις οποίες ειδικεύεται η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία.
Μάλιστα, τον κυβερνοχώρο κατακλύζουν βίντεο και ιστοσελίδες που έχουν ταχθεί υπέρ του αγώνα για να καταδείξουν την καλοστημένη απάτη εναντίον του αμερικανικού λαού και περιλαμβάνουν στοιχεία από τον τόπο του εγκλήματος, τα οποία θεωρούν ότι δικαιολογούν τους εν λόγω ισχυρισμούς.
Εν τω μεταξύ, οι θιασώτες της θεωρίας της συνομωσίας του Κονέκτικατ επιρρίπτουν την ευθύνη για την συγκάλυψη της αλήθειας στις αστυνομικές αρχές της αμερικανικής Πολιτείας, ενώ αφήνουν αιχμές για την πραγματική ταυτότητα των ανθρώπων που εμπλέκονται στο μακελειό.
Δεν πρέπει να προξενεί κατάπληξη η προσπάθεια «δαιμονοποίησης» της εκστρατείας του Ομπάμα εναντίον των όπλων και η απόπειρα εξαγνισμού των υπέρμαχων της οπλοκατοχής, οι οποίοι σύρθηκαν στο…εδώλιο του κατηγορουμένου μετά τις γιγαντιαίες διαστάσεις που πήρε η υπόθεση και την ευαισθητοποίηση της παγκόσμιας κοινής γνώμης.
Πώς όμως δεν συνάντησε προσκόμματα ο σχεδιασμός και η εκτέλεση μιας τόσο ακραιφνώς ρεαλιστικής «παράστασης» εκ μέρους της αμερικανικής προεδρίας;
Αν τα φερόμενα ως θύματα της ιστορίας είναι στην πραγματικότητα ζωντανά, ποια η θέση τους στην τοπική κοινωνία; Και αν το μακελειό στο Κονέκτικατ δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα κινηματογραφικό ρεσιτάλ χολιγουντιανών προδιαγραφών, πως κατάφερε η αμερικανική κυβέρνηση να κλείσει τα στόματα των πρωταγωνιστών του, αλλά και όλων εκείνων που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο οργάνωσαν και εκτέλεσαν το σχέδιο;
Δυστυχώς, το «λόμπι» της οπλοκατοχής δεν μπορεί να δώσει πειστικές απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα για να στεριώσει τη φημολογία περί συνομωσίας.
Βεβαίως η αλήθεια είναι ότι δεν πρέπει να επιρρίψουμε τις ευθύνες για το πρόσφατο περιστατικό στο Κονέκτικατ εξ ολοκλήρου στους θιασώτες της οπλοκατοχής. Οι εικόνες βίας που κατακλύζουν καθημερινά τους τηλεοπτικούς μας δέκτες και η πλημμελής φροντίδα των ανθρώπων με ψυχοπαθολογικές διαταραχές είναι εξ ίσου σε θέση να οπλίσουν το χέρι πολλών νέων, που διαφεύγουν της μέριμνας των κρατικών φορέων.
Το να κατασκευάζονται όμως εξωφρενικά σενάρια συνομωσίας για να υπηρετηθούν σκοπιμότητες, είναι αν μη τι άλλο προσβολή στη μνήμη αθώων ανθρώπων που έχασαν με τόσο παράλογο τρόπο τη ζωή τους.