Γράφει ο Αθανάσιος Γραμμένος,
Η δολοφονική επίθεση εναντίον των σκιτσογράφων στην πρωτεύουσα της Γαλλίας προκαλεί ατέρμονες συζητήσεις για τα αίτια του θρησκευτικού μίσους και την πορεία του θρησκευτικού αρχεγονισμού (religious fundamentalism) στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Για το θέμα γράφτηκαν και ακούστηκαν πολλές απόψεις, κάθε πολιτικής και ιδεολογικής προέλευσης, που προσπαθούν -πριν το αίμα των νεκρών ακόμα στεγνώσει- να πείσουν δεικτικά για την “αλήθεια” και τη χρεία τους.
Για μια ακόμη φορά, οι μετέχοντες στον δημόσιο διάλογο παραβλέπουν τις πολύ σημαντικές μελέτες που έχουν γραφτεί τα τελευταία τριάντα χρόνια για τη σχέση θρησκείας και πολιτικής. Έτσι, μέχρι στιγμής δεν έχουν γίνει γνωστές οι εμπεριστατωμένες κριτικές που θα επιτρέψουν τη νηφάλια ανάγνωση, ερμηνεία και αντιμετώπιση του προβλήματος, πριν προλάβει να σαρκωθεί σε πόλεμο και μάλιστα «εντός των τειχών» της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Όσα διατυπώνονται, στην πλειονότητα τους πάσχουν από τη συνήθη αδυναμία της σύγχρονης δυτικής σκέψης να προσεγγίσει με τη δέουσα αντικειμενικότητα τα μοντέλα που διαφοροποιούνται ή αντιστρατεύονται την προσέγγιση του Διαφωτισμού. Από τη μία, για παράδειγμα, έχουμε τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας να συγχέει (προεκλογικά) το μακελειό με τη “λαθρομετανάστευση”, αψηφώντας το γεγονός ότι οι δράστες είναι Γάλλοι πολίτες! Από την άλλη, έχουμε τους φορείς μιας λούμπεν ελευθεριακής αντίδρασης που τσουβαλιάζουν όλες τις θρησκείες και τους πιστούς (συμπεριλαμβανομένων και των ανατολικών Ορθόδοξων) ως οπισθοδρομικούς και δυνάμει τρομοκράτες. Φαίνεται ότι διαπλέουμε ανάμεσα στη Σκύλλα του εθνικισμού και της μικροπολιτικής εκμετάλλευσης και τη Χάρυβδη του μηδενισμού και του –πανταχού παρόντος- ιστορικού υλισμού.
Ο θρησκευτικός αρχεγονισμός ως κίνημα, ξεκινά στις αρχές του 20ου αιώνα από τον αμερικανικό Προτεσταντισμό –η ηθική του οποίου θεωρείται το πρότυπο του δυτικού τρόπου ζωής- και εξαπλώνεται σταδιακά και στο Ισλάμ ως απαίτηση για την πιο αυστηρή ερμηνεία των ιερών κειμένων. Όπως μας πληροφορεί σήμερα η κοινωνιολογική μελέτη της θρησκείας αυτός ο αρχεγονισμός ξεπήδησε από το εσωτερικό των θρησκειών, ως απάντηση στην τάση φιλελευθεροποίησης της κοινωνίας και όχι από τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, χωρίς να έχει επιθετικό χαρακτήρα. Η πολιτική μετάσταση του αρχεγονισμού –που αποτελεί τη ρίζα του προβλήματος- είναι μια τελείως διαφορετική εξέλιξη η οποία οφείλεται στις επικαιρικές κοινωνικές κρίσεις, πολλές από τις οποίες, στην περίπτωση του Ισλάμ, ξεκινούν από την επέμβαση της Δύσης στις χώρες της Μέση Ανατολής.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η αναζήτηση των αιτιών της θρησκευτικής τρομοκρατίας στο γράμμα του Κορανίου είναι τόσο εσφαλμένη όσο η αναζήτηση των αιτίων των Σταυροφοριών στο γράμμα της Βίβλου. Αυτή η τόσο απλή διαπίστωση είναι δυστυχώς δυσνόητη για πολλούς αναλυτές στο δυτικό κόσμο, οι οποίοι επιμένουν ότι φορείς της θρησκευτικής βίας είναι οι ίδιες οι θρησκείες και τα ιερά τους κείμενα.
Στις συγκεντρώσεις συμπαράστασης που έγιναν στη Γαλλία και σε άλλες χώρες (μεταξύ αυτών και η Ελλάδα) πολλοί παριστάμενοι έτειναν συμβολικά ένα μολύβι για να εκφράσουν τη δύναμη του λόγου έναντι της φυσικής βίας. Πολλοί είπαν ότι «δεν φοβούνται τα όπλα», σε μια προσπάθεια ψυχολογικής αντιμετώπισης της πρόκλησης. Παρά το δύναμη των μηνυμάτων αυτών για το ευρωπαϊκό κοινό, δεν γίνεται κατανοητό ότι το πρόβλημα είναι εντελώς διαφορετικό και χρειάζεται άλλη αντιμετώπιση.
Για παράδειγμα, η σύγχρονη αντίληψη στην Ευρώπη συμπηκνώνεται στο σκίτσο του Graeme MacKay στην “Hamilton Spectator”, στο οποίο ο δολοφόνος απεικονίζεται ως Μουτζαχίντ πολεμιστής από την εποχή των Σταυροφοριών με μία χατζάρα ανά χείρας. Η ατυχής ισορική διάσταση που δίνει στο θέμα ο καλλιτέχνης είναι ανύπαρκτη και ενισχύει τα ιστορικά στερεότυπα εις βάρος του ισλαμικού κόσμου.
Οι θρησκευτικοί τρομοκράτες, που αποτελούν μια ισχή μειονότητα των μουσουλμάνων, δεν ενδιαφέρονται για τις δικές μας θέσεις υπέρ της ελευθεροτυπίας, ούτε γνωρίζουν τους αγώνες που έγιναν στον ελεύθερο κόσμο για να επικρατήσει η ρήση του Βολταίρου. Ο τρόπος ζωής που έχουμε επιτύχει εδώ είναι έξω από το αξιακό τους σύστημα διότι τον βλέπουν ως αντίπαλο και υπεύθυνο για τη δυστυχία που επικρατεί σε ορισμένες ισλαμικές χώρες. Με πολιτικούς όρους, στοχεύουν σε σχέσεις εξουσίας με στόχους που βλέπουν στο μέλλον και όχι στην αποκατάσταση του «ένδοξου παρελθόντος».
Συνεπώς, ένα βαθιά πολιτικό πρόβλημα επιδέχεται μιας αμιγούς πολιτικής λύσης και η αντιπαράθεση εθνών, ιδεών και θρησκειών μόνο περισσότερα προβλήματα μπορεί να επιφέρει. Οι ηγεσίες των ευρωπαϊκών χωρών και πιο πολύ η Ευρωπαϊκή Ένωση με την ομοσπονδιακή προοπτική της, οφείλουν να αναλάβουν πρωτοβουλίες συνεργασίας με τα μουσουλμανικά κράτη για να βρεθεί λύση στο συνολικό πρόβλημα της βίας και όχι να χρησιμοποιούν την τρομοκρατία ως πρόσχημα για να επιβάλλουν περισσότερα μέτρα ελέγχου στους δικούς τους πολίτες.
Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, ειδικότερα, διαπιστώνεται μια ασθενής τάση παραγνώρισης όχι μόνο του Ισλάμ αλλά της εντόπιας θρησκευτικής παράδοσης τη στιγμή που στο πλαίσιο ενός μετα-νεωτερικού «εξορθολογισμού» προτείνεται η δογματική αθεΐα, δηλαδή η ιδεολογική υιοθέτηση της καντιανής άποψης ότι φιλοσοφική αλήθεια αποτελούν μόνο λογικές δυνατότητες. Αιφνιδίως, αλλάζει ο αντίπαλος: στη θέση της τρομοκρατίας μπαίνει η θρησκεία. Το ζητούμενο παύει να είναι η ελευθερία λόγου και γίνεται η ελευθερία εξύβρισης, χλεύης και προσβολής. Για τους μετα-νεωτεριστές, η πίστη, όπως κάθε τι άλλο, είναι ζήτημα ατομικό και οφείλει να «φυλακίζεται» στη σφαίρα στην ιδιωτικότητας.
Αυτή η επίθεση στον κοινοτισμό δογματοποιεί την ίδια την έννοια της ελευθερίας, αφού κατ’ αρχήν αυτή βιώνεται ως σχέση και δεν επιβάλλεται για λόγους χρησιμότητας. Έτσι, μαζί με το ένα άκρο ενισχύεται και το άλλο αφού όσο προσωράμε κι εμβαθύνουμε σε ένα μοντέλο σχέσεων, ένα άλλο θα ορθώνεται και θα προτείνει εναλλακτικές. Άλλωστε, η νεωτερικότητα σημαίνει την αλλαγή και την «πρόοδο», δεν υποδεικνύει όμως την κατευθυνση ή το περιεχόμενο της αλλαγής. Το αδιέξοδο μπορεί να ξεπεραστεί και οι θρησκείες μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά, όπως το έκαναν επί αιώνες, χρειάζεται όμως να αποβάλλουν τα πολιτικά κύτταρα που πολλαπλασιάζονται μέσα τους, συχνά χωρίς τη δική τους βούληση.