Γράφει ο Ιωάννης Π. Χουντής*
Ας ξεκινήσουμε με μία παραδοχή και συνάμα προβληματισμό: οι προσπάθειες μεταρρύθμισης στο ζήτημα των αρχαίων ελληνικών έχουν ένα βασικό πρόβλημα… πηγάζουν από την στρεβλή πίστη πως οι νέοι έλληνες πολίτες δεν μαθαίνουν ορθώς και καλώς την μητρική νεοελληνική τους γλώσσα λόγω των πολλών ωρών, που δαπανούν στο Σχολείο για την εκμάθηνση της αρχαίας ελληνικής. Σαν να υπάρχει κάποιο χάσμα, κάποιος υπόρρητος και εσωτερικός διαχωρισμός μεταξύ των δύο εκδοχών της ίδιας γλώσσας.
Δεν μιλάμε για τα αρχαία ελληνικά και τα αγγλικά ή τα νέα ελληνικά και τα αραβικά. Η Ελληνική γλώσσα έχει μία συνεχή ιστορία (continuum) και παρουσία περίπου –και ανάλογα με την φιλολογική σχολή, που θέλετε να ακολουθήσετε- από το 1600 π.Χ. μέχρι και σήμερα. Αυτό που αλλάζει είναι οι μορφές της, που αρχαΐζουν ή νεωτερίζουν σε σχέση με τις αμέσως προηγούμενες τυπικές εκφάνσεις κάθε φορά σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο σύμφωνα με τις διδαχές της ιστορικής γλωσσολογίας. Τα αρχαία ελληνικά δεν είναι κάτι διαφορετικό και εξωτερικό των νέων ελληνικών. Υπάρχει σχέση συνεχής και οργανική. Αν δεν το καταλάβουμε αυτό δε θα μπορέσουμε να τοποθετήσουμε τα αρχαία ελληνικά στην θέση, που τους αρμόζει.
Το ερώτημα, που έχει απασχολήσει πολλούς μελετητές αλλά και πολιτικούς ανά τα χρόνια είναι, αν σε αυτή την ηλικία του Γυμνασίου τα παιδιά πρέπει να διδάσκονται το κείμενο και τα ιδιαίτερα νοήματά του από το πρωτότυπο ή από την μετάφραση. Εμείς επιλέγουμε το πρώτο και εξηγούμαστε:
Η κάθε μεταγραφή ιδιαίτερα των ποιητικών κειμένων περιέχει, πολλές φορές, την προσωπική πρόσληψη του μελετητή, που δεν είναι πάντα –δυστυχώς- κλασικός φιλόλογος. Το αποτέλεσμα είναι διάφορες κακογραμμένες μεταφράσεις πολύ ελεύθερες ως προς το νόημα, που φτάνουν μέχρι και στην αλλοίωση των νοημάτων. Η εναλλακτική της ‘’φιλολογικής’’, ας μας επιτραπεί μετάφρασης με την έννοια της πιο στενής σχέσης με το αρχαίο κείμενο, δεν οδηγεί πάντα στα καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα λόγω της αρτηριοσκληρωτικής της βάσης κυρίως στο επίπεδο της σύνταξης και του λεξιλογίου.
Είναι τουλάχιστον παράλογο να προσπαθούμε να εισάγουμε τους μαθητές στον αρχαιοελληνικό τρόπο σκέψης, να καταγράφουμε πολιτιστικά και αισθητικά σχόλια χωρίς να χρησιμοποιούμε το γλωσσικό όργανο της εποχής προς κατανόηση. Είναι σαν να προσπαθήσει κανείς να μελετήσει την νεοελληνική λογοτεχνία από τα αγγλικά. Θα είναι ίδιο το αποτέλεσμα;
Συμπερασματικά μπορούμε να ορίσουμε την παρουσία των Αρχαίων Ελληνικών στην δευτεροβάθμα εκπαίδευση ως έναν Κλασικό Ανθρωπισμό, που θα επιδιώκει την καλλιέργεια της κριτικής σκέψεως, την προώθηση της Αριστείας, την ευγενή άμιλλα και φυσικά την γνωριμία με το απώτατο ιστορικό και πολιτιστικό μας συλλογικό γίγνεσθαι. Πάντα με σεβασμό στην μάθηση, στον κόπο των μαθητών και στην ανάγκη για απόκτηση γνώσεων όχι μόνο χρησίμων αλλά και αυτών που ταιριάζουν σε ελεύθερους μη βάναυσους ανθρώπους για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του Αριστοτέλους.
*Ο Ιωάννης Π. Χουντής είναι Διευθυντής του Ινστιτούτου Πολιτικών Μελετών ‘’Κέντρο Αστικής Μεταρρύθμισης’’ και Φοιτητής Κλασικής Φιλολογίας.