Γράφει ο Αθανάσιος Καυκαλίδης
Στις 27/2/2015, στο κέντρο Europe Direct του Δήμου Αθηναίων, πραγματοποιήθηκε η δεύτερη εκδήλωση του Τομέα Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας του Συλλόγου Αποφοίτων του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην οποία παρευρέθηκαν εκπρόσωποι ελληνικών και ευρωπαϊκών think tanks/δεξαμενών σκέψης. Στην εκδήλωση-συζήτηση συμμετείχαν η κ. Ρόδη Κράτσα-Τσαγκαροπούλου, Πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο κ. Θεόδωρος Παρασκευόπουλος, Ειδικός Συνεργάτης του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, ο κ. Γιάννης Μαστρογεωργίου, Διευθυντής του ΔΙΚΤΥΟΥ για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, ο κ. Αριστείδης Χατζής, Αναπληρωτής καθηγητής ΕΚΠΑ, Υπεύθυνος του Ερευνητικού Ομίλου John Stuart Mill, ο κ. Jeroen Kohls, Project Manager- Επιστημονικός Συνεργάτης στο Ίδρυμα Konrad Adenauer, ο κ. Αθανάσιος Γραμμένος, Ίδρυμα Friedrich Naumann για την Ελευθερία, ο Δρ. Γιώργος Τζογόπουλος, Ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ και ο κ. Αριστείδης Φραγκιαδάκης, Επικεφαλής Τμήματος Συνεδρίων, Ινστιτούτο Έρευνας και Κατάρτισης Ευρωπαϊκών Θεμάτων – ΙΕΚΕΘ.
Η συζήτηση επικεντρώθηκε γύρω από τρία ερωτήματα και έδωσε τη δυνατότητα στους ομιλητές να εκφράσουν τις απόψεις και προτάσεις τους γύρω από τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής.
Το πρώτο, αφορούσε γενικότερα το ρόλο των think tanks, το σκοπό ύπαρξης τους, τις δομές τους καθώς και τα εργαλεία που χρησιμοποιούν για να επηρεάσουν την πολιτική ατζέντα των χωρών στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής εν γένει. Το δεύτερο, αφορούσε τις πιθανές κατευθυντήριες γραμμές που θα μπορούσε να ακολουθήσει η Ελλάδα το επόμενο διάστημα στην εξωτερική της πολιτική καθώς και τη δυνατότητα επηρεασμού της τελευταίες από τα εν λόγω think tanks. Τέλος, το τρίτο ερώτημα στόχευε στη διερεύνηση των άμεσων προτεραιοτήτων των δεξαμενών σκέψης στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής καθώς και στην συγκεκριμενοποίηση των δράσεων που έχουν προβλέψει για το προσεχές διάστημα.
Αρχικά, ο όρος «think tanks» δεν βρήκε σύμφωνους όλους τους ομιλητές. Διατυπώθηκαν διαφορετικές γνώμες και απόψεις αναφορικά με τον όρο που θα έπρεπε να χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα Ιδρύματα/ Οργανισμούς/Ινστιτούτα/Δίκτυα/Ερευνητικούς Ομίλους τους, αλλά και τις διαφορετικές σημασίες που ο όρος μπορεί να λάβει ανάλογα με τη χώρα στην οποία εδρεύουν το εκάστοτε think tanks ή ανάλογα με την ιδεολογία την οποία πρεσβεύουν. Για παράδειγμα, τα think tanks μπορούν να χαρακτηριστούν και ως Ινστιτούτα Πολιτικής Παιδείας, Πολιτικά Ιδρύματα, Συμβουλευτικοί Φορείς, κ.ο.κ.
Σε γενικές γραμμές, οι εκπρόσωποι αναφέρθηκαν στον ρόλο τους ως «γεφυρωτές» μεταξύ πολιτικής, ακαδημαϊκής γνώσης και πράξης καθώς και στα «εργαλεία» που χρησιμοποιούν για να εκφράσουν και να μεταδώσουν τις απόψεις τους στους υπεύθυνους για την χάραξη της πολιτικής και στο ευρύτερο κοινό. Παραδείγματα αποτελούν: η συγγραφή και χρήση κειμένων πολιτικής, η διοργάνωση συνεδρίων, στρογγυλών τραπεζιών, σεμιναρίων πολιτικής σκέψης, η συγγραφή άρθρων σχετικών με την εξωτερική πολιτική, η διοργάνωση προσομοιώσεων, διαγωνισμών, η δημοσίευση Λευκών Βιβλίων, κ.λπ.
Στο ερώτημα που αφορούσε τις κατευθυντήριες γραμμές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ακούστηκαν πολλές και διαφορετικές απόψεις από τους εκπροσώπους των δεξαμενών σκέψης. Ενδεικτικά, η Πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής και τέως αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κ. Ρόδη Κράτσα-Τσαγκαροπούλου, τόνισε τη σημασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης η οποία παραμένει το βασικό στοιχείο και συστατικό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Υπογράμμισε επίσης τη σημασία της εξωστρέφειας στην εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, η οποία μέχρι σήμερα χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια, καθώς τα ζητήματα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, της ονομασίας των Σκοπίων, του Κυπριακού ζητήματος, μονοπωλούν τον πολιτικό και δημόσιο διάλογο. Σε κάθε περίπτωση, όπως ανέφερε, υπάρχουν δυνατότητες για την ανάπτυξη των θέσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και πέρα από τα ζητήματα αυτά. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η Ευρωμεσογειακή συνεργασία, κ.ά.
Ο εκπρόσωπος του Ινστιτούτου Νίκος Πουλατζάς, κ. Θεόδωρος Παρασκευόπουλος, αναφέρθηκε στη σημασία της αναθέρμανσης της Ελληνοτουρκικής φιλίας και στο γεγονός ότι το Ινστιτούτο ήταν το πρώτο που προσκάλεσε στην Ελλάδα Τούρκους και Τουρκοκύπριους διανοητές στο πλαίσιο εκδηλώσεων του, σε μια προσπάθεια γεφύρωσης των διαφορών και αντιπαλοτήτων μεταξύ των δύο πλευρών. Τόνισε επίσης την επικίνδυνη στροφή που έχει πάρει η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής καθώς και στην πτώση του διπολισμού, ενώ αναφέρθηκε και στις τελευταίες εξελίξεις με τη Ρωσία, τονίζοντας πως η νέα στάση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για ηπιότερες κυρώσεις έναντι της εν λόγω χώρας, αποδεικνύει τη διάθεση και τη θέληση για ειρηνική επίλυση των ζητημάτων. Αναφορά έγινε επίσης και στη σημασία που θα πρέπει να δώσει η Ελλάδα στην οικονομική εξωτερική πολιτική και στο ζήτημα της Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP), η οποία βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση το τρέχον διάστημα μεταξύ Ε.Ε και Η.Π.Α. και η οποία προβλέπει την άρση των ρυθμιστικών φραγμών που περιορίζουν τα δυνητικά κέρδη των πολυεθνικών στις αγορές των ΗΠΑ και της Ε.Ε.
Ο κ. Γιάννης Μαστρογεωργίου, Διευθυντής του ΔΙΚΤΥΟΥ για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη τόνισε τη σημασία η Ελλάδα να αποκτήσει συμμάχους, στηρίγματα και να συντονίσει με καλύτερο τρόπο την εξωτερική της πολιτική. Έδωσε το παράδειγμα του «Αρκτικού Συμβουλίου», περιφερειακός Οργανισμός ο οποίος επιθυμεί να ανοιχτεί στον κόσμο και στον οποίο θα μπορούσε να συμμετάσχει ενεργά η Ελλάδα, λαμβάνοντας το καθεστώς του κράτους παρατηρητή. Χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία συμμετέχουν ήδη. Αναφορά έγινε και στην ανάγκη εκσυγχρονισμού των δομών του Υπουργείο Εξωτερικών, καθώς και στην σπουδαιότητα της «αναβίωσης» του Κέντρου Ανάλυσης και Σχεδιασμού (ΚΑΣ) του Υπουργείου, το οποίο παραμένει ανενεργό εδώ και αρκετά χρόνια. Το ΚΑΣ, αποτελεί αυτοτελή ερευνητική μονάδα που υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Εξωτερικών και έχει ως κύρια αποστολή την επεξεργασία θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων με σκοπό τη διαμόρφωση προβλέψεων και την αποστολή προτάσεων πολιτικής και διπλωματικής τακτικής.
Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος του Ιδρύματος Konrad Adenauer, κ. Jeroen Kohls, αναφέρθηκε στην ανάγκη για ακόμα περισσότερη Ευρώπη για όλους και στη σημασία της σταθερότητας των συμμάχων στις Διεθνείς Σχέσεις μιας χώρας, ενώ ο εκπρόσωπος του ΕΛΙΑΜΕΠ, Δρ. Γιώργος Τζογόπουλος τόνισε τη σημασία της φιλοευρωπαϊκής πολιτικής που θα πρέπει να διατηρήσει η Ελλάδα και το γεγονός ότι η εξωτερική πολιτική της χώρας μας δεν περιορίζεται μόνο στην ανάληψη δράσεων που σχετίζονται με την «άμεση» γειτονιά μας, αλλά και με την ανάληψη πρωτοβουλιών που επιδιώκουν τη συνεργασία της χώρας μας με άλλες χώρες και μέρη του πλανήτη. Ενδεικτικά, αναφέρθηκε στο παράδειγμα του περιφερειακού Οργανισμού «Pacific Alliance», που αποτελεί μία πρωτοβουλία τεσσάρων λατινοαμερικανικών κρατών, της Χιλής, της Κολομβίας και του Μεξικού και που αποτελεί μία ιδιαίτερα επιτυχή, έως τώρα, πρωτοβουλία για οικονομική ενοποίηση και συνεργασία στο χώρο της Λατινικής Αμερικής. Η Ελλάδα θα μπορούσε να αποκτήσει και σε αυτήν την περίπτωση, το καθεστώς του παρατηρητή, με απώτερο σκοπό την ενδυνάμωση των σχέσεων της με τις εν λόγω χώρες. Ο εκπρόσωπος του Ομίλου John Stuart Mill, κ. Αριστείδης Χατζής, επισήμανε τη σημασία των φιλελεύθερων ιδεών όπως η διαφύλαξη και προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων, η αρχή της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της συνεργασίας και των ανοιχτών συνόρων όχι μόνο για τα εμπορεύματα αλλά και τους ανθρώπους, στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής των κρατών. Ο κ. Φραγκιαδάκης, εκπρόσωπος του Ινστιτούτο Έρευνας και Κατάρτισης Ευρωπαϊκών Θεμάτων, αναφέρθηκε στον καίριο ρόλο της γεωστρατηγικής θέσης που κατέχει η Ελλάδα στο παγκόσμιο στερέωμα καθώς και στο γεγονός ότι η χώρα μας μπορεί να αποτελέσει γέφυρα προς «Τρίτες Χώρες».
Εν κατακλείδι, όσον αφορά το ζήτημα του επηρεασμού ή μη της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας από τις δεξαμενές σκέψης, δεν μπορεί να διεξαχθεί ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα, όπως άλλωστε είναι λογικό, εάν σκεφτεί κανείς την πολυπλοκότητα του σχεδιασμού και της υλοποίησης της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας, και των παραγόντων/δρώντων που εμπλέκονται στην υλοποίηση της. Θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι οι δεξαμενές σκέψης επιδιώκουν να μετουσιώσουν τις ιδέες τους σε πράξεις. Αυτό, επιτυγχάνεται μέσα από την έκφραση και τη διάχυση των ιδεών και των συγκεκριμένων προτάσεων τους. Σε γενικές γραμμές, έχουν ως στόχο να «τροφοδοτήσουν» τους κυβερνώντες, τους υπεύθυνους για τη χάραξη της πολιτικής και τον δημόσιο διάλογο εν γένει, με ιδέες και προτάσεις, ιδέες και προτάσεις σαφώς διαφορετικές, σε ορισμένες περιπτώσεις αντίθετες, ανάλογα με τις ιδεολογικές καταβολές και τις αντιλήψεις τους για το δημόσιο συμφέρον και το κοινό καλό της κοινωνίας εντός της οποίας δρουν.
Αυτό που συμπεραίνει κανείς ακούγοντας τους εκπροσώπους τους, είναι ότι δεν υπάρχει άμεσος και ξεκάθαρος επηρεασμός της πολιτικής, αλλά μια «διάθεση» επηρεασμού της κατεύθυνσης που θα λάβει η εξωτερική πολιτική μιας χώρας, μέσα από θεωρητικά και ιδεολογικά πλαίσια, πρακτικές προτάσεις, και κυρίως, μέσα από τον διάλογο και τη συζήτηση που επιδιώκουν.