Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Οι καλοί λογαριασμοί, κάνουν τους καλούς φίλους. Μου είχε προκαλέσει αίσθηση όταν σε κάποια φάση των διαπραγματεύσεων είχε ρωτήσει η Λαγκάρντ τον Τσίπρα αν θέλει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα κι εκείνος απάντησε: «Σας θέλουμε, αρκεί να λέτε την αλήθεια». Το ίδιο ισχύει σήμερα και για τον πρωθυπουργό και το λέω με αληθινά φιλική διάθεση: Σας θέλουμε κύριε Τσίπρα, αρκεί να μας λέτε την αλήθεια!
Αλήθεια πρώτη και βασική, λοιπόν. Το πράγμα δεν πάει καλά. Κι αυτό δεν το λέω εγώ, το λένε άνθρωποι με τους οποίους μιλάω τις τελευταίες ημέρες και πολλοί εξ αυτών είχαν τοποθετηθεί όλο το προηγούμενο διάστημα υπέρ του Τσίπρα. Για να εξηγούμαστε το διευκρινίζω ακόμη πιο καθαρά: υπέρ του Τσίπρα, όχι υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.
Δυστυχώς όμως τα σημάδια δείχνουν πως το «τέμπο» στην εξέλιξη των πραγμάτων τη δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ και όχι ο Τσίπρας, όπως θα έπρεπε. Οι πολιτικές γραμματείες, οι κεντρικές επιτροπές και τα συνέδρια είναι στην ημερήσια διάταξη, την ώρα που η πραγματική οικονομία βρίσκεται στα τάρταρα. Οι τράπεζες παραμένουν ακόμη επί της ουσίας κλειστές για μια σειρά λειτουργιών και υπηρεσιών που είναι απόλυτα αναγκαίες για την ομαλή λειτουργία της αγοράς. Το χρηματιστήριο προχθές έδειξε αφενός έναν πολιτικό ερασιτεχνισμό και αφετέρου την απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι συζητούν, λιγότερο ή περισσότερο φανερά, το ενδεχόμενο της μετεγκατάστασής τους. Την άποψή μου για το γεγονός αυτό θα τη γράψω αύριο, σήμερα απλά το σημειώνω. Επίσης, για χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις βιοτεχνικού τύπου η μετεγκατάσταση στη γειτονική Βουλγαρία έχει ήδη συμβεί και το ρεύμα εξόδου συνεχίζεται κλιμακούμενο. Την ίδια ώρα, σοβαρά στελέχη της αγοράς ρίχνουν μαύρη πέτρα πίσω κι αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό. Γενικώς, όποιος μπορεί να φύγει, φεύγει…
Αυτό το κλίμα δεν προμηνύει τίποτα καλό για την εξέλιξη των πραγμάτων. Και εν πολλοίς οφείλεται σε λάθος προσεγγίσεις και λάθος πολιτικές των τελευταίων μηνών. Τα πράγματα έχουν αφεθεί να λιμνάζουν και οι πάντες περιμένουν το τι θα γίνει με τη διαπραγμάτευση. Αυτή η άβουλη και παθητική στάση απέναντι στην πραγματικότητα, συσσωρεύει αντί να επιλύει προβλήματα και είναι φανερό πως δεν είναι μόνον στραβός ο γιαλός της Ευρώπης, αλλά αρμενίζουμε στραβά και εμείς ως χώρα.
Ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να κυβερνάει έχοντας διαρκώς στο μυαλό του τους εσωκομματικούς συσχετισμούς και τις κομματικές διαδικασίες. Όσο συμβαίνει αυτό, τελειώσαμε. Βγήκε, για παράδειγμα, ο Τσίπρας κι έκανε μια ισορροπημένη δήλωση για την επένδυση στα ορυχεία χρυσού στη Χαλκιδική, εστιάζοντας στις χιλιάδες θέσεις εργασίας που έχουν δημιουργηθεί και πρόκειται να δημιουργηθούν με την ολοκλήρωση της επένδυσης. Κι έπεσαν πάνω του να τον φάνε! Οι «δικοί» του! Με ποια αξιοπιστία θα μπορέσει ο πρωθυπουργός να προσελκύσει επενδύσεις; Αφού όπου κι αν σχεδιαστεί να γίνει κάποια επένδυση, οι πρώτοι που θα βγουν απέναντι θα είναι οι «δικοί» του. Γιατί; Γιατί έχουν επενδύσει σε πολιτικές καριέρες πάνω στο «τσούρμο» που λέει «όχι σε όλα» και έχει ως μόνη απάντηση κι απαίτηση τον διορισμό στο δημόσιο. Σε ένα δημόσιο χρεωκοπημένο όμως, το οποίο αδυνατεί πλέον να απορροφά τις κομματικές πελατείες. Άρα πρέπει όλοι αυτοί να δουλέψουν κι αυτό φαίνεται πως δεν το θέλει κανένας τους.
Λοιπόν είναι η ώρα να σοβαρευτούμε. Και το στίγμα πρέπει να το δώσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Πρωτίστως να μας δείξει ότι αντιλαμβάνεται το πώς έχουν τα πράγματα και δεν «πετάει» μαζί με τους «δικούς» του σε ιδεολογικά ροζ συννεφάκια. Επιπρόσθετα να μας πει πως σκοπεύει να απαντήσει στο μείζον ζήτημα που αφορά στη σταθεροποίηση της οικονομίας και στη δημιουργία περιβάλλοντος ικανού να προσελκύει επενδύσεις και να δημιουργεί θέσεις δουλειάς. Όλα τα υπόλοιπα είναι «φύκια για μεταξωτές κορδέλες» και η κοινωνία έχει ήδη αρχίσει να το αντιλαμβάνεται πολύ καλά αυτό.
Όπως έγραψα και στην αρχή, οι καλοί λογαριασμοί είναι που κάνουν τους καλούς φίλους. Και πιστεύω πως η αγωνία του Τσίπρα θα έπρεπε να είναι οι καλοί λογαριασμοί με την κοινωνία και όχι με το «τσούρμο» του ΣΥΡΙΖΑ. Με τον ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να είχε ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του πριν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Τώρα έχει μόνο μια επιλογή. Να τον αφήσει πίσω του. Και να μην γυρίσει ούτε λεπτό να κοιτάξει προς τα πίσω. Διότι είτε το πιστεύει, είτε όχι, κινδυνεύει αν γυρίσει να κοιτάξει πίσω, να πάθει ό,τι έπαθε και η γυναίκα του Λωτ στη γνωστή βιβλική ιστορία: να μείνει στήλη άλατος. Και μαζί του, δυστυχώς, όλη η Ελλάδα.