Γράφει ο Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος–Ψυχολόγος
Εξαντλήθηκε ένα πεντάμηνο στο οποίο όλα κινούνταν στο πλαίσιο του σχεδίου V. Ο Βαρουφάκης γοήτευσε τον πρωθυπουργό (λόγω της άνοιας του περί οικονομικών) αλλά λογικά και το δεξί του χέρι τον κ.Παππά (που ως οικονομολόγος θα επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς του Γιάνη) με την ρητορική του δεινότητα και την ικανότητα να στήνει θεωρητικά παίγνια, που βέβαια αγνοούν το εύπλαστο και ευπροσάρμοστο πολλών παραγόντων.
Του παρουσίασε ένα πλάνο που είχε την δραχμή στο φόντο, όχι ως πραγματική εναλλακτική λύση αφού ο ίδιος είχε αρθρογραφήσει αποδομώντας αυτή την προοπτική, αλλά ως μέσο πίεσης και εκβιασμού των εταίρων ώστε να αποδεχτούν μια συμβιβαστική λύση. Εξαρχής το πλάνο του κινούνταν στο σκεπτικό της εντός Ευρωζώνης χρεοκοπίας που θα έφερνε τσουνάμι αρνητικών εξελίξεων στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα και θα έσερνε τους δανειστές γονατιστούς στα σκαλοπάτια του Μαξίμου να εκλιπαρούν για μια αριστερή συμφωνία.
Φυσικά τίποτα από αυτά δεν συνέβησαν όταν αποφάσισαν να καθυστερήσουν την πληρωμή της δόσης στο ΔΝΤ, που παρόλο που δεν είναι του ίδιου μεγέθους με μια ολοσχερή χρεοκοπία, μας έδωσε μια αίσθηση της ψύχραιμης αντίδρασης των αγορών και της σταθερότητας του ευρώ. Άλλωστε όπως εδώ και μήνες έγραψα τίποτα δεν εμποδίζει τον Ντράκγι να ενισχύσει περαιτέρω την ποσοτική χαλάρωση ώστε να περιορίσει την αναταραχή στα επιτόκια δανεισμού χωρών της Ευρωζώνης λόγω ενός Grexit.
Όταν το σκηνικό που είχε στήσει ο Βαρουφάκης κατέρρευσε αφήνοντας τον Τσίπρα γυμνό από επιχειρήματα κατέληξε σε αυτό που προέβλεπα από τον Ιανουάριο. Την υπογραφή μιας συμφωνίας με τους χειρότερους δυνατούς όρους, διαλυμένο τραπεζικό σύστημα και κεφαλαιακούς ελέγχους που φόβισαν τόσο την κοινωνία που το νέο σκληρό μνημόνιο φάνταζε σχεδόν ως βάλσαμο. Με μπόλικη συνωμοσιολογία παρουσιάστηκε ως μάρτυρας ενός Ευρωπαϊκού εκβιασμού τον οποίο θα αντιμετώπισε με… αριστερή περηφάνια.
Τι ακολουθεί από εδώ και πέρα; Η αντιπολίτευση εγκλωβίστηκε στην στήριξη μιας απείρως χειρότερης συμφωνίας, από όσα η ίδια είχε συμφωνήσει πριν λίγους μήνες, χωρίς να απαιτήσει την προσαρμογή της κυβέρνησης στην απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και την άσκοπη συνέχιση της ρητορικής των γερμανοτσολιάδων. Μια διχασμένη κυβέρνηση επιτρέπεται ακόμα να λειτουργεί ως θεσμικός επικυρίαρχος και ηθικός ελεγκτής των πάντων χωρίς να τίθενται θεσμικά και πολιτικά προαπαιτούμενα για το αναγκαίο συναινετικό ΝΑΙ.
Ο Τσίπρας αφήνεται να διατηρεί μια αίσθηση άχραντου και άμωμου αριστερού ηγέτη που αφού λύσει τα εσωκομματικά του ζητήματα, είτε μέσω της ψήφου εμπιστοσύνης, είτε μέσα από ένα συνέδριο που θα αποκαταστήσει σε κομματικό επίπεδο την ευρύτερη κοινωνική απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ αλλάζοντας ιστορικές εσωκομματικές ισορροπίες, θα απευθυνθεί στην κοινωνία ώστε να αποκτήσει μια πιο συνεκτική πλειοψηφία ικανή να του επιτρέψει να παριστάνει ότι θα συγκρουστεί με την διαπλοκή, την διαφθορά και τη φοροδιαφυγή που θα αποτελέσουν το επικοινωνιακό προεκλογικό αποκούμπι και τον μετεκλογικό μαϊντανό στο μνημονιακό γεύμα που θα μας σερβίρει.
Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αποκλείσει και την περίπτωση μιας πρόσκαιρης αντιπολιτευτικής ψήφου ανοχής, ειδικά από το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ με το βλέμμα σε μετεκλογικές συνεργασίες που ίσως προκύψουν μετά τον διαφαινόμενο εκμηδενισμό της απήχησης των ΑΝΕΛ, ώστε να φτάσουμε τουλάχιστον έως την πρώτη αξιολόγηση ή και το άνοιγμα της συζήτησης για την αναδιάρθρωση του χρέους και να μην εκτροχιαστεί πρόωρα το νέο πρόγραμμα.
Η μεγάλη απορία βέβαια παραμένει. Θα υπάρξει μετεκλογικά ένα κυβερνητικό σχήμα που θα αποτελείται από στελέχη ικανά να τρέξουν την συμφωνία, να επιταχύνουν τους μεταρρυθμιστικούς ρυθμούς και να εντείνουν τα αναπτυξιακά αντίβαρα; Σήμερα ελάχιστα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ πληρούν έστω και κατ’ ελάχιστο αυτές τις προϋποθέσεις. Θα αποδειχτεί ο Τσίπρας ικανός να δομήσει μια διαφορετική ομάδα και να αφήσει οριστικά πίσω του τις δικές του ιδεοληψίες; Αρκεί η επίφαση σοσιαλδημοκρατικής αύρας που θα επιχειρήσει να προσθέσει; Δύσκολο, αμφίβολο, ακόμα και επικίνδυνο για τη χώρα, ως εγχείρημα…