Απόδοση από άρθρο της Jane Hu για το newyorker.com
Η πανδημία έχει μετατοπίσει τα σημεία στα οποία αφιερώνουμε το ενδιαφέρον μας, θέτοντας νέα όρια για το ποιον και για τι μπορούμε να νοιαζόμαστε.
Εδώ και πάνω από έναν χρόνο, σχεδόν στην αρχή της πανδημίας, μια γνωστή μου ανακοίνωσε (στο Twitter) ότι θα έσβηνε το προφίλ της στο Twitter. Αν και το είχε διασκεδάσει, αποφάσισε ότι θα μπορούσε να κάνει περισσότερα πράγματα, αν ήταν online λιγότερο. Έπιασα τον εαυτό μου να της γράφει προσωπικά μηνύματα και να της λέει ότι θα μου έλειπε. Αυτή, αντί να με αποφύγει ευγενικά, ζήτησε το email μου. Μέσα σε λίγους μήνες ξεκινήσαμε να μιλάμε σποραδικά από το τηλέφωνο και μετά να ανταλλάσσουμε SMS καθημερινά· μια οικειότητα που μου φάνηκε αρκετά μοναδική, όχι μόνο για την ψηφιακή εποχή στην οποία ζούμε, αλλά και για τον ένα και παραπάνω χρόνο στον οποίο βιώνουμε την κοινωνική απόσταση.
Ανταλλάσσουμε ακόμα μηνύματα κάθε μέρα. «Σε ποιον στέλνεις μήνυμα;» ρωτάει ο φίλος μου. «Πάλι σε αυτή;». Γέρνει από πάνω μου και βλέπει στο πάνω μέρος της οθόνης μου το γνωστό άβαταρ να κλείνει το μάτι. Αυτό είναι ένα σκηνικό που επαναλαμβάνεται συνεχώς τον τελευταίο χρόνο. Και, παρόλο που ο φίλος μου δε με έχει κατηγορήσει ακόμα ότι τον απατάω, μια φορά μου ζήτησε να μιλήσουμε σοβαρά και μου εξήγησε γιατί είχε αρχίσει να ζηλεύει.
Στο δοκίμιο του, Περί Φιλίας, του 1841 o Ραλφ Ουάλντο Έμερσον ξεκινάει με μια αλληγορία: ένας «παινεμένος ξένος» φτάνει στο σπίτι κάποιου άλλου, όπου και αντιπροσωπεύει «μόνο ότι είναι καλό και καινούριο». Οι δυο τους, γεμάτοι από προσδοκίες για μια γενναιόδωρη αλληλεπίδραση, αρχίζουν και συζητάνε πολύ ευχάριστα: «Μιλάμε καλύτερα απ’ ότι συνηθίζουμε με άλλους. Είμαστε τσακάλια, έχουμε πιο πλούσια μνήμη και είναι σα να έχουμε φάει γλιστρίδα» και μετά, ξαφνικά, «τελειώνει». Ο μόνος φίλος που αξίζει να έχουμε, λέει ο Έμερσον, είναι αυτός που παραμένει με κάποιο τρόπο, άγνωστος.
Ο Έμερσον, στο Περί Φιλίας, βυθίζεται βαθύτερα στην ένταση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον μαγευτικό ξένο και τον φίλο με την υπερβολική οικειότητα, ανάμεσα σε μια εξιδανικευμένη έννοια και στο άτομο που εμφανίζεται ακάλεστο για να σου φάει όλα τα πατατάκια. Οι φιλίες που αντέχουν στον χρόνο εμπεριέχουν την αντίθεση μεταξύ απουσίας και αμεσότητας, «τη συστολή και τη διαστολή της καρδιάς», όπως λέει ο Έμερσον, την «άμπωτη και την πλημμυρίδα της αγάπης». Όταν πρωτοδιάβασα τον Έμερσον, φοιτήτρια ακόμα, με τράβηξε αμέσως το ουτοπικό όραμα της υπερβατικής του φιλοσοφίας· στα 18 μου, ήθελα κι εγώ την υπερβατικότητα. Τώρα όμως, όσο τον βλέπω ξανά, με εντυπωσιάζει περισσότερο η έλλειψη συναισθηματισμού, πίσω από τον, μερικές φορές, γλαφυρό τρόπο γραφής του. «Υπερεκτιμούμε συχνά τη συνείδηση του φίλου μας», γράφει. «Η πραγματική κοινωνία είναι μια αέναη απογοήτευση… Οι ικανότητές που έχουμε μας παραπλανούν και οι δύο μεριές ανακουφίζονται από τη μοναξιά». Ο Έμερσον έγραφε εν μέσω μιας κρίσης στη φιλελεύθερη δημοκρατία, όπου η φλόγα για τις αρχές που επιτάσσουν την κατάργηση της δουλείας άρχισε να σβήνει και οι πολιτικές διαμαρτυρίες επικαλύφθηκαν από έναν απλό συμβολισμό και από ημερήσιες διατάξεις που διέπονταν από συμφέροντα. Πιθανώς θεωρούσε πολύτιμο να έχει έναν βαθμό αποστασιοποίησης, εν μέρει επειδή ήταν δύσπιστος για την αποτελεσματικότητα της ομαδικής σκέψης.
Είμαι πεπεισμένη πως ο Έμερσον θα εκτιμούσε πολύ τα μηνύματα, τα οποία χαρίζουν την οικειότητα της αλληλογραφίας, αλλά έχουν πολύ λιγότερες απαιτήσεις. Ένα τηλεφώνημα μπορεί να κάνει τους φίλους σου να δείχνουν λιγότερο ενοχλητικοί, κάτω από το φως της φαντασίας. Σκέφτηκα πολύ αυτή την παρατήρηση και μετά την έστειλα με μήνυμα, στη νέα μου, εκτός Tweeter, φίλη. Μετά από λίγο, έστειλε μήνυμα ότι συμφωνεί.
Η τελευταία μου έξοδος, πριν από την καραντίνα, ήταν με δύο γυναίκες με τις οποίες δε μιλάω πια. Σταματήσαμε να μιλάμε μέσω μηνυμάτων, καμία λεκτική επικοινωνία, καμία τετ α τετ αντιπαράθεση. Η φιλία μας έδειχνε ήδη προβληματικά σημάδια, αλλά η πανδημία επιτάχυνε το τέλος, εν μέρει επειδή ξέραμε ότι δε θα βλεπόμασταν κάπου τυχαία για κάποιο διάστημα. Μετά από μήνες σιωπής από όλες τις μεριές, αποφάσισα να επισημοποιήσω τον χωρισμό και διέγραψα και τις δύο από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Παρόλο που η πανδημία βοήθησε να μπει ένα οριστικό τέλος σε κάποιες φιλίες, άλλες εξασθένησαν και έγιναν ένα απλό κλαψούρισμα. Όταν κάποιος περιορίζεται στα μηνύματα, τα τηλεφωνήματα και τους περίεργους εορτασμούς μέσω Zoom, τότε σταδιακά αντιλαμβάνεται κανείς ποιες φιλίες παραμένουν, όσο παραμένει και η στοργή και ποιες θα καταρρέουν γιατί δεν έχουν γερά θεμέλια. (Ένα πρόσφατο δοκίμιο στο περιοδικό Times, που έχει κατακριθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δίνει συμβουλές για το πως να αποδράσει κανείς από τους φίλους του μετά την πανδημία. Σε μια ανησυχητική στιγμή, προειδοποιεί τους αναγνώστες να «προσέχουν» να μην περνάνε πολύ χρόνο με φίλους που έχουν πρόβλημα με το βάρος τους, με κατάθλιψη ή με χρήση ουσιών). Με την απουσία των κοινών χώρων κοινωνικοποίησης, το γραφείο, την καφετέρια, τα πάρτι, το γυμναστήριο, κάποιες σχέσεις αποδεικνύεται πως είναι μόνο θέμα βολής. Καθώς αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο ξεκινάμε σωματικά και ψυχολογικά να κοινωνικοποιούμαστε, κατάλαβα πως μερικές φιλίες δεν μπορούν να συμβαδίσουν με αυτόν τον νέο τρόπο. Είναι πια παρελθόν οι ώρες του διαλείμματος στη δουλειά, το να γυρνάμε μαζί με τα πόδια, ακόμα και, το παραδέχομαι απρόθυμα, τα ραντεβού στο γυμναστήριο, εκεί όπου με κομμένη την ανάσα, λέγαμε τα νέα μας πάνω στα ελλειπτικά μηχανήματα. Αν το σκεφτεί κανείς καλά, θα αναρωτηθεί: Πήγαινα στο γυμναστήριο για να δω τη φίλη μου ή έβλεπα τη φίλη μου επειδή πήγαινα στο γυμναστήριο;
Αυτά τα ερωτήματα έρχονται στο προσκήνιο, όσο κάποιοι τυχεροί από εμάς επιστρέφουν στους κοινούς αυτούς χώρους. Δίχως άλλο θα συναντηθώ με άτομα που η σχέση μας έχει παγώσει και φαντάζομαι ότι θα υπάρχει αμηχανία και ψυχρή ατμόσφαιρα. Στην περίπτωση των γνωστών από τη δουλειά, αναρωτιέμαι αν θα συνεχίσουμε το διάλειμμα για καφέ, ή τα ποτά μετά το σχόλασμα όπως ακριβώς και πριν. (Και κανείς δεν ξέρει αν θα δω ποτέ από κοντά τη νέα μου φίλη από την πανδημία.) Άλλωστε η κοινωνικότητα περιλαμβάνει όση πρόζα έχει και η ποίηση· απλές ευγενικές χειρονομίες λόγω του αναγκαστικού μοιράσματος απλών πραγμάτων, όπως του γραφείου ή μιας μετακίνησης από και προς τη δουλειά μας.
Τέτοιου είδους τυπικότητες με έκαναν να διαβάσω ξανά τον Έμερσον. Σύμφωνα με αυτόν, η πιθανότητα μιας φιλίας, οποιασδήποτε φιλίας, εν τέλει έχει δομικό και όχι προσωπικό χαρακτήρα. «Οφείλω να φέρομαι ισότιμα σε κάθε σχέση», γράφει. «Δεν έχει καμία διαφορά το πόσους φίλους έχω και το τι συζητάω με κάθε έναν από αυτούς, αν υπάρχει κάποιος με τον οποίο δεν είμαι ισότιμος». Αν είσαι επαρκής για έναν φίλο σου, λέει ο Έμερσον, θα είσαι επαρκής για όλους. Αυτό μπορεί να ακούγεται αυτονόητο, αλλά δεν έχει εξελιχθεί με αυτό τον τρόπο για εμένα στην καραντίνα, όπου πολλές σχέσεις μου επηρεάστηκαν από προβολές άγχους και σκληρές ερμηνείες για τη συμπεριφορά των άλλων. Το να μιλάς άσχημα για κάποιον μπορεί να φέρει κοντά δύο άτομα· αλλά πρέπει να το κάνουμε με, και όχι για τους φίλους μας. Το οικοσύστημα του Έμερσον με τις δίκαιες φιλίες αποτελεί μια συμβουλευτική ιστορία κοινωνικής απόστασης, εκεί όπου πολλοί από εμάς βρέθηκαν να έρχονται σε αυξανόμενες αντιπαραθέσεις και η ανισότητες μεταξύ μας έγιναν πολύ εμφανής.
Μια καλή συζήτηση, μας θυμίζει ο Έμερσον, είναι η απαραίτητη κόλλα που ενώνει κάθε φιλία. Αλλά, δεδομένης της εξασθένησης των κοινωνικών υποχρεώσεων κατά τη διάρκεια της καραντίνας, φαινόταν ότι όλο και πιο πολύ μειώνονταν τα θέματα συζήτησης. Θυμήθηκα μια παλιά μου σχέση από απόσταση στο πανεπιστήμιο, με τον οποίο κάθε τηλεφώνημα είχε αρχίσει να φαίνεται σαν αγγαρεία, μέχρι που σταματήσαμε εντελώς να μιλάμε. Εκτός από τις λιγότερες κοινές εμπειρίες, οι κρίσεις της πανδημίας επιδείνωσαν τις ήδη υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες. Τα βάρη και οι συνέπειες που κουβαλάγαμε όλοι δυσκόλεψαν την επικοινωνία και το τι μπορούσαμε να μοιραστούμε. Παλαιότερες κουβέντες για τη δουλειά και τα παιδιά, τώρα έφτασαν να αποκαλύπτουν πόσο προνομιούχος είναι ή δεν είναι κάποιος, ξεκινώντας με το ποιος είχε χώρο στο σπίτι του για να φτιάξει γραφείο· ποιος μπορούσε να δουλεύει από το σπίτι (ή από το δεύτερο του σπίτι, ή το σπίτι των παππούδων που θα βοηθούσαν και με τα παιδιά)· ποιος είχε ακόμα δουλειά (και τι είδους δουλειά ήταν αυτή). Η πιθανότητα της φιλίας και της ισότητας έφτασε να περιστρέφεται γύρω από την τάξη και τη φυλή όσο ποτέ. Όπως και τα θέματα των φιλικών συζητήσεων.
Η πανδημία μετατόπισε τα σημεία στα οποία αφιερώνουμε το ενδιαφέρον μας, ιδιαίτερα στο διαδίκτυο, αποσαφηνίζοντας εκ νέου τα όρια για το ποιον και για τι μπορούμε να νοιαζόμαστε. Κάποιοι απομακρύνθηκαν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ άλλοι έκαναν πιο πολλά ποστ από ποτέ. Επειδή ανήκω στη δεύτερη κατηγορία όπως λένε οι άλλοι, από παράπονα μέχρι περιαυτολογίες, τα ποστ άρχισαν να έχουν μια ασυνήθιστη δυσκολία. Καμία διαδικτυακή θέση δε φαινόταν συμπτωματική ή ασφαλής από προβολές ή εξονυχιστική εξέταση. Οποτεδήποτε κάποιος εξέφραζε ότι υποφέρει ή ότι χαίρεται έμοιαζε δυσανάλογη προς τους άλλους. Με τα αποθέματα ενέργειας όλων μας να μειώνονται, άρχισα κάποιες φορές να νιώθω πολύ έντονα λες και ο κόσμος που ζούμε μας έχει ξεγελάσει στο να νομίζουμε ότι παίζουμε κάποιο παιχνίδι μη μηδενικού αθροίσματος, δηλαδή ότι δε θα μπορέσουμε ποτέ να κερδίσουμε. Το δημόσιο σχόλιο κάποιου γίνεται η τροφή για τα προσωπικά μηνύματα μεταξύ άλλων. Κάτι που, πρέπει να παραδεχτώ, είναι και ο λόγος που ήρθαμε πιο κοντά με τη νέα μου φίλη από την πανδημία.
Προς το τέλος του δοκιμίου ο Έμερσον γράφει «Τελευταία μου φαινόταν πιο πιθανό απ’ όσο νόμιζα να διατηρήσω μια καλή φιλία μονόπλευρα, χωρίς να υπάρχει η αντίστοιχη ανταπόκριση από την άλλη μεριά». Η δουλειά στις βάσεις μιας φιλίας πηγάζει από μια θεμελιώδη κοινωνική υποχρέωση· αυτή που χρωστάμε στους άλλους, είτε είναι ξένοι, είτε φίλοι, αυτή της βασικής τυπικότητας που θα θέλαμε να δείχνουν και σε εμάς. Η άμπωτη και η πλημμυρίδα των φιλικών σχέσεων της προηγούμενης χρονιάς ήταν κάπως αμήχανα κοινότοπη και συχνά αυτό δεν ξεκίναγε από κάπου, δεν έφταιγε κανείς. Ωστόσο, όπως μπορεί να μοιραστεί η ευθύνη για τη διάλυση μιας φιλίας, έτσι μπορεί να μοιραστούν και οι ενέργειες που απαιτούνται για να χτιστεί ξανά.