Σημαντική πρόοδο, αλλά και προκλήσεις, κυρίως όσον αφορά στη διατήρηση της κερδοφορίας των τραπεζών και τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, καταγράφει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη νέα έκθεσή της, η οποία συντάχθηκε στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την Κομισιόν, οι τράπεζες κατέγραψαν εξαιρετικές επιδόσεις το 2023, με τα καθαρά κέρδη να «αγγίζουν» τα 3,6 δισ. ευρώ, ως απόρροια κυρίως των επιτοκιακών εσόδων, με τις ίδιες να επωφελούνται από την αναπροσαρμογή προς τα πάνω των δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου και την πιο αργή και σημαντικά χαμηλότερη αύξηση στα επιτόκια καταθέσεων. Παράλληλα, τα έσοδα από προμήθειες ενισχύθηκαν, επίσης, σε ετήσια βάση, λαμβάνοντας ώθηση πρωτίστως από τις χορηγήσεις, τις συναλλαγές με κάρτες και το asset management. Παρά τις πληθωριστικές πιέσεις δε, τα λειτουργικά έξοδα αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά, ενώ οι προβλέψεις, επίσης, μειώθηκαν ως αποτέλεσμα του περιορισμού του όγκου των «κόκκινων» δανείων (σ.σ. στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου ο δείκτης NPL έπεσε στο 6,6% από 8.7% τον ίδιο μήνα του 2022 και 8.4% τον Ιούνιο του 2023). Ο μέσος όρος του δείκτη κόστους προς εισόδημα των συστημικών τραπεζών διαμορφώθηκε σε 35% το 2023, γεγονός που τις τοποθετεί μεταξύ των καλύτερων στη ζώνη του ευρώ, ενώ η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων τους ήταν ακόμη διψήφια, κλείνοντας τη χρονιά με 12%.
Στον αντίποδα, ωστόσο, η Κομισιόν εστιάζει στο γεγονός ότι η κερδοφορία των τραπεζών έχει μάλλον πιάσει… ταβάνι. «Αναμένεται να παραμείνει ισχυρή, αλλά όχι σε αυτά τα υψηλά επίπεδα ενόσω θα συνεχίζεται η αποκλιμάκωση των επιτοκίων», αναφέρει χαρακτηριστικά, προσθέτοντας, ωστόσο, πως οι τράπεζες ήδη διερευνούν τη στρατηγική τους, προκειμένου να ανακτήσουν τις όποιες απώλειες μέσω άλλων οδών. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η Κομισιόν σημειώνει πως τα περιθώρια κέρδους θα μπορούσαν να ενισχυθούν μετά από μία «χειροπιαστή» μείωση των κινδύνων που με τη σειρά της, θα επέφερε περιορισμό του κόστους χρηματοδότησης. «Στο μεταξύ, οι τράπεζες μπορεί να χρειαστεί να προβούν σε πρόσθετες προβλέψεις για τα δάνεια με κρατικές εγγυήσεις που έχουν κολλήσει σε δικαστικές διαδικασίες και δεν έχουν ακόμη καταβληθεί, κάτι που θα επιβάρυνε, επίσης, την κερδοφορία τους», προσθέτει.
Όσον αφορά στην ποιότητα των κεφαλαίων τους, η Κομισιόν, αφού υπενθυμίζει πως το 44% είναι αναβαλλόμενη φορολογία, απευθύνει σύσταση ώστε στις επικείμενες διανομές μερισμάτων να έχει «μετρηθεί» αναλόγως και η ανάγκη μείωσης των επιπέδων αυτής. «Τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες έχουν καταγράψει σημαντικά αποτελέσματα προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ στα σχέδιά τους είναι και η περαιτέρω συρρίκνωση του ποσοστό της, γεγονός, όμως, που είναι σε πλήρη συνάρτηση με τη διατήρηση της μελλοντικής κερδοφορίας τους», τονίζει.
Την ίδια στιγμή, ο επίμονος πληθωρισμός και τα υψηλότερα επιτόκια μπορεί να αποδυναμώσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των δανειοληπτών και ως εκ τούτου, όπως επισημαίνει η Κομισιόν, αποτελούν κινδύνους για την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών. «Ο πληθωρισμός διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και επηρεάζει αρνητικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων μέσω του αυξημένου λειτουργικού κόστος. Ταυτόχρονα, τα υψηλότερα επιτόκια αυξάνουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, τόσο των ιδιωτών, όσο και των επιχειρήσεων. Αυτές οι προκλήσεις επιβαρύνουν ιδιαίτερα αυτούς με δάνεια που φέρουν κυμαινόμενο επιτόκιο, οι οποίοι έχουν δει τις μηνιαίες δόσεις των δανείων τους να αυξάνονται σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια», αναφέρει, αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ότι το πλαφόν στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων και η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος λόγω της υψηλότερης απασχόλησης και των μισθών θα λειτουργήσει υποστηρικτικά.
Σε κάθε περίπτωση, η Κομισιόν υπογραμμίζει πως ο δείκτης NPL των ελληνικών τραπεζών παραμένει ο υψηλότερος στην Ευρώπη, ενώ οι περιορισμένες εγγυήσεις του Ηρακλή 3, σε συνδυασμό με την υψηλή ζήτηση, τις υποχρεώνουν να στραφούν σε πιο οργανικές λύσεις για την περαιτέρω τακτοποίηση του προβληματικού στοκ.
Οι servicers
Ως δύσκολο και επίπονο χαρακτηρίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το έργο της επίλυσης του μη εξυπηρετούμενου χρέους που έχει περάσει εκτός τραπεζών, στα «χέρια» των servicers, αποκαλύπτοντας πως οι τελευταίοι έχουν ήδη δεχθεί κυρώσεις για μη επίτευξη των στόχων των business plans.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, μέχρι το τέλος του 2023 οι servicers διαχειρίζονταν δάνεια, ύψους 69,5 δισ. ευρώ (εξαιρουμένων των απαιτήσεων εκτός ισολογισμού). «Η υποαπόδοση (σε σύγκριση με τα αρχικά επιχειρηματικά σχέδια) διαφόρων χαρτοφυλακίων που τιτλοποιήθηκαν στο πλαίσιο του αρχικού σχήματος Ηρακλής συνεχίσθηκε, καθώς οι ανακτήσεις συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων δικαστικών εμποδίων», σημειώνεται, αποκαλύπτοντας πως αυτό είχε ως αποτέλεσμα ορισμένες από τις αμοιβές των servicers να έχουν ήδη ανασταλεί. Υπενθυμίζεται πως βάσει Νόμου εφόσον οι καθαρές εισπράξεις από την έναρξη της διαχείρισης του χαρτοφυλακίου υπολείπονται κατά 20% ή περισσότερο των καθαρών εισπράξεων που έχουν προϋπολογισθεί θα αναβάλλεται η καταβολή τουλάχιστον του 20% της αμοιβής του διαχειριστή. «Αυτή η υποαπόδοση απαιτεί συνεχή παρακολούθηση και είναι κυρίως αποτέλεσμα χαμηλών ανακτήσεων από πλειστηριασμούς λόγω της αναστολής των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης κατά την πανδημία COVID-19. Ωστόσο, οι καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες, η υψηλή αναλογία ανεπιτυχών πλειστηριασμών και η έλλειψη ρευστότητας στη δευτερογενής αγορά για τα ΜΕΔ επιβραδύνουν, επίσης, τη διαδικασία. Αυτό έχει ως εκ τούτου καθυστερήσει την επιστροφή πολλών δανειοληπτών στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα», καταλήγει.
Αξίζει να αναφερθεί πως, με βάση τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην έκθεση, μεγάλο μέρος των πλειστηριασμών είτε αναστέλλονται για διαδικαστικούς λόγους είτε απέτυχαν λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος. Πιο αναλυτικά, οι πλειστηριασμοί που προγραμματίστηκαν μεταξύ Νοεμβρίου 2023 – Φεβρουάριου 2024 κινήθηκαν πτωτικά (7.910 τον Νοέμβριο του 2023, 5.529 τον Δεκέμβριο του 2023, 5.222 τον Ιανουάριο του 2024 και 4.312 τον Φεβρουάριο του 2024), ενώ το ποσοστό των αναστολών κυμαίνεται γύρω στο 50%. Για όσους διενεργήθηκαν το ποσοστό των άγονων υπερβαίνει σταθερά και σημαντικά αυτό των επιτυχημένων (58% έναντι 42% τον Σεπτέμβριο και τον Νοέμβριο 2023 και τον Ιανουάριο 2024, 57% έναντι 43% τον Οκτώβριο 2023, 61% έναντι 39% το Δεκεμβρίου 2023 και 66% έναντι 34% τον Φεβρουάριο του 2024).
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, σταθερά πάνω από το 70% διαμορφώνεται το ποσοστό των εγκρίσεων από τους πιστωτές στον εξωδικαστικό μηχανισμό, με τις αιτήσεις από πλευράς των δανειοληπτών να έχουν ανεβάσει ρυθμούς. Ειδικότερα, από την έναρξη λειτουργίας της πλατφόρμας έχουν υποβληθεί περίπου 38.000 αιτήσεις (που αντιστοιχούν σε 15,6 δισ. ευρώ χρέους έναντι 7,7 δισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2023). Περίπου 15.400 αιτήματα οδήγησαν σε επιτυχή αναδιάρθρωση που αντιπροσωπεύουν 5,5 δισ. ευρώ χρέους (έναντι 5,2 δισ. ευρώ στην προηγούμενη έκθεση).
Πηγή newmoney.gr