Ποδαρικό στη νέα χρονιά με τον αέρα που τους δίνει η ανάκτηση -έπειτα από σχεδόν μία 10ετία- της επενδυτικής βαθμίδας κάνουν οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες καλούνται από τη μία να διαχειριστούν μια σειρά από προκλήσεις, που όμως δεν συγκρίνονται με αυτές του πρόσφατου παρελθόντος, και από την άλλη να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που προκύπτουν.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας στην επενδυτική κατηγορία αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών, επομένως να συντελεσεί στη συγκράτηση του αυξημένου κόστους δανεισμού τους από τις διεθνείς αγορές ομολόγων, λόγω της αυστηροποίησης των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς.
Επίσης, τα άμεσα οφέλη της αναβάθμισης αφορούν τη βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου τίτλων των τραπεζών, μέρος του οποίου αποτελείται από ελληνικά κρατικά ομόλογα, την αύξηση της διαθέσιμης ρευστότητας (εφόσον αυτά πλέον θα μπορούν να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις για την αναχρηματοδότηση των τραπεζών από το ευρωσύστημα χωρίς να χρειάζεται παρέκκλιση από τα σχετικά κριτήρια επιλεξιμότητας) και τη μείωση του κινδύνου αγοράς των τραπεζών, καθώς αναμένεται ότι θα μειωθεί ο συντελεστής ευαισθησίας των ελληνικών τίτλων στις διακυμάνσεις του διεθνούς επενδυτικού κλίματος.
Αναμένεται, επίσης, ότι η πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και στη διατραπεζική αγορά θα καταστεί ευκολότερη για τις ελληνικές τράπεζες – ήδη η αναβάθμιση έχει ασκήσει σημαντική μειωτική επίδραση στο κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από τις κεφαλαιαγορές. Τέλος, αναμένονται σημαντικές μακροχρόνιες θετικές επιδράσεις στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, στον βαθμό που ενισχύεται η κερδοφορία των τραπεζών, μειώνεται ο πιστωτικός κίνδυνος και βελτιώνεται η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών.
Οσον αφορά στην κερδοφορία, η διατήρησή της είναι ίσως η πιο σημαντική πρόκληση για τις εγχώριες τράπεζες, δεδομένου ότι κάποια στιγμή μέσα στο 2024 θα εκκινήσει η διαδικασία αποκλιμάκωσης των επιτοκίων.
Υπενθυμίζεται ότι τα κέρδη του 2023 στηρίχθηκαν κατά κύριο λόγο στη διεύρυνση του επιτοκιακού περιθωρίου, με τους CEOs των συστημικών ομίλων να έχουν ήδη δεσμευτεί προς τους επενδυτές για καθαρά κέρδη πέριξ του ενός δισ. ευρώ σε βάθος τριετίας ανεξαρτήτως των όποιων μειώσεων στα επιτόκια. Στο πλαίσιο αυτό, η εστίαση μετατοπίζεται στην ενίσχυση των εσόδων από άλλες πηγές, όπως το wealth management, αλλά και τα ακίνητα, ενώ ήδη οι τράπεζες προχωρούν σε hedging, κλειδώνοντας επιτόκια της τάξεως του 3% μέσω παραγώγων.
Ψηλά στην ατζέντα των τραπεζιτών για το 2024 βρίσκεται και η ταχεία απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης που δίνει ώθηση στην πιστωτική επέκταση και κατ’ επέκταση στα έσοδα από τόκους. Μέχρι σήμερα έχουν υπογραφεί 244 δανειακές συμβάσεις ύψους 3,6 δισ. ευρώ, οι οποίες αντιστοιχούν σε επενδύσεις αξίας 8,6 δισ. ευρώ. Αγκάθι, ωστόσο, παραμένουν αφενός το ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης (μέχρι τα μέσα του 2026), με το ενδεχόμενο της παράτασης να βρίσκει ευήκοα ώτα μεταξύ των Ευρωπαίων, και αφετέρου οι επενδύσεις που αφορούν στο digital σκέλος, το οποίο, όπως φαίνεται, δυσκολεύει τις τράπεζες.
Εκ των βασικών προκλήσεων είναι και η συνέχιση των εκδόσεων ομολόγων με σκοπό την κάλυψη της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL) σε ένα περιβάλλον αυστηροποίησης των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς. Με βάση τα στοιχεία του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB), απομένουν περίπου 5,5 δισ. ευρώ που πρέπει να καλυφθούν από αντίστοιχες ομολογιακές εκδόσεις ή άλλους τύπους επιλέξιμων στοιχείων παθητικού έως το τέλος του 2025.
Τα κόκκινα δάνεια εξακολουθούν να προβληματίζουν -αν και με μικρότερη ένταση- τις διοικήσεις των τραπεζών, παρά την εντυπωσιακή μείωσή τους τα τελευταία χρόνια. Κι αυτό γιατί οι σχετικοί δείκτες εξακολουθούν να υπολείπονται έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ παράλληλα η διατήρηση των επιτοκίων στα υψηλά τρέχοντα επίπεδα επαναφέρει τον κίνδυνο για ενίσχυση των επισφαλειών. Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία των τεσσάρων συστημικών ομίλων, ο δείκτης κόκκινων δανείων διαμορφώνεται σήμερα πολύ κάτω από το 9%, όταν, για παράδειγμα, το 2016, όπου τα κόκκινα δάνεια είχαν πιάσει ταβάνι, αυτός βρισκόταν στο 48,5% (δηλαδή το στοκ κυμαινόταν στα 107 δισ. ευρώ). Η εκ νέου ενεργοποίηση του «Ηρακλή», πάντως, που βοήθησε τις τράπεζες να απαλλαγούν από κόκκινα δάνεια ύψους 48 δισ. ευρώ, θα συμβάλλει στην περαιτέρω μείωση του εναπομείναντος στοκ.
Αποεπένδυση και μερίσματα
Την ευκαιρία αφενός της πλήρους ιδιωτικοποίησής τους, με την αποχώρηση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από το μετοχικό τους κεφάλαιο, και αφετέρου της επιβράβευσης προς τους μετόχους τους μέσω της διανομής μερισμάτων ή και προγραμμάτων buy back θα έχουν οι τράπεζες το 2024.
Eurobank και Alpha Bank έχουν ήδη ολοκληρώσει τη διαδικασία αποεπένδυσης, με την Τράπεζα Πειραιώς και την Εθνική να παίρνουν τη σκυτάλη τη νέα χρονιά. Στην πρώτη το Ταμείο διαθέτει ποσοστό 27%, με την αγορά να αναμένει διάθεση στις αρχές του προσεχούς Μαρτίου του συνόλου του πακέτου των μετοχών, προκειμένου να καλυφθεί η ισχυρή ζήτηση από τους επενδυτές, ενώ στη δεύτερη -μετά και το επιτυχές placement του 22%- το ΤΧΣ διατηρεί ακόμη ένα ποσοστό πέριξ του 18%.
Την ίδια στιγμή, μετά και τις εντυπωσιακές επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών, τόσο στα stress tests όσο και στη διαδικασία ελέγχου SREP, όπου και επιβεβαιώθηκε η υπερεπάρκεια κεφαλαίων, το 2024 αναμένεται να ανοίξει ο δρόμος για τη διανομή μερίσματος. Υπενθυμίζεται πως η μεν Τράπεζα Πειραιώς σχεδιάζει να διανείμει ένα συμβολικό ποσοστό 10%, που όμως θα αυξηθεί στο 25% το επόμενο διάστημα, ενώ σε μέρισμα πέριξ του 25% προσανατολίζεται η Εθνική Τράπεζα. Τέλος, προτεραιότητα των διοικήσεων των Alpha Bank και Eurobank είναι να διαμοιραστεί το 20% και τουλάχιστον το 25% αντίστοιχα των κερδών του 2023.
Πηγή newmoney.gr