Ιδιαίτερα χαμηλά αναμένεται κινηθούν οι αποδόσεις που θα προσφέρουν οι μετοχές από το νέο έτος και πιο συγκεκριμένα στο τρίτο χαμηλότερο επίπεδο κατά την τελευταία δεκαετία, σύμφωνα με έρευνα που διενήργησε η Deutsche Bank, ανάμεσα σε πάνω από 750 επαγγελματίες των αγορών.
Αναμένουν για τον S&P 500 μια μέση απόδοση της τάξεως του 4,2% το 2022, αρκετά χαμηλότερα συγκριτικά με τη μέση απόδοση για τη δεκαετία, συμπεριλαμβανομένου και του 2021 που διαμορφώνεται στο 14,6%. Το 39% των ερωτηθέντων αναμένουν μια απόδοση περίπου 5% για τον S&P 500, το 26% ανεβάζει τον «πήχη» στο 10%, ενώ μόλις το 8% σωρευτικά αναμένει αποδόσεις άνω του 15%. Ένα ποσοστό 19%, αναμένει μια πτωτική κίνηση για τον S&P 500, με το 16% σωρευτικά να αναμένει διόρθωση της τάξεως του 5% – 10%.
Oι μεγαλύτεροι κίνδυνοι που μπορεί να εκτροχιάσουν την πορεία των αγορών το 2022,αποτελούν ο υψηλός πληθωρισμός, η προοπτική ενός «επιθετικού» κύκλου σύσφιξης από τη Fed, οι νέες μεταλλάξεις που μπορεί να διαφύγουν από τα εμβόλια , το γεωπολιτικό ρίσκο και ο στασιμοπληθωρισμός.
Το 80% των διαχειριστών να αναμένει την ολοκλήρωση του tapering μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2022, με το μεγαλύτερο ποσοστό, ήτοι το 47% να συγκεντρώνεται στην απάντηση μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου 2022, ενώ η πλειονότητα των αναλυτών αναμένει δύο αυξήσεις των επιτοκίων από τη Fed εντός του 2022, ενώ ένα ποσοστό της τάξεως του 21% αναμένει πως τα επιτόκια θα φτάσουν στο 0,75%, σηματοδοτώντας έτσι μέχρι και τρεις αυξήσεις.
Οι κεντρικές τράπεζες θα μειώσουν πιθανώς τις νομισματικές διευκολύνσεις έκτακτης ανάγκης, καθώς οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας υποχωρούν ολοένα και περισσότερο. Μια περίοδος αστάθειας της αγοράς μετά από ένα τόσο ισχυρό ράλι δεν θα πρέπει να αποτελεί μεγάλη έκπληξη.
Η UBS διατηρεί τη θετική της άποψη για τον κλάδο της Ενέργειας και των Τραπεζών παρά την τελευταία αυτή περίοδο αστάθειας. Πιστεύει ότι ο ενεργειακός τομέας θα υποστηριχθεί από τις τιμές του πετρελαίου που είναι πιθανό να παραμείνουν υψηλές φέτος και το επόμενο έτος. Προβλέπει ότι το αργό Brent θα φτάσει τα 90 δολ./βαρέλι μέχρι τον Μάρτιο. Επίσης, η UBS συστήνει το κυνήγι ευκαιριών που προσφέρει ο κλάδος υγειονομικής περίθαλψης.
Εκτιμά ότι δολάριο ΗΠΑ θα ενισχυθεί, καθώς ο συνδυασμός της μείωσης αγορών στοιχείων ενεργητικού (tapering) από την πλευρά της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) και της επιβραδυνόμενης παγκόσμιας ανάπτυξης ευνοούν το δολάριο, σε σχέση με νομίσματα που επηρεάζονται από πιο χαλαρές νομισματικές πολιτικές, όπως το ευρώ, το γεν και το ελβετικό φράγκο.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου σε έρευνα που έκανε η Citi στους πελάτες της αποτυπώθηκε η εκτίμηση ότι η πιθανότητα ισχυρής διόρθωσης στις αγορές είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι η συνέχιση της ανόδου.
Ο κλάδος των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, του real estate, των καταναλωτικών αγαθών και των πρώτων υλών παραμένουν οι λιγότερο προτιμώμενοι κλάδοι για το 2022. Η πληροφορική, η υγειονομική περίθαλψη, οι τράπεζες, οι βιομηχανικοί κλάδοι, τα αγαθά πολυτελείας και οι υπηρεσίες επικοινωνίας θεωρούνται ότι θα δώσουν τις καλύτερες αποδόσεις για το 2022.
Η Citigroup είναι overweight (σύσταση υπεραπόδοσης) στις Τράπεζες, τις Ασφάλειες, στις βιομηχανικές επιχειρήσεις, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στα είδη πολυτελείας και στα χημικά προϊόντα. Ταυτόχρονα, είναι underweight (σύσταση υποαπόδοσης) στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, στις τηλεπικοινωνίες, στα τρόφιμα και ποτά, στα είδη προσωπικής φροντίδας, στα ταξίδια, στα αυτοκίνητα και στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Το Ηνωμένο Βασίλειο παραμένει ένα αγαπημένο value trade.
Η παραλλαγή Όμικρον εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά αβέβαιη, και σύμφωνα με το αρνητικό σενάριο των οικονομολόγων της Goldman Sachs το “χτύπημα” στο παγκόσμιο ΑΕΠ στο α’ τρίμηνο του 2022 θα αγγίξει το 2,5%. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της αμερικανικής τράπεζας, οι μετοχές των αναδυόμενων αγορών αποτιμούν αυτή τη στιγμή πως η ανάπτυξη το επόμενο έτος θα κινηθεί στο 3,7% και πολύ χαμηλότερα από το βασικό σενάριο της G.S. το οποίο τοποθετεί την ανάπτυξη στην περιοχή για το 2022 στο 4,9%. Αυτό το “μαξιλάρι”, όπως επισημαίνει η τράπεζα, είναι αρκετά μεγάλο ώστε να υποστηρίξει μία άνοδο της τάξης του 11% στον δείκτη MSCI των αναδυόμενων αγορών κατά το επόμενο έτος.
Όπως σημειώνει η Goldman Sachs, οι μετοχές των αναδυόμενων αγορών διαπραγματεύονται με γενικά πιο ελκυστικό από ό,τι οι αντίστοιχες μετοχές των ανεπτυγμένων αγορών. Επιπλέον, όπως επισημαίνει η G.S., οι προοπτικές ανάπτυξης των οικονομιών στις αναδυόμενες αγορές φαίνεται να βελτιώνονται έναντι της Ευρώπης και της Ιαπωνίας, ακόμη και αν οι προβλέψεις για τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) παραμένουν πιο χαμηλές σε σχέση με αυτές των ΗΠΑ.
Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα JP Morgan προβλέπει ότι το 2022 θα είναι το έτος που θα σηματοδοτήσει το τέλος της πανδημίας του κορονοϊού και θα υπάρξει πλήρης ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.
Η έκθεση της τράπεζας για τις προοπτικές του επόμενου έτους ανέφερε ότι τα νέα εμβόλια και φάρμακα θα οδηγήσουν σε “ισχυρή κυκλική ανάκαμψη, επιστροφή της παγκόσμιας κινητικότητας και απελευθέρωση της ανεκπλήρωτης ζήτησης από τους καταναλωτές”.
Aναμένει ότι ο αμερικανικός S&P 500 θα σημειώσει άνοδο σχεδόν 8% στις 5.050 μονάδες, οι μετοχές των αναδυόμενων αγορών θα ενισχυθούν κατά 18% και οι αποδόσεις των 10ετών αμερικανικών κρατικών ομολόγων θα ανέλθουν στο 2,25% έως το τέλος του 2022.
Οι ευρωπαϊκές αγορές
Η Morgan Stanley με έκθεσή της στο τέλη Νοεμβρίου, τόνιζε ότι είναι αρκετά πιθανή μια σημαντική (διψήφια) διόρθωση στις ευρωπαϊκές μετοχές κάποια στιγμή μέσα στο 2022, καθώς οι μετοχές που κινήθηκαν ανοδικά επί 18 μήνες, χωρίς καμία διόρθωση σοβαρού μεγέθους δεν μπορεί να συνεχιστεί για άλλους δώδεκα μήνες.
Αιτιολογεί την άποψή του επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι το 2022 υπάρχουν πολιτικά ρίσκα, όπως οι γαλλικές προεδρικές εκλογές, και οικονομικά ρίσκα, όπως η πορεία της ζήτησης αλλά και το πιθανό tapering της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Bank of America η οποία αναμένει πτώση άνω του 10% για τις ευρωπαϊκές μετοχές το 2022. Οι ευρωπαϊκές μετοχές έχουν αυξηθεί κατά 75% από το χαμηλό τους τον Μάρτιο του 2020, ενισχυμένες από ένα θετικό περιβάλλον επιτάχυνσης της ανάπτυξης και ένα μειωμένο προεξοφλητικό επιτόκιο (με τις πραγματικές αποδόσεις των ομολόγων να πέφτουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα).
Για το νέο έτος η BofA αναμένει διαφορετικό σκηνικό στις ευρωπαϊκές αγορές μετοχών. Θα είναι ένα έτος επιστροφής αρνητικών αποδόσεων, καθώς η ανάπτυξη επιβραδύνεται και πάλι προς τη μακροπρόθεσμη τάση της και την απόσυρση της νομισματικής πολιτικής των κινήτρων, που οδηγεί σε υψηλότερες πραγματικές αποδόσεις επί των ομολόγων. Ως αποτέλεσμα, βλέπει 12% πτωτική τάση για τον δείκτη Stoxx 600 μέχρι το τέλος του 2022.
Μετά από μια βραχυπρόθεσμη ανάκαμψη, το ΑΕΠ των ΗΠΑ φαίνεται ότι θα εξασθενήσει κατά τη διάρκεια του 2022, εκτιμά ο οίκος.
Η αναπτυξιακή δυναμική της ζώνης του ευρώ είναι επίσης πιθανό να επιβραδυνθεί λόγω της εξασθένησης της οικονομίας, μιας αρνητικής δημοσιονομικής ώθησης και της επιβάρυνσης από τις υψηλές τιμές της ενέργειας. Αναμένει ότι ο κύκλος αναβάθμισης των κερδών ανά μετοχή (EPS) θα φτάσει στο τέλος του, ενώ οι πολλαπλασιαστές αποτίμησης των μετοχών συνεχίζουν να εξασθενούν.
Η εξασθένηση της αύξησης των κερδών ανά μετοχή, οι εύλογα υψηλές αποτιμήσεις και η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής σημαίνουν ότι το 2022 αναμένεται να είναι μια πιο δύσκολη χρονιά για τις ευρωπαϊκές μετοχές σε σχέση με το 2021, εκτιμή η Citigroup Παρ’ όλα αυτά, η τιμή-στόχος για τον δείκτη Stoxx 600 για το τέλος του 2022 είναι οι 520 μονάδες, γεγονός που συνεπάγεται 9% περιθώριο ανόδου. Προβλέπει κέρδη +12% στον βρετανικό δείκτη μετοχών FTSE 100.
H Citi στην ετήσια έκθεση στρατηγικής της για τις ευρωπαϊκές μετοχές προβλέπει αύξηση 9% του πανευρωπαϊκού δείκτη Stoxx 600 μέχρι το τέλος του 2022. Αναμένει τα ευρωπαϊκά κέρδη ανά μετοχή (EPS) να αυξηθούν κατά 5% το 2022, στηριζόμενα σε μια θεαματική ανάκαμψη 70% το 2021.
Η άνοδος των κερδών θα βοηθήσει τις ευρωπαϊκές μετοχές να προχωρήσουν μπροστά, παρά τις λογικά ακριβές αποτιμήσεις και την προοπτική αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ. Οι προβλέψεις της αμερικανικής τράπεζες υποδηλώνει μια ήπια άνοδο, εν μέρει λόγω των αναμενόμενων κερδών και στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, για την οποία διατηρεί επιφυλακτική στάση.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ