Γράφει ο Ceteris Paribus
Στην Ιταλία, «βασιλεύουν» πλέον ο Ματέο Σαλβίνι και η ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά. Στην Ουγγαρία, ο ακροδεξιός Βίκτορ Όρμπαν έχει γίνει καθεστώς. Στην Αυστρία, την τελευταία στιγμή αποσοβήθηκε μια ανάλογη εξέλιξη το 2017, όταν ο κεντρώος και Πράσινος Σεμπάστιαν Κουρτς έκανε προεκλογικά μια θεαματική μεταμόρφωση επί το εθνοπρεπέστερον για να κερδίσει τον ακροδεξιό αντίπαλό του για την καγκελαρία.
Στην Ελλάδα, ποιο θα είναι το σενάριο ύστερα από το… έπος της νέας «εθνεγερσίας» για το Μακεδονικό; Θα προσομοιάζει στην Ιταλία και την Ουγγαρία ή την Αυστρία; Ή μήπως θα είναι μια εντελώς ιδιότυπη ελληνική εκδοχή;
Το σίγουρο είναι ότι και στις… καλύτερες ευρωπαϊκές οικογένειες η μετατόπιση του πολιτικού «άξονα» προς την ακροδεξιά αποδεικνύει πως οι κοινωνίες δυσπιστούν απέναντι στις πάγιες συστημικές πολιτικές εκφράσεις και στρέφονται στον πολιτικό ριζοσπαστισμό – εν προκειμένω, της άκρας δεξιάς. Η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση;
Από τις «πλατείες» του 2011, στις «πλατείες» του 2018
Ύστερα από την ντε φάκτο χρεοκοπία του 2010, το εκκρεμές του πολιτικού ριζοσπαστισμού στην Ελλάδα κινήθηκε προς τα αριστερά. Η απογοήτευση της κοινωνίας από τις παλιές πολιτικές δυνάμεις του παραδοσιακού δικομματισμού ήταν έκδηλη, είχε την τάση να εκφραστεί με διάφορες μορφές πολιτικού ακτιβισμού και ζητούσε πολιτική διέξοδο. Τότε το πολιτικό πρόταγμα ήταν η «κοινωνική δικαιοσύνη» – απάντηση στο σοκ των μνημονίων. Η «εθνική ανεξαρτησία» ή η «ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας» ήταν δευτερεύον και εξαρτώμενο πρόταγμα: ήταν απαραίτητη για να υλοποιηθεί ένα πρόγραμμα κοινωνικής δικαιοσύνης. Το ιδρυτικό γεγονός της ραγδαίας πολιτικής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αδιαμφισβήτητα οι «πλατείες» του 2011.
Σήμερα ζούμε μια νέα κατάσταση «πλατειών», αλλά πλέον πολύ διαφορετικών. Το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν είναι απλώς δευτερεύον: έχει εξαφανιστεί. Τη θέση του πήρε το «εθνικό» πρόταγμα. Σε τι συνίσταται αυτό; Δύσκολο να απαντηθεί. Διότι το παράξενο με τούτη τη νέα μορφή πολιτικού ριζοσπαστισμού είναι ότι, σε μια κοινωνία οδυνηρών και εκτεταμένων υλικών στερήσεων, δεν εδράζεται σε συγκεκριμένες υλικές προσδοκίες αλλά στο «ιδεώδες» της «εθνικής υπερηφάνειας». Το δε ακόμη πιο παράξενο είναι πως ούτε αυτό το «ιδεώδες» μεταφράζεται σε πολύ συγκεκριμένα πράγματα: όλα είναι «κλίμα» και «συναίσθημα» και γι’ αυτό όλα είναι πολύ θολά.
Και όχι μόνο αυτό: όλα είναι πολύ… ανορθολογικά. Για τον κόσμο που κατεβαίνει στις πορείες για το Μακεδονικό θα αρκούσε άραγε απλώς να μείνει εκκρεμές για πάντα το ζήτημα του ονόματος; Ναι, αν η διπλωματική ακινησία δεν θα προκαλούσε νέες «επιβαρύνσεις» στο αίσθημα αξιοπρέπειάς του που έχει πληγεί σκληρά όλα αυτά τα χρόνια. Θα ήθελε μια συμφωνία καλύτερη σε τούτο ή το άλλο σημείο; Ναι, αλλά μόνο αν η άλλη πλευρά δεν θα έβρισκε τον εαυτό της σε μια τέτοια συμφωνία – αλλά τότε η συμφωνία θα έπρεπε να της επιβληθεί με τα όπλα…
Έτσι, οι νέες «πλατείες» είναι μεν πολιτικός σπασμός που εγκυμονεί νέες πολιτικές εκφράσεις ή μετατοπίσεις πολιτικών συσχετισμών, αλλά ταυτόχρονα είναι μια μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας τόσο διάχυτη, τόσο αποστασιοποιημένη από συγκεκριμένες δεσμεύσεις, τόσο «ανέπαφη» με το κοινωνικό πρόβλημα, ώστε από τη ναι να εγκυμονεί την ακραία αυθαιρεσία για τους ηγήτορες και πολιτικούς «εκφραστές» της και από την άλλη να είναι δύσκολο να μορφοποιηθεί. Αν πρόκειται όμως να προσλάβει συγκεκριμένη πολιτική έκφραση, δεν αρκεί το Μακεδονικό, που εξάλλου προϊόντος του χρόνου θα χάνει την άμεση αξία του, ούτε κάποιο άλλο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής – θα χρειαστεί μια συνολική πολιτική «αφήγηση».
Το «κλειδί»: η μνημονιακή μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ
Τι θέλει να πει ο «ποιητής»; Δηλαδή, τι είναι αυτό που πραγματικά κινητοποιεί όλον αυτό τον κόσμο; Ποια είναι η πραγματική μήτρα που γεννάει το «φαινόμενο»;
Εδώ υπάρχουν δύο ειδών απαντήσεις: Η πρώτη, ότι είναι μορφή στρεβλής έκφρασης της σωρευμένης κοινωνικής ανέχειας: ο κόσμος προβάλλει στη σφαίρα του «εθνικού ιδεώδους» ζωτικές και καταπιεσμένες ανάγκες του που μένουν ανικανοποίητες. Η δεύτερη, ότι έχουμε μια νέα εκδοχή πολιτικής συνείδησης που μορφοποιείται υποκινούμενη πολιτικά από τον τάδε ή τον δείνα πολιτικό χώρο.
Καμία από τις δύο ερμηνείες δεν λέει την πλήρη αλήθεια – αμφότερες αποδίδουν στοιχεία της πραγματικότητας. Διότι αυτό που εκφράζεται εδώ, είναι η διαλεκτική της σχέσης οικονομίας και πολιτικής ή υλικής πραγματικότητας και ιδεών. Η πολιτική πάντα θα πληρώνει τα «κόστη» της οικονομίας – τόσο μεγαλύτερα όσο μεγαλύτερη είναι η απόκλιση μεταξύ τους. Και η υλική πραγματικότητα πάντα θα τείνει να εκφραστεί στη σφαίρα των πολιτικών προτιμήσεων και των ιδεών.
Δεν υπάρχουν «αγνά κίνητρα» που μπορούν να απομονωθούν από τον τρόπο που μορφοποιούνται πολιτικά. Ακόμη και οι πιο αγελαίες πολιτικές μορφές έκφρασης της κοινωνικής δυσαρέσκειας έχουν συγκεκριμένο πρόσημο και συνιστούν «ανάληψη ευθύνης». Οι Γερμανοί ψηφοφόροι ψήφισαν μαζικά τον Χίτλερ εξαιτίας της φτώχειας, της υψηλής ανεργίας και του υψηλού πληθωρισμού, αλλά ανέλαβαν με τις πράξεις τους συγκεκριμένες πολιτικές ευθύνες – ιστορικές και τεράστιες, όπως αποδείχτηκε.
Η έκφραση των ημερών ότι «δεν είναι όλοι όσοι συμμετέχουν στα συλλαλητήρια ακροδεξιοί ή φασίστες» είναι εν μέρει, ή κατά το ήμισυ, αληθής: δεν είναι, αλλά αποδέχονται να ηγούνται του «κινήματός» τους οι ακροδεξιοί και φασίστες. Διότι είναι ένα «κίνημα» με ηγεσία και δεσπόζουσες αξίες. Είναι τα στελέχη της Χρυσής Αυγής και σεσημασμένοι ακροδεξιοί που κινούνται «σαν το ψάρι στο νερό» σε αυτά τα συλλαλητήρια και έχουν αναλάβει το ρόλο της ηγεσίας – και ο κόσμος που συμμετέχει, το γνωρίζει καλά και το αποδέχεται. Αντίστοιχα, στις «πλατείες» του 2011 ήταν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς που κινούνταν σαν το «ψάρι στο νερό» και είχαν θέση ντε φάκτο ηγεσίας – εν γνώσει του κόσμου που συμμετείχε.
Τι συμβαίνει τελικά; Μια κοινωνία που έχει απόλυτη ανάγκη του πολιτικού ριζοσπαστισμού εξαιτίας της εκτεταμένης και διαρκούσης κοινωνικής ανέχειας, ακούμπησε τις ελπίδες της πρώτα στην Αριστερά, οι ελπίδες της διαψεύστηκαν οικτρά, στη συνέχεια (εκλογές Σεπτεμβρίου 2015) επιβράβευσε στο πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ τη διάψευση των προσδοκιών της και όταν η μνημονιακή κυβερνητική πολιτεία του ΣΥΡΙΖΑ «ωρίμασε» μέχρι να γίνει συστημική και απωθητική, τώρα στρέφεται στον ακροδεξιό ριζοσπαστισμό.
Τα σημεία καμπής και τα «κλειδιά» των πολιτικών εξελίξεων είναι ο Ιανουάριος του 2015, ο Ιούλιος του 2015 και ο Σεπτέμβριος του 2015. Όλα δρομολογήθηκαν τότε. Όσοι είδαν όλα αυτά υπό το κοντόθωρο πρίσμα των κομματικών ιδιοτελειών, είναι φυσικό να αδυνατούν να βρουν το ερμηνευτικό κλειδί για τους πολιτικούς σπασμούς της τωρινής συγκυρίας.
Τα «κόστη» της οικονομίας και της πολιτικής
Είναι ακόμη νωπή η συζήτηση και αντιπαράθεση με αφορμή το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το 2015: «πόσο κόστισαν στην οικονομία οι πειραματισμοί του ΣΥΡΙΖΑ». Η συζήτηση αυτή προδίδει πολιτική αφέλεια: η οικονομία θα πληρώνει πάντα τα κόστη της πολιτικής, αλλά μόνο επειδή ισχύει και το αντίθετο: ότι η πολιτική πληρώνει τα κόστη της οικονομίας.
Τι είναι ο Όρμπαν, ο Σαλβίνι, ο Τραμπ ακόμη-ακόμη, αν όχι κόστη που πληρώνει η πολιτική για χάρη της οικονομίας; Συνιστά αφέλεια ή πολιτική ιδιοτέλεια να προσπαθείς να υπολογίσεις τέτοια κόστη με οικονομοτεχνικούς όρους. Όποιος το πιστεύει, ας βρει λοιπόν και έναν μαθηματικό τύπο για το political correct…
Πάντως, δεν γίνεται να υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά: ο «λαός» των «πλατειών» του 2011 να είναι υπεύθυνος που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι υπεύθυνος για… μαθηματικοποιημένες οικονομικές απώλειες, αλλά ο λαός των «πλατειών» του 2018 και η ηγεμονεύουσα στον κόσμο των συλλαλητηρίων άκρα δεξιά και η Χρυσή Αυγή να είναι πηγαία έκφραση «εθνικών συναισθημάτων» άμοιρη πιθανών… οικονομικών απωλειών. Από την άλλη, το συστημικό political correct είναι συνώνυμο με τις οικονομικές απώλειες όχι του συστήματος γενικά αλλά της κοινωνικής πλειονότητας που στρέφεται πότε στον αριστερό και πότε στον ακροδεξιό ριζοσπαστισμό επειδή ακριβώς δυσανασχετεί από αυτές τις απώλειες.
Σε μια πιο ιστορική προοπτική, ποιος μαθηματικοποίησε -και πώς θα μπορούσε να το κάνει- τα «κόστη» από τη ρωσική επανάσταση του 1917, από την άνοδο του Χίτλερ, από τον Ψυχρό Πόλεμο ή, στα καθ’ ημάς, από την αντίσταση στη γερμανική κατοχή, το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τη χούντα των συνταγματαρχών ή το μεταπολιτευτικό δικομματισμό; Αρκεί βέβαια να θυμόμαστε πάντα ότι υπάρχουν «κόστη» και «κόστη»…
ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ: «απεταξάμην την ακροδεξιά», αλλά…
Η Ιστορία βρίθει πειστηρίων ότι η άκρα δεξιά ή και ο φασισμός ανέρχονται και θριαμβεύουν πάνω στη μαζική κοινωνική ανέχεια, αλλά και αξιοποιώντας τις ιδιοτέλειες συστημικών πολιτικών δυνάμεων. Στο Μεσοπόλεμο, κάποιοι είδαν στο πρόσωπο του Χίτλερ τον κατάλληλο άνθρωπο για να «δώσει ένα μάθημα στους αριστερούς» κάποιοι άλλοι τον είδαν σαν «ανάχωμα» στη… συστημική δεξιά. Υπήρξαν ακόμη και κομμουνιστές που είδαν στην άνοδο του Χίτλερ την ανάσχεση της επιρροής του… κύριου εχθρού που ήταν η σοσιαλδημοκρατία.
Πολλοί απ’ όλους αυτούς βρέθηκαν στη συνέχεια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ξύνοντας το κεφάλι τους να καταλάβουν τι τους συνέβη και χάνοντας το μέτρημα με τις καταστροφές και τους νεκρούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε πιο σύγχρονους καιρούς, η γαλλική σοσιαλδημοκρατία είδε ανοήτως στο πρόσωπο του πατέρα Λεπέν αυτόν που θα ανασχέσει πολιτικά τη συστημική δεξιά του Ζισκάρ Ντ Εστέν, κάποιοι άλλοι στη δεξιά είδαν στο πρόσωπό του μια πιο δυναμική έκφραση πάλης ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία, ενώ το ΚΚ είδε απλώς μια «αγνή» πλην στρεβλή έκφραση κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Στα καθ’ ημάς, στον σοσιαλδημοκρατικό πλέον (κι ας μιλά την αριστερή ιδιόλεκτο) ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να βιάζονται να τελειώσει η δίκη της Χρυσής Αυγής πριν τις εκλογές (…) ούτε να τους απασχολεί η κοινωνική βάση του «φαινομένου», ενώ στη δεξιά βλέπουν απλώς τον «αγνό λαό» με τα αγνά πατριωτικά αισθήματα. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ μετατοπίζεται στο κέντρο για να καταλάβει ένα τμήμα του, η δε ΝΔ μετατοπίζεται δεξιά για να επαναλάβει το κατόρθωμα του Σεμπάστιαν Κουρτς: να αποσοβήσει τη δημιουργία μαζικής ακροδεξιάς πολιτικής έκφρασης στα δεξιά της αγκαλιάζοντας το «εθνικό συναίσθημα» των συλλαλητηρίων.
Είναι τόσο βαρετά και αναγνωρίσιμα όλα αυτά, αλλά αυτό είναι το λιγότερο: είναι επικίνδυνα και στρώνουν το… μαύρο χαλί στην άνοδο της άκρας δεξιάς και της Χρυσής Αυγής. Οι μαθηματικοί και οι οικονομοτέχνες, ας ετοιμάζονται από τώρα να υπολογίσουν τα κόστη…