Γράφει η Pilita Clark
Προχθές πήγα στο γραφείο για πρώτη φορά εδώ και επτά μήνες, περιμένοντας να βρω τον χώρο σε μεγάλο βαθμό ίδιο.
Ενας συνάδελφος που είχε μόλις κάνει το ίδιο πράγμα είπε ότι βρήκε το γραφείο του να είναι ακόμη σκεπασμένο με τις εφημερίδες που είχε αφήσει στα μέσα Μαρτίου. Εκεί βρισκόταν ακόμη κι ένα σάντουιτς που είχε αφήσει τότε. «Ηταν σαν την Πομπηία», μου είπε.
Δεν είχε άδικο. Το γραφείο μου ήταν ακριβώς όπως το είχα αφήσει. Βρήκα ένα τεύχος του Economist που είχα ξεχάσει στα τέλη Μαρτίου. Το εξώφυλλό του απεικόνιζε τη Γη, με τη λεζάντα «Κλειστόν».
Το υπόλοιπο γραφείο ήταν όπως το θυμόμουν, με εξαίρεση τα αντισηπτικά και τις μάσκες.
Κι όμως, την ίδια στιγμή ήταν εντελώς διαφορετικό. Ελάχιστοι από τους συνήθεις εργαζόμενους βρίσκονταν εκεί, και οι περισσότεροι δούλευαν μόνοι. Η κατάσταση θύμιζε μια από τις μεγάλες παραδοξότητες της ζωής σε μια πανδημία: όλα μοιάζουν κανονικά, μέχρι να καταλάβεις ότι δεν είναι.
Ένα λεωφορείο που κινείται στον δρόμο μοιάζει όπως ήταν πάντα, μέχρι να διαπιστώσεις ότι έχει έναν και μόνο επιβάτη, που φοράει μάσκα. Ένα κατάστημα στο οποίο σύχναζες μοιάζει το ίδιο, μέχρι να πλησιάσεις, να κοιτάξεις μέσα και να δεις ότι έχει κλείσει.
Ένα γραφείο εξακολουθεί να μοιάζει με γραφείο, έστω κι όταν είναι μια χλωμή εκδοχή της παλιάς του μορφής.
To σάστισμα που αισθάνεσαι σε βοηθάει να καταλάβεις μερικές από τις επιχειρηματικές εξελίξεις της χρονιάς, με πρώτη τα apps που έχουν αναπτυχθεί για να αναπαράγουν τον βόμβο ενός γραφείου που δουλεύει.
Το γιατί να θέλει κάποιος να ακούει τον θόρυβο ενός φωτοτυπικού μηχανήματος, για να μην πω τον ήχο ενός εργαζόμενου που μασάει τσίχλα, με ξεπερνάει. Τώρα πάντως μπορεί.
Όπως μπορεί με ένα κλικ να ακούσει τον θόρυβο σε ένα καφέ του Τέξας ή τις συζητήσεις σε ένα εστιατόριο της Δανίας. Προσωπικά, τίποτα από τα δύο δεν με ενδιαφέρει.
Από τότε που πήγα πάλι στο γραφείο, όμως, αντιλαμβάνομαι καλύτερα την ανάγκη μου να ξαναβρώ μια αίσθηση κανονικότητας σε αυτή τη μη κανονική εποχή – μέχρις ενός σημείου.
Εξακολουθώ να βρίσκω περίεργο άνθρωποι στη Σιγκαπούρη να πληρώνουν σχεδόν 500 δολάρια για να φάνε σε ένα σταθμευμένο τζάμπο Α380 στο αεροδρόμιο Τσανγκί, το οποίο η Singapore Airlines έχει μετατρέψει σε εστιατόριο.
Δεν θα έπρεπε όμως να εκπλήσσομαι. Στην πατρίδα μου, την Αυστραλία, δεκάδες συμπατριώτες μου πλήρωσαν 2.734 δολάρια για μια πτήση της Qantas «στο πουθενά». Το αεροσκάφος απογειώθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο από το Σίδνεϊ και προσγειώθηκε στο ίδιο σημείο επτά ώρες αργότερα.
Αυτό ακούγεται εξίσου τρελό με τις πληροφορίες για απογοητευμένους ταξιδιώτες που αγοράζουν πακεταρισμένο φαγητό αεροπλάνων για να νιώθουν την αίσθηση της πτήσης. Απ’όλα όσα χάσαμε φέτος, εκείνο που μου λείπει λιγότερο είναι μια νερόβραστη ομελέτα που έχει περισσότερο γεύση λάστιχου παρά τυριού.
Η αλήθεια είναι πως όσο συνεχίζεται η πανδημία, τόσο σαφέστερο γίνεται ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού που θεωρούνταν κανονική ζωή θα έπρεπε να έχει αλλάξει χρόνια τώρα. Βλέποντας, για παράδειγμα, πώς μια κανονική ουρά μπορεί να μετατρέψει την εμπειρία μιας επίσκεψης στο Ikea σε κάτι που μοιάζει με τάξη, θα έβλεπα με χαρά να μονιμοποιούνται τα όρια εισόδου σε αυτό το κατάστημα.
Θα αποχαιρετούσα επίσης με μεγάλη χαρά τους δρόμους που είναι γεμάτοι με τουρίστες, αν και φαντάζομαι ότι οι ιδιοκτήτες των καφέ και των ξενοδοχείων δεν θα συμφωνούν.
Το μεγαλύτερο κέρδος μας όμως ελπίζω να είναι το τέλος του συνωστισμού στα μέσα μεταφοράς. Όπως έδειξε μια έρευνα σε 10.000 ανθρώπους στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, το 87% των εργαζομένων θέλουν να μπορούν στο εξής να διαλέγουν αν θα εργάζονται στο σπίτι ή στο γραφείο. Πριν από την πανδημία, όταν μόλις το 5% εργαζόταν στο σπίτι, κάτι τέτοιο θα φαινόταν περίεργο. Τώρα είναι κανονικό. Και ελπίζω να παραμείνει έτσι.
(*) H Πιλίτα Κλαρκ είναι αρθρογράφος των Financial Times
(Πηγή: Financial Times)