Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Ίσως αξίζει να προσθέσω τη γνώμη μου σε αυτές που με κοινότοπο, πολιτικώς ορθό τρόπο αρθρώνονται σήμερα, λίγες ώρες μετά τον θάνατο του Κωστή Στεφανόπουλου.
Δεν θα μιλήσω για τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά για την περίοδο ουσιαστικού αποκλεισμού του Κωστή Στεφανόπουλου από το πολιτικό σύστημα – στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και κατά τα πρώτα χρόνια του ΄90. Ήταν τότε που είχαμε συχνές ιδιωτικές και δημόσιες (: συνεντεύξεις) συζητήσεις. Ήταν τότε που δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ειρωνικά αντιμετώπιζαν αυτό που οι ίδιοι αποκαλούσαν «εμμονή» μου με τον «πολιτικώς νεκρό» Στεφανόπουλο. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς αναζητούσαν να βρουν αυτό που δήθεν υπέκρυπτε η «εμμονή» μου με τον Στεφανόπουλο. Έψαχναν τον πονηρό -μικροπολιτικό ασφαλώς – λόγο πίσω από αυτή την «εμμονή». Ήταν μπόλικοι από αυτούς που αργότερα τον «δόξασαν» ως ΠτΔ, ενώ σήμερα, μετά τον θάνατό του, συντάσσουν όλοι μαζί τον «ύμνο-Στεφανόπουλου»!
Δεν βρίσκω κάτι παράδοξο σε αυτό, πολιτικώς και κοινωνικώς κρίνοντας. Έτσι συμβαίνει συνήθως. Αυτός είναι ο κανόνας και δεν γράφω αυτό το σημείωμα με σκοπό να τους κατηγορήσω… απλώς δυσφορώ αισθητικώς προσωπικά, αλλά αυτό μάλλον δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να εκφράσω τούτη την ώρα αυτό που με εντυπωσίασε στον Κωστή Στεφανόπουλο, στον βαθμό και στο επίπεδο που τον γνώρισα.
Υπήρξε «σαδομαζοχιστικά», θα έλεγα, ειλικρινής και ευθύς μαζί μου. Όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στο συντηρητικό, μικρό, άβολο και μάλλον καταθλιπτικό γραφείο του, αντίκρισα έναν πολύπειρο πολιτικό που μάλλον ταυτιζόταν με την εικόνα του γραφείου του, ως παράσταση και ρόλος. Στην αρχή και μέχρι να αρχίσει να με εμπιστεύεται, με την έννοια πως δεν βρισκόμουν εκεί για να «εκβιάσω κάποια είδηση». Ωστόσο, καθώς σύντομα ένοιωσε πως δεν με ενδιάφερε να τον εκμεταλλευτώ ως είδηση, αλλά να τον εκμεταλλευτώ ως δημοσιογραφική διερεύνηση ενός αυθεντικού κατά την άποψή μου γνωστικού μοντέλου εντός του ελληνικού πολιτικού συστήματος, χαλάρωσε και από τότε και μετά άρχισε να ξεδιπλώνει μπροστά μου την ισχυρή του και πολυσύνθετη προσωπικότητα.
Αυτός ο άνθρωπος είχε ψυχή! Είχε μια τρομερή εσωτερική δύναμη που με εντυπωσίαζε όσο τον γνώριζα περισσότερο. Είχε ψυχή με άριστη γλώσσα. Όταν τον προκαλούσες εμμέσως και όχι αμέσως πολιτικά άκουγες την ψυχή του να μιλά άψογα. Απόλαυση, σαν να άκουγες ένα υπέροχο κλασικό μουσικό θέμα! Αν έκανες το λάθος να επιχειρήσεις πολιτικό «σκανδαλισμό» μέσω κάποιου ερωτήματος μικροπολιτικής στόχευσης, χάλαγες την ατμόσφαιρα καθώς οι πικρίες και τα συμπλέγματα εμπόδιζαν την έκφραση της ψυχής και η άχρωμη «κοινή πολιτική λογική» αντικαθιστούσε αυτό που ήθελα να κερδίσω από τον Στεφανόπουλο: την αυθεντική του πολιτική αίσθηση και όχι την φιλτραρισμένη κομματικώς γνώση του.
Ο Κωστής Στεφανόπουλος, αγαπητέ αναγνώστη, καλλιέργησε ένα μοναδικό πολιτικό ύφος, το οποίο υπηρέτησε στη συνέχεια με σθένος και εντιμότητα, όσο λίγοι έλληνες πολιτικοί της γενιάς του. Αυτό, προσωπικώς, μου άρεσε τότε, χωρίς να ξέρω το γιατί. Το απολάμβανα χωρίς να ξέρω το αίτιο αυτής της απόλαυσης. Σήμερα, που μάλλον ξέρω περισσότερα πράγματα στο ζήτημα, δυσκολεύομαι να τα εκφράσω, καθώς τότε θα έπρεπε να ορίσω την ψυχή ως μια μορφή «τρέλας». Είναι αυτή η «τρέλα» και όχι η ελπίδα που χαρακτηρίζει ισχυρές προσωπικότητες σαν εκείνη του Στεφανόπουλου – αν και οι ίδιοι εκφράζονται συνήθως με όρους ελπίδας και προοπτικής.
Είχε «τρέλα» και φρεσκάδα μέσα του ο συντηρητικός, ώριμος Πολίτης και Πολιτικός Κωστής Στεφανόπουλος, ακόμη και την περίοδο της «κατάθλιψής» του και της απαξίωσής του. Αυτό ή το έχεις ή δεν το έχεις. Και ο Στεφανόπουλος το διέθετε σε μεγάλες δόσεις. Αυτό διατηρώ στη μνήμη μου, επειδή αυτό θεωρώ σήμερα το σημαντικότερο και πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο – αυτό είναι προοδευτικό και μπορεί να χαρακτηρίζει προοδευτικούς ή/ και συντηρητικούς ως αναφερόμενη ταυτότητα, χωρίς διακρίσεις.