Το ορατό όφελος για τη χώρα από τη συμφωνία στο Eurogroup είναι ότι με τα χρήματα της δόσης απέφυγε τη χρεοκοπία τον Ιούλιο, αποκαθιστώντας έτσι την ηρεμία. Από εκεί και πέρα όμως η μετάθεση της συζήτησης για το χρέος στο μέλλον και η πολύμηνη καθυστέρηση στερεί πιθανότατα από την Ελλάδα τη δυνατότητα να επιχειρήσει να βγει δοκιμαστικά φέτος στις αγορές, καθώς και να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Εγείρεται λοιπόν το μεγάλο ερώτημα: τι θα συμβεί όταν λήξει το πρόγραμμα τον Αύγουστo 2018?
Δύο είναι τα επικρατέστερα σενάρια για την επόμενη ημέρα:
Το πρώτο (και πιο πιθανό) είναι η Ελλάδα να μην έχει κατορθώσει να βγει στις αγορές και να ζητήσει ένα 4 ο μνημόνιο, ώστε να αποφύγει τη χρεοκοπία. Άγνωστο είναι οι Ευρωπαίοι τι θα πράξουν σε μια τέτοια περίπτωση. Πιθανότερα θα δεχθούν να συμμετάσχουν σε ένα νέο πρόγραμμα, απαιτώντας όμως εκ νέου δύσκολα μέτρα, που αυτή τη φορά θα αγγίξουν τον πυρήνα του δημόσιου τομέα. Άγνωστο επίσης αν θα μας δώσουν κάτι για το χρέος.
Το δεύτερο σενάριο είναι η Ελλάδα να κατορθώσει να βγει δειλά στις αγορές, έχοντας όμως ένα δίχτυ ασφαλείας από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, δηλαδή μια προληπτική πιστοληπτική γραμμή, σε περίπτωση που τα πράγματα δεν εξελιχθούν τόσο ομαλά. Η δυνατότητα ωστόσο παροχής βοήθειας από τον ESM θα αποτελέσει για τους δυνητικούς επενδυτές μια μορφή εγγύησης των χρημάτων τους και θα αμβλύνει τις επιφυλάξεις τους να δανείσουν την Ελλάδα. Τα χρήματα της προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής θα προέλθουν από τα αδιάθετα κεφάλαια της 3 ης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών (σχεδόν €20 δις).
Το θετικό είναι ότι τα επόμενα 4 χρόνια, 2018-2021, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας είναι χαμηλές (δεν ξεπερνούν τα €4 δις ετησίως), με εξαίρεση το 2019, οπότε λήγουν ομόλογα συνολικής αξίας €12 δις.
Το σενάριο η χώρα να έχει αποκαταστήσει σε ένα χρόνο την αξιοπιστία της και να μπορέσει μόνη της να πείσει του επενδυτές να τη δανείσουν δε φαίνεται ρεαλιστικό. Παρά την τεραστία δημοσιονομική προσαρμογή που έχει συντελεστεί από το 2010, το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του δεν εμφανίζεται πρόθυμο να καταπολεμήσει τις χρόνιες παθογένειες του κράτους (πελατειακές σχέσεις, γραφειοκρατία, διαφθορά, φοροδιαφυγή κλπ). Επίσης, η διγλωσσία που χρησιμοποιεί, η αναβλητικότητα και η αποποίηση των ευθυνών στερεί την απαραίτητη ανάκτηση της εμπιστοσύνης.
Ας θέσουμε λοιπόν ως στόχο την απόπειρα εξόδου στις αγορές το 2018, έχοντας όμως εξασφαλίσει μια ανοιχτή γραμμή χρηματοδότησης. Αυτός θα είναι ο πρώτος στον οδικό χάρτη απεμπλοκής από τη στενή διεθνή επιτήρηση. Κατόπιν, όσο γινόμαστε πιο δυνατοί οικονομικά και πιο αξιόπιστοι να προσπαθήσουμε να αντιστρέψουμε κάποιες από τις αυστηρές δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει, όπως την απαίτηση για συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2060, το υπερταμείο για 99 έτη κλπ.