Το δεύτερο μέρος του έκτου κύματος της μεγάλης δημοσκοπικής έρευνας της διαΝΕΟσις “Τι πιστεύουν οι Έλληνες“ περιλαμβάνει απόψεις για τα συναισθήματα που κυριαρχούν μεταξύ των πολιτών αυτή την περίοδο, για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την κατάσταση του κόσμου αλλά και για τη μετανάστευση. Η έρευνα επιχειρεί να αναδείξει τις σκέψεις των πολιτών σε μια εποχή παγκόσμιας αβεβαιότητας και δύο πολέμων στην ευρύτερη περιοχή μας. Πώς πιστεύουν οι Έλληνες ότι επηρεάζονται από την κατάσταση και τι αναμένουν το επόμενο διάστημα; Πώς βλέπουν την ελληνική δημοκρατία μισό αιώνα μετά την αποκατάστασή της και τι δηλώνουν για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Γνωρίζουν τι είναι το Ταμείο Ανάκαμψης; Πώς βλέπουν τους μετανάστες –όσους βρίσκονται ήδη στη χώρα αλλά και εκείνους που μπορεί να έρθουν στο μέλλον;
Όπως και το πρώτο μέρος της έρευνας, το οποίο δημοσιεύτηκε πρόσφατα, έτσι και αυτό δεν μένει μόνο στην αποτύπωση της εικόνας σήμερα. Το “Τι πιστεύουν οι Έλληνες” συνολικά περιλαμβάνει αρκετές κοινές ερωτήσεις με το πρώτο κύμα του 2015 και, επομένως, μπορεί κάποιος να παρατηρήσει το πώς ο πληθυσμός αλλάζει (ή δεν αλλάζει) απόψεις μέσα στα χρόνια. Οι παρατηρήσεις αυτού του είδους, ειδικά σε κάποια θέματα της συγκεκριμένης ενότητας της έρευνας που επηρεάζονται από σημαντικά διεθνή και τοπικά γεγονότα, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Το δεύτερο μέρος του έκτου κύματος του “Τι πιστεύουν οι Έλληνες” προέκυψε μετά από δημοσκόπηση, τηλεφωνικά και online, της Metron Analysis σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.104 ατόμων, την περίοδο 23 Ιανουαρίου έως 6 Φεβρουαρίου 2024. Τα πλήρη αποτελέσματα και δεδομένα της δημοσκόπησης συνοδεύει η δημοσίευση μιας έκθεσης, την οποία υπογράφουν ο Στράτος Φαναράς, ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης και η Πέννυ Αποστολοπούλου από τη Metron Analysis, και μία ανάλυση της Research Director στη Mindview Νεφέλης Στουρνάρα για τη μετανάστευση. Το επόμενο διάστημα θα δημοσιευτούν ακόμα περισσότερες ενδιαφέρουσες αναλύσεις που θα αναδεικνύουν και θα σχολιάζουν τα ευρήματα της έρευνας.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ – ΜΕΡΟΣ Β’ (.PDF)
ΕΚΘΕΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ Β’ ΜΕΡΟΥΣ – METRON ANALYSIS (.PDF)
ΑΝΑΛΥΣΗ ΝΕΦΕΛΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑ (.PDF )
Τα συναισθήματα αυτή την περίοδο
Η έρευνα “ανοίγει” με ερωτήσεις που αφορούν τα συναισθήματα που βιώνουν οι ερωτώμενοι “σήμερα” –δηλαδή την περίοδο που έτρεχε η έρευνα. Όπως σχολιάζει η έκθεση της Metron Analysis: “Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι Έλληνες και οι Ελληνίδες τη θέση της Ελλάδας μέσα στον κόσμο έχει αφετηρία το πώς αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και την προσωπική τους κατάσταση”.
Η ιεράρχηση των συναισθημάτων που αναφέρονται συνολικά σε αυτό το κύμα της έρευνας, φαίνεται ότι παραμένει παρόμοια με τα τρία προηγούμενα κύματα. Η ανασφάλεια κυριαρχεί, καθώς την αναφέρει 1 στους 2. Δεύτερη, κατά σειρά, έρχεται η απογοήτευση με 44,3%. Ακολουθεί ο θυμός, με 29,7%. Το πρώτο θετικό συναίσθημα, η αισιοδοξία, εμφανίζεται τέταρτο κατά σειρά και περίπου στα ίδια επίπεδα με το 2022, αλλά κατά περίπου 8 μονάδες χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2019. Όπως φαίνεται και σε άλλες παρόμοιες έρευνες, αλλά και στα προηγούμενα κύματα του “Τι πιστεύουν οι Έλληνες”, οι γυναίκες τείνουν να επιλέγουν πιο συχνά αρνητικά συναισθήματα σε αντίστοιχες ερωτήσεις.
Η έρευνα ζητά επίσης από τους ερωτώμενους να βαθμολογήσουν την προσωπική τους κατάσταση, με βαθμό από 1 (πολύ αρνητική) έως 10 (πολύ θετική) σε διάφορους τομείς. Δίνουν τον υψηλότερο βαθμό (7,7 κατά μέσο όρο) στη “σχέση τους με τους άλλους”. Αντίθετα, δίνουν τον χαμηλότερο βαθμό (5,5) στα οικονομικά τους –ο προβληματισμός για την οικονομία αναδείχθηκε επίσης στο πρώτο μέρος της ίδιας έρευνας, όπου η πλειοψηφία ανέφερε την οικονομική κατάσταση ως απειλή για το μέλλον της χώρας. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι οι συμμετέχοντες θεωρούν, κατά μέσο όρο, ότι η σωματική υγεία τους βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση συγκριτικά με την ψυχική υγεία τους: η μεν σωματική υγεία παίρνει βαθμό 7,1, ενώ η ψυχική υγεία/ψυχολογία 6,6.
Η δημοκρατία στην Ελλάδα
Με αφορμή την επέτειο των 50 ετών Μεταπολίτευσης, η οποία αναφέρεται και στη διατύπωση της σχετικής ερώτησης, η έρευνα ζητά από τους συμμετέχοντες να σχολιάσουν την ποιότητα της δημοκρατίας στη χώρα. Λιγότεροι από 1 στους 3 (27,4%) θεωρούν τη δημοκρατία στη χώρα “ισχυρή”. Ωστόσο, αν κάποιος τους αθροίσει με την πλειονότητα όσων δηλώνουν ότι δεν είναι “ούτε ισχυρή, ούτε ασθενής” (37,2%) βρίσκει μια πλειοψηφία, η οποία πιθανόν αντιλαμβάνεται μια δημοκρατία που, αν δεν είναι ισχυρή, τουλάχιστον δεν είναι ασθενής. Είναι, επίσης, ενδιαφέρον ότι η ηλικιακή ομάδα στην οποία η επιλογή “ισχυρή” παίρνει το χαμηλότερο ποσοστό, είναι οι νεότεροι, ηλικίας 25-39 ετών. Μόνο 1 στους 10 από αυτή την ηλικιακή ομάδα δηλώνει ότι η δημοκρατία μας είναι ισχυρή. Την ίδια ώρα, 1 στους 2 δεν τη θεωρεί “ούτε ισχυρή ούτε ασθενή”, ενώ 4 στους 10 –το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των ηλικιακών ομάδων– τη θεωρούν “ασθενή”. Η εικόνα στις μεγαλύτερες ηλικίες είναι διαφορετική και “εξισορροπεί” τα αποτελέσματα. “Είναι χαρακτηριστικό ότι ‘ισχυρή’ τείνουν να θεωρούν τη δημοκρατία μας περισσότερο οι μεγαλύτερες ηλικίες που βρίσκονται βιωματικά πιο κοντά στη δικτατορία και στη δημοκρατική μετάβαση (οι άνω των 55)”, υπογραμμίζει η έκθεση της Metron Analysis.
H έρευνα ρωτά επίσης τους συμμετέχοντες πώς θεωρούν ότι θα είναι η Ελλάδα σε δέκα χρόνια. Περισσότεροι από 1 στους 2 συμφωνούν ότι η χώρα θα έχει πολλούς μετανάστες (83,3%) και ότι οι πολίτες θα είναι πιο ανεκτικοί στη διαφορετικότητα (63,3%). Από την άλλη πλευρά, πολύ λιγότεροι θεωρούν ότι το βιοτικό επίπεδο θα έχει συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (34%), ότι η Ελλάδα θα είναι οικονομικά ισχυρή χώρα (26,1%) ή ότι “θα λειτουργεί αξιοκρατικά” (23,2%). Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι περισσότεροι από 4 στους 10 πιστεύουν ότι η Ελλάδα μέσα σε μια δεκαετία θα αυξήσει τη διεθνή επιρροή της. Με απλά λόγια, υπάρχει ένα –μικρότερο ή μεγαλύτερο– μέρος του πληθυσμού, το οποίο θεωρεί εφικτό η χώρα να αυξήσει τη διεθνή επιρροή της, χωρίς όμως να λειτουργεί αξιοκρατικά, χωρίς να αυξήσει το βιοτικό επίπεδό της και χωρίς μια ισχυρή οικονομία.
Εμείς και η ΕΕ
Όταν πραγματοποιήθηκε το πρώτο κύμα της έρευνας, το 2015, η σχέση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, θέμα συζήτησης αλλά και διαφωνιών. Σήμερα πλέον, έχοντας ξεπεράσει τις πιο σκοτεινές ημέρες της οικονομικής κρίσης, μετά από μια πανδημία και εν μέσω αναταραχών που προκαλούν οι πόλεμοι που βρίσκονται σε εξέλιξη, η εικόνα της ΕΕ και η συζήτηση γύρω από την Ένωση είναι διαφορετική. Οι Έλληνες θεωρούν πια, σε ποσοστό 64,8%, (μάλλον) θετική τη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ.
Αλλά ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της Ένωσης; Ασφαλώς, κανείς δεν το γνωρίζει, όμως οι αντιλήψεις των πολιτών των χωρών-μελών είναι πιθανό, μαζί με άλλους παράγοντες, να το διαμορφώσουν. Η πλειονότητα των Ελλήνων, σε ποσοστό 36,8%, πιστεύουν ότι η ΕΕ θα διασπαστεί τα επόμενα χρόνια με την αποχώρηση χωρών. Από την άλλη πλευρά, ένα αντίστοιχο ποσοστό (35,9%) θεωρεί ότι η ΕΕ θα συνεχίσει για την επόμενη δεκαετία να υπάρχει με τη μορφή που έχει σήμερα.
Παρουσιάζει ενδιαφέρον το πώς αυτές οι μοιρασμένες σήμερα απόψεις εξελίχθηκαν με τα χρόνια. Το 2016, στον απόηχο του δημοψηφίσματος για το Brexit, 1 στους 2 θεωρούσε ότι η ΕΕ θα διασπαστεί και μόνο 8,6% θεωρούσαν ότι η ΕΕ θα διατηρούσε σε δέκα χρόνια την τότε μορφή της. Οκτώ χρόνια μετά, αυτές οι δύο επιλογές παίρνουν πλέον ένα παρόμοιο ποσοστό. Αντίστοιχη είναι και η εικόνα σε εκείνους που πίστευαν ότι η ΕΕ θα διαλυθεί: ήταν 27,9% το 2016, ενώ σήμερα είναι σχεδόν το ένα τρίτο, μόνο 10,3%.
Παρά την παραπάνω εντυπωσιακή ανατροπή, φαίνεται ότι η ΕΕ έχει ακόμα αρκετό δρόμο να διανύσει, προκειμένου να διαλύσει τις αμφιβολίες πολλών πολιτών για την επιβίωσή της. Περίπου 1 στους 3 τη θεωρεί μια παγκόσμια δύναμη “σε πτώση“, ενώ πολύ λιγότεροι (16,7%) τη θεωρούν δύναμη “σε άνοδο”. Επίσης, 36,4% τη θεωρούν αναξιόπιστη, χαρακτηρισμός που μάλιστα συγκεντρώνει τις περισσότερες αναφορές και ίσως αντανακλά την κόπωση των πολιτών από τις διαρκείς διαπραγματεύσεις στο εσωτερικό της Ένωσης μέχρι τα εμπλεκόμενα μέρη –είτε είναι χώρες-μέλη είτε θεσμοί– να καταλήξουν σε έναν συμβιβασμό για το εκάστοτε ζητούμενο.
Ωστόσο, οι Έλληνες φαίνεται να ζητούν “περισσότερη Ευρώπη” σε πολλούς τομείς της ζωής τους. Η έρευνα ζητάει από τους συμμετέχοντες να απαντήσουν σε ποιους τομείς θα ήθελαν η ΕΕ να έχει πιο ενεργό ρόλο. Η μεγάλη πλειοψηφία (άνω του 70%) θέλει πιο ενεργό ρόλο σε όλες τις επιλογές που δίνονται: στην υγεία και στο περιβάλλον (83,8%), στην άμυνα (78,3%), στην παιδεία (77,3%), αλλά και στην οικονομία, στη μετανάστευση και στην εξωτερική πολιτική. Ακόμη, η πλειοψηφία των πολιτών, το 65%, φαίνεται ότι συμφωνεί με τη διεύρυνση της ΕΕ με νέα κράτη-μέλη.
Εντούτοις, πολλοί Έλληνες φαίνεται να μην γνωρίζουν αρκετά για τα όσα ήδη κάνει η Ευρώπη, πριν αναλάβει ενεργό ρόλο στους παραπάνω τομείς. Η έρευνα περιέχει δύο ερωτήσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης και, στην πρώτη από αυτές, ρωτάει τους συμμετέχοντες απλώς αν το γνωρίζουν. Η ιδιαιτερότητα της ερώτησης αυτής όμως είναι ότι δεν το κατονομάζει ως “Ταμείο Ανάκαμψης”, όπως είναι γνωστό, αλλά το αναφέρει περιγραφικά ως “πρόγραμμα χρηματοδότησης της ΕΕ για να ξεπεράσουμε τα προβλήματα από την ύφεση και τις λοιπές επιπτώσεις από την Covid-19”, επιχειρώντας έτσι να αποκλείσει τους συμμετέχοντες που το γνωρίζουν μόνο ως τίτλο, χωρίς να γνωρίζουν περισσότερα για αυτό. Σε αυτή την ερώτηση, μόνο 35,9% δηλώνουν ότι γνωρίζουν το Ταμείο Ανάκαμψης. Είναι σίγουρα ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα καθώς, σε όρους ΑΕΠ. η Ελλάδα είναι η πιο ωφελημένη χώρα στην Ένωση, ενώ οι πόροι αυτοί αντιστοιχούν εν πολλοίς σε διπλασιασμό των σημαντικών ευρωπαϊκών πόρων που εισρέουν στη χώρα για τα λίγα επόμενα χρόνια. Από όσους γνωρίζουν το Ταμείο Ανάκαμψης, περίπου οι μισοί το θεωρούν “πολύ” ή “πάρα πολύ σημαντικό” για την ανάπτυξη της χώρας, ενώ 32,2% το θεωρούν “μέτρια σημαντικό”.
Εμείς και ο κόσμος
Τι πιστεύουν όμως οι Έλληνες για μεμονωμένες χώρες, εντός ή εκτός ευρωπαϊκής οικογένειας; Ποιους θεωρούν καλύτερους συμμάχους τους; Πώς αξιολογούν τους ηγέτες των μεγάλων δυνάμεων; Πώς πιστεύουν ότι θα επηρεάσει τη ζωή μας ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή;
Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες Το 2024 – Ανάλυση Αποτελεσμάτων Του Β’ Μέρους Από Τη Metron Analysis (PDF)
Στην ερώτηση σχετικά με το ποιους θεωρούν οι συμμετέχοντες καλύτερους συμμάχους της Ελλάδας, δεν υπάρχουν μεγάλες ανατροπές στη σειρά των συνολικών αναφορών από την προηγούμενη φορά που έγινε η ίδια ερώτηση, το 2022. Η Γαλλία παραμένει πρώτη χώρα σε αναφορές που οι Έλληνες θεωρούν σύμμαχο (65%), ενώ ακολουθούν οι ΗΠΑ (44,2%) και το Ισραήλ (13,5%). Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό της Γαλλίας είναι αισθητά μειωμένο, κατά περισσότερες από 7 μονάδες. Αντίθετα, το ποσοστό των ΗΠΑ είναι υπερδιπλάσιο από αυτό του Μαρτίου του 2022, και επίσης πολύ μεγαλύτερο από αυτό του Φεβρουαρίου της ίδια χρονιάς (η ίδια ερώτηση είχε γίνει δύο φορές, πριν και μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία). Το Ισραήλ φαίνεται επίσης να χάνει σημαντικό μέρος της δημοφιλίας του (περισσότερο από 6 μονάδες), ως συμμάχου της Ελλάδας. Στη σειρά των συνολικών αναφορών των συμμάχων ακολουθούν η Ρωσία, η Γερμανία και η Κίνα, με μονοψήφια ποσοστά.
Όμως, πόσο ρόλο παίζουν τα πρόσωπα των ηγετών της κάθε χώρας και η δημοφιλία τους σε αυτές τις εκτιμήσεις; Πόση διαφορά μπορεί να κάνει τελικά ένας, περισσότερο ή λιγότερο, χαρισματικός ηγέτης; Η έρευνα ζητά από τους συμμετέχοντες την άποψή τους για μια σειρά από πρόσωπα που διαδραμάτισαν πρόσφατα ή διαδραματίζουν σήμερα κάποιο ρόλο στη διεθνή σκηνή. Ο Εμανουέλ Μακρόν, ακολουθώντας και την πρόσληψη της Γαλλίας ως του σημαντικότερου συμμάχου, συγκεντρώνει τις περισσότερες θετικές και μάλλον θετικές γνώμες, με 63%.
Στη δεύτερη θέση, αλλά με πολύ πιο χαμηλό ποσοστό, ακολουθεί η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν (33,4%). Τα ποσοστά των προέδρων των ΗΠΑ (Τζο Μπάιντεν – 33,2%) και της Ρωσίας (Βλαντιμίρ Πούτιν – 31,4%) είναι επίσης της ίδιας κλίμακας –και μάλιστα και τα δύο είναι αυξημένα, σε σχέση με τη μέτρηση του Μαρτίου του 2022. Ωστόσο, ο Πούτιν απέχει περίπου 10 μονάδες από τα ποσοστά του 2019 –φαίνεται δηλαδή ότι ενώ ανακάμπτει από τα πολύ πιο χαμηλά ποσοστά του 2022, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, η φθορά στην εικόνα του παραμένει. Η τέως καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ συγκεντρώνει 29,2% θετικών απόψεων, περίπου στο ίδιο επίπεδο με τον νυν καγκελάριο Όλαφ Σολτς (26,8%).
Ο δε πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ έρχεται όγδοος σε σειρά δημοφιλίας, με 26,2% θετικών απόψεων, ωστόσο σχεδόν 1 στους 3 απάντησαν ότι δεν τον έχουν ακουστά. Μάλιστα, αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι σε άλλη ερώτηση η Κίνα αναφέρεται από το 67% του δείγματος ως “ισχυρή” και από το 58,7% ως χώρα “σε άνοδο”. Προφανώς, η χαμηλή αναγνωρισιμότητα του ηγέτη μιας χώρας που τόσοι πολλοί χαρακτηρίζουν ως ανερχόμενη και ισχυρή –περισσότεροι από όσους δηλώνουν το ίδιο για τις ΗΠΑ ή για τη Ρωσία– έχει σχέση με τη φύση του καθεστώτος στη χώρα.
Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ συγκεντρώνει σχετικά χαμηλό ποσοστό δημοφιλίας, στο 23%, ωστόσο αυτό είναι υπερδιπλάσιο από εκείνο που είχε τον Δεκέμβριο του 2019, λίγο μετά την εκλογική ήττα του και λίγο πριν αποχωρήσει από την προεδρία. Αντίστοιχο με του Τραμπ είναι το ποσοστό του πρωθυπουργού του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου (21%), ο οποίος έρχεται δέκατος στη σειρά της δημοφιλίας. Είναι ενδιαφέρον ότι η χαμηλή, συγκριτικά με άλλους ηγέτες, δημοφιλία του Νετανιάχου δεν συνοδεύεται, τουλάχιστον στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έρευνας, από αύξηση του αντισημιτισμού. Σε άλλη ερώτηση, η οποία διερευνά τις προκαταλήψεις έναντι διαφόρων ομάδων και γίνεται από το 2016, η λέξη “Εβραίος” καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό διαχρονικά (52,3%) όσων τη συνδέουν με κάτι καλό. Βεβαίως, το αποτέλεσμα αυτό μαρτυρά ταυτόχρονα ότι οι προκαταλήψεις και ο αντισημιτισμός συνεχίζουν, δυστυχώς, ακόμα να κυριαρχούν σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, χωρίς αυτό να προκαλεί έκπληξη, είναι δημοφιλής μόνο στο 16,1% των ερωτώμενων. Εντούτοις, μόλις δύο χρόνια πριν, το ποσοστό αυτό ήταν λιγότερο από το μισό, στο 5,7%. Τελευταίος σε δημοφιλία έρχεται ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Ρίσι Σούνακ. Αξίζει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι πολύ περισσότεροι από το 12,6% που έχουν θετική άποψη, δηλώνουν ότι δεν τον έχουν καν ακουστά: 21,3%.
Τέλος, το φετινό κύμα του “Τι πιστεύουν οι Έλληνες” περιλαμβάνει και μία ερώτηση για τις επιπτώσεις του πολέμου στη Μέση Ανατολή. Το δείγμα απαντά σε υψηλά ποσοστά ότι ο πόλεμος θα αυξήσει τον κίνδυνο τρομοκρατίας στην Ευρώπη (80,4%), ότι θα επηρεάσει την ελληνική οικονομία (77,1%), καθώς και την καθημερινότητά τους (58,2%). Πολύ λιγότεροι ανησυχούν, ωστόσο, για τις τρομοκρατικές επιθέσεις στην Ελλάδα (44,1%), και ακόμα λιγότεροι για την εξάπλωση του πολέμου στη χώρα μας (29,9%).
Μετανάστευση και ένταξη μεταναστών
Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες Το 2024 – Συνοπτική Παρουσίαση Αποτελεσμάτων Β’ Μέρους (PDF)
Όπως φάνηκε και παραπάνω, περίπου 8 στους 10 συμφωνούν ότι σε δέκα χρόνια η Ελλάδα θα είναι “μια χώρα με πολλούς μετανάστες από πολλές χώρες”. Συμπεραίνεται, δηλαδή, ότι η κοινωνία συνολικά έχει συνειδητοποιήσει ότι η μετανάστευση προς τη χώρα θα αυξηθεί. Τι πιστεύει όμως ο πληθυσμός για τους μετανάστες; Τι θεωρούν οι πολίτες ότι πρέπει να κάνει η χώρα για να διαχειριστεί τις ροές; Πού θεωρούν οι περισσότεροι ότι η μετανάστευση θα βελτιώσει τις συνθήκες και πού πιστεύουν ότι θα δημιουργήσει προβλήματα;
Η έρευνα αφιερώνει πολλές ερωτήσεις, ίσως περισσότερες από κάθε άλλο κύμα, στο θέμα της μετανάστευσης και στη διαχείρισή του. Αρχικά, διερευνά τις ίδιες τις λέξεις, κατά πόσο δηλαδή ο πληθυσμός τις συνδέει με κάτι καλό ή όχι. Ένα 40,4% συνδέουν τη λέξη “μετανάστες” με κάτι καλό, ενώ, αναμενόμενα, πολύ περισσότεροι (56,2%) συνδέουν τη λέξη “πρόσφυγες” με κάτι καλό. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι οι σχετικές προκαταλήψεις παραμένουν ισχυρές. Αναφορικά με τη στάση της χώρας στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, οι περισσότεροι, περίπου 7 στους 10, θεωρούν ότι η Ελλάδα πρέπει να υιοθετήσει μια πιο αυστηρή στάση.
Πιο συγκεκριμένα, ποια μπορεί να είναι αυτή η στάση; Οι περισσότεροι (71,2%) πιστεύουν ότι οι μετανάστες που εισέρχονται παράνομα στη χώρα πρέπει να προωθηθούν σε χώρα επιλογής τους –προφανώς, εννοούν κάποια πλούσια ευρωπαϊκή χώρα και όχι τη χώρα προέλευσής τους. Άλλωστε, πολύ λιγότεροι, αλλά και πάλι η πλειοψηφία (54,9%), απαντούν ότι οι μετανάστες θα έπρεπε να απελαύνονται άμεσα. Μεγάλο είναι και το ποσοστό όσων θεωρούν ότι οι μετανάστες θα πρέπει να παραμένουν σε κέντρα κράτησης, ώσπου να προωθηθούν στη χώρα τους (69,3%). Όμως, είναι εξίσου πολλοί (65,3%) εκείνοι που θεωρούν ότι πρέπει να χορηγείται γρήγορα άσυλο σε όσους το δικαιούνται. Η πλειοψηφία (57,8%) πιστεύει επίσης ότι οι μετανάστες που εισέρχονται παράνομα στη χώρα θα πρέπει να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία, άμεσα και υπό προϋποθέσεις. Η πρόταση να ενσωματώνονται το γρηγορότερο δυνατό στην ελληνική κοινωνία συγκεντρώνει τον μικρότερο βαθμό συμφωνίας (34,3%). Οι πολίτες φαίνεται να συμφωνούν πλειοψηφικά με απόψεις που, όταν κάποιος τις δει συνολικά, εμπεριέχουν αντιθέσεις.
Οι απόψεις για τους νόμιμους μετανάστες, ή όπως είναι το πιο πιθανό, για εκείνους που εισήλθαν παράνομα, αλλά νομιμοποιήθηκαν αργότερα, έχουν άλλη χροιά. Για παράδειγμα, 7 στους 10 συμφωνούν ότι τα παιδιά των νόμιμων μεταναστών που γεννιούνται στην Ελλάδα θα πρέπει να λαμβάνουν άμεσα την ελληνική υπηκοότητα. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι, σχεδόν 1 στους 2, ζητούν αυστηρότερη διαδικασία χορήγησης ιθαγένειας.
Πώς όμως επιδρούν οι μετανάστες στην τοπική κοινωνία; Φαίνεται ότι πολλοί συνειδητοποιούν πλέον τις θετικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η ομαλή ένταξη των μεταναστών. Περισσότεροι από τους μισούς, αναγνωρίζουν τις θετικές επιπτώσεις που θα έχει η ένταξη των μεταναστών στο δημογραφικό, στην οικονομία, στα ασφαλιστικά ταμεία αλλά και στον εκσυγχρονισμό της χώρας. Βεβαίως, όλοι οι παραπάνω τομείς αφορούν, λιγότερο ή περισσότερο, την οικονομική δραστηριότητα στη χώρα.
Οι συμμετέχοντες απαντούν σε μικρότερο αλλά όχι αμελητέο βαθμό (40,6%) ότι η ένταξη των μεταναστών θα συμβάλλει στην κοινωνική ομαλότητα. Ακόμη, ένα 62,7% συμφωνεί ότι η Ελλάδα θα πρέπει να δέχεται μετανάστες ανάλογα με τις ανάγκες της οικονομίας της. Φαίνεται, δηλαδή, ότι παρά το αίτημα για αυστηρότερη στάση έναντι των μεταναστών που εισέρχονται παράνομα, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού παραδέχεται τις θετικές επιπτώσεις της ένταξης των μεταναστών στην οικονομία της χώρας και, σε κάποιο βαθμό, ανάλογα με τις ανάγκες της οικονομίας, την επιζητά.
Στο ίδιο πλαίσιο, οι περισσότεροι αναγνωρίζουν επίσης τα προβλήματα που δημιουργεί η φυγή μεταναστών. 7 στους 10 αναγνωρίζουν ότι η φυγή μεταναστών δημιουργεί πρόβλημα στην οικονομία –στη γεωργία, στον τουρισμό, στις υπηρεσίες στο σπίτι. Ένα αντίστοιχο ποσοστό επισημαίνει την ανάγκη για κίνητρα και κουλτούρα προσέλκυσης εργατών, εκεί όπου υπάρχουν κενά.
Είναι όμως όλοι οι μετανάστες ίδιοι; Η έρευνα επιχειρεί να καταγράψει επιπλέον τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που επικρατούν για τους μετανάστες ανάλογα με την καταγωγή τους. Πώς τους αντιμετωπίζει ο τοπικός πληθυσμός; Οι μετανάστες από τις χώρες των Βαλκανίων συγκεντρώνουν τις περισσότερες θετικές γνώμες (65,8%), ίσως επειδή είναι εκείνοι με τους οποίους είναι πιο εξοικειωμένος ο τοπικός πληθυσμός. Ακολουθούν εκείνοι που έλκουν την καταγωγή τους από τη Λατινική ή Κεντρική Αμερική (58,8%), από την Αφρική (51,9%) και από την Ασία (50,4%). Τις περισσότερες αρνητικές γνώμες τις συγκεντρώνουν οι μετανάστες από χώρες της Μέσης Ανατολής: μόνο 4 στους 10 έχουν θετική άποψη γι’ αυτούς. “Tο στοιχείο αυτό εναρμονίζεται με τις αρνητικές συνδηλώσεις που προσλαμβάνει η λέξη ‘μουσουλμάνοι'”, σημειώνει η έκθεση της Metron Analysis, “η οποία συνδέεται με κάτι ‘κακό'(61,6%), σαφώς περισσότερο απ’ ό,τι με κάτι ‘καλό’ (31,3%)”.