Τις προσδοκίες των αγορών για μία νέα μείωση επιτοκίων – τη δεύτερη μετά το pause του περασμένου Ιουλίου – επιβεβαίωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), “ψαλιδίζοντας” κατά 25 μονάδες βάσης το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων (στο 3,50%), μία κίνηση που επιδρά διαφορετικά στις τράπεζες, τους δανειολήπτες και τους καταθέτες.
Πιο αναλυτικά, για το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η κερδοφορία του οποίου στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στα επιτοκιακά έσοδα (πάνω από τέσσερα δισ. ευρώ το α’ εξάμηνο του 2024, με τα κέρδη να διαμορφώνονται σε 2,3 δισ. ευρώ), είναι προφανές πως κάθε μείωση των επιτοκίων θα έχει αντίκτυπο στο καθαρό έσοδο τόκων και κατ’ επέκταση στο συνολικό τους αποτέλεσμα. Σύμφωνα με το νέο guidance, οι τράπεζες εκτιμούν πως για κάθε μείωση κατά 25 μ.β. τα επιτοκιακά έσοδα θα μειώνονται κατά 12 εκατ. ευρώ στην Alpha Bank, 25 εκατ. ευρώ στη Eurobank, 25 με 30 εκατ. ευρώ στην Τράπεζα Πειραιώς και 30 με 35 εκατ. ευρώ στην Εθνική Τράπεζα. Από την άλλη, βέβαια, όπως τονίζει η Morgan Stanley σε πρόσφατο report της, οι τράπεζες έχουν κάνει πρόοδο στην αντιστάθμιση της ευαισθησίας τους ως προς τη μείωση των επιτοκίων μέσω 1) της αύξησης του χαρτοφυλακίου τίτλων (κατά μέσο όρο αυτοί ως ποσοστό του ενεργητικού αυξήθηκαν από 16% το 2022 σε 21% από το 1ο εξάμηνο του 2024), 2) την εισαγωγή αντιστάθμισης επιτοκίου από το τέλος του 2023, οι οποίες επί του παρόντος έχουν αρνητική επίδραση στα επιτοκιακά έσοδα, αλλά καθώς τα επιτόκια θα μειώνονται αναμένεται να αρχίσουν να συνεισφέρουν θετικά. Με βάση, επίσης, την καθοδήγηση των τραπεζών για το 2026 οι μειώσεις επιτοκίων θα αντισταθμιστούν σε μεγάλο βαθμό από i) την αύξηση του σύνθετου ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης (CAGR) των δανείων κατά περίπου 6%, ii) την εκ νέου μετακύλιση τίτλων λήξεως σε άλλους υψηλότερης απόδοσης και iii) τις αντισταθμίσεις.
Όσον αφορά στους δανειολήπτες, η επίδραση της νέας μείωσης των επιτοκίων από την ΕΚΤ εξαρτάται, τόσο από το είδος του δανείου, εάν, δηλαδή, πρόκειται για στεγαστικό, επιχειρηματικό ή καταναλωτικό, κυμαινόμενου ή σταθερού επιτοκίου, όσο και από τη διάρκεια και την ωρίμανσή του. Ειδικότερα, για τους δανειολήπτες με “πράσινα” στεγαστικά δάνεια μία σωρευτική μείωση κατά 0,50 μ.β. από την ΕΚΤ δεν έχει καμία διαφορά. Κι αυτό γιατί, οι δόσεις τους έχουν “κλειδώσει” έως τον Απρίλιο του 2025, υπολογιζόμενες με επιτόκια στα επίπεδα του 2,70% για όσα δάνεια συνδέονται με Euribor 1 μήνα και του 2,85% για Euribor 3 μηνών. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της αγοράς, το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα έχει υποχωρήσει σε αυτά τα επίπεδα στα μέσα του ερχόμενου έτους, γεγονός που σημαίνει ότι μέχρι τότε οι όποιες κινήσεις από πλευράς της ΕΚΤ δεν θα έχουν αντίκτυπο στα επίμαχα δάνεια. Υπενθυμίζεται ότι, με βάση στοιχεία των τραπεζών, πρόκειται για 422.000 συμβάσεις, συνολικού ύψους 18 δισ. ευρώ. Στον αντίποδα, άμεσα θα είναι τα οφέλη για τους νέους δανειολήπτες, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για δάνεια κυμαινόμενου ή σταθερού επιτοκίου (τα τελευταία χρόνια η πλειονότητα επιλέγει δάνεια σταθερού τύπου).
Εξίσου ωφελημένοι θα είναι και οι δανειολήπτες επιχειρηματικών δανείων, βλέποντας τη δόση του δανείου τους να αποκλιμακώνεται σταθερά τους επόμενους μήνες. Έστω κι αν η ΕΚΤ, διά στόματος της προέδρου της, Κριστίν Λαγκάρντ, απέφυγε να δεσμευτεί σε ένα συγκεκριμένο μονοπάτι για τη νομισματική πολιτική, επαναλαμβάνοντας ότι οι αποφάσεις θα συνεχίσουν να λαμβάνονται με βάση τα δεδομένα, η “κλεψύδρα” έχει ήδη γυρίσει ανάποδα.
Όσον αφορά στα νέα επιχειρηματικά δάνεια, η τιμολόγησή τους θεωρείται ήδη προνομιακή, μιας και οι τράπεζες που βλέπουν από τη μία, τον ανταγωνισμό να αυξάνεται και από την άλλη, τους στόχους της πιστωτικής επέκτασης να… πιέζουν, έχουν ήδη αναγκαστεί να συμπιέσουν σημαντικά τα όποια περιθώρια κέρδους.
Τέλος, όσον αφορά στους καταθέτες η νέα μείωση των επιτοκίων θα φέρει νέα μείωση στις αποδόσεις που έτσι κι αλλιώς κινούνται σε χαμηλότερα επίπεδα εν συγκρίσει με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ως λύση, βέβαια, η κυβέρνηση έχει αντιτείνει τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, τα οποία φέρουν μηδενικό φόρο και υψηλές αποδόσεις, ενώ και οι τράπεζες στρέφουν τους πελάτες τους σε πιο επενδυτικά προϊόντα.
Της Αγγελικής Βελεσιώτη από το Capital.gr