Γράφει ο Δημήτρης Γκιόκας
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 ανήλθε σε 7 δις ευρώ, ήτοι 3,9% του ΑΕΠ. Όχι μόνο δηλαδή ήταν οκταπλάσιο του φετινού στόχου, αλλά ξεπέρασε ακόμα και τον τελικό μνημονιακό στόχο για 3,5% το 2018.
Το εντυπωσιακό αυτό αποτέλεσμα προήλθε από:
-
€1,5 δις αύξηση εσόδων λόγω του διπλασιασμού των πληρωμών με χρήση κάρτας
-
€1,5 δις περικοπές συντάξεων και ΕΚΑΣ
-
€3 δις νέοι φόροι το 2016
-
€1,5 δις νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους προς τους ιδιώτες
-
€1,2 δις από 120 χιλιάδες εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης που δεν έχουν αποδοθεί
Με την υπόθεση ότι το κράτος πλήρωνε κανονικά τις υποχρεώσεις του, το πλεόνασμα θα ήταν €4,3 δις, δηλαδή 2,5% του ΑΕΠ.
Αναμφίβολα πάντως η δημοσιονομική υπεραπόδοση δίνει ένα ισχυρό επιχείρημα στην ελληνική πλευρά ότι η χώρα πετυχαίνει τους στόχους που έχουν τεθεί. Το αμείλικτο ερώτημα όμως που τίθεται είναι πώς θα μπορέσει να διατηρηθεί ένα τόσο υψηλό πλεόνασμα έως το 2023, όπως έχει συμφωνηθεί? Σε ποιο βαθμό κάτι τέτοιο μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις προοπτικές ανάπτυξης και επανεκκίνησης της οικονομίας?
Η φοροδοτική ικανότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων έχει φτάσει στα όρια της. Δεν είναι τυχαίο ότι τα στοιχεία του 1ου τριμήνου παρουσιάζουν κολλημένα τα έσοδα σε σχέση με πέρυσι, ενώ έχει ενταθεί η τάση απόκρυψης στοιχείων από ορισμένους επαγγελματικούς κλάδους. Επιπλέον, η αρχική πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,7% φέτος δείχνει να μην επιβεβαιώνεται από τα μέχρι στιγμής στοιχεία.
Χρειάζεται ασφαλώς αλλαγή της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται. Το βάρος θα πρέπει να πέσει στην καταπολέμηση της σπατάλης στο δημόσιο, η οποία ακόμα είναι πολύ μεγάλη. Πχ. σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ μόνο από τις υπερτιμολογήσεις στις προμήθειες το κράτος χάνει περί τα €4 δις ετησίως. Από τη συνολική εξοικονόμηση που θα επιτευχθεί ένα μέρος θα πάει στη μείωση των φόρων και το υπόλοιπο στο κοινωνικό κράτος. Η μείωση της βαριάς φορολογίας και η θέσπιση κινήτρων για επενδύσεις και δημιουργία θέσεων εργασίας είναι βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ενθαρρυνθεί το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, το οποίο προτείνεται να εξαιρεθεί από τον υπολογισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Εξίσου σημαντικό είναι να καταρτιστεί επιτέλους ένα μακροχρόνιο σχέδιο εξόδου από την κρίση. Κύριοι στόχοι του θα είναι η επανάκτηση του κύρους των θεσμών, ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, η άρση των εμποδίων στον ανταγωνισμό, καθώς και η παραγωγική ανασυγκρότηση με έμφαση σε τομείς όπως η ναυτιλία, ο τουρισμός, η γεωργία, οι μεταφορές και η ενέργεια.