Γράφει ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος,
Οι τιμές του πετρελαίου συνεχίζουν άτακτα να κατηφορίζουν. Καταναλωτές και πολλές κυβερνήσεις πανηγυρίζουν. Κρατικοί και οικογενειακοί προυπολογισμοί ανακουφίζονται με αποτέλεσμα περισσότερα αυτοκίνητα να κυκλοφορούν και η θέρμανση σε πολλά νοικοκυριά να στοιχίζει λιγότερα. Το κλίμα αυτό ευωχίας όμως θα διατηρηθεί; Και ποιες μπορεί να είναι οι γενικότερες συνέπειες;
ΟΙ τιμές του πετρελαίου αυξομειώνονται συνήθως ανάλογα με τις διακυμάνσεις προσφοράς και ζήτησης σε παγκόσμιο επίπεδο. Όταν οι τιμές είναι υψηλές ενθαρρύνονται κράτη και εταιρίες να κάνουν επενδύσεις. Αυτές, με κάποια πάντα φυσιολογική χρονική καθυστέρηση, οδηγούν σε αύξηση της προσφοράς που στις περιόδους αιχμής εκτονώνουν την πίεση των υψηλών τιμών. Όταν όμως η προσφορά μεγαλώνει και η ζήτηση κάμπτεται οι τιμές συμπιέζονται προς τα κάτω. Τότε οι επενδύσεις αποθαρρύνονται και η προσφορά μακροχρόνια παραμένει στα ίδια επίπεδα ενώ στις περιόδους αιχμής οι τιμές δυνατόν να αυξηθούν.
Αυτό που συμβαίνει στις ημέρες μας είναι μια συγκυρία μεγάλης αυτάρκειας της προσφοράς ενώ οι συνθήκες γενικά αποθαρρύνουν την μεγάλη ζήτηση. ΟΙ ΗΠΑ έχουν γίνει χώρα εξαγωγών ενέργειας με αποτέλεσμα την σοβαρή μείωση των δικών της εθνικών εισαγωγών. Η διεθνής οικονομική κρίση έχει επίσης συμβάλει στην σοβαρή μείωση των διεθνών αναγκών εισαγωγής ενέργειας. Η πτώση της βιομηχανικής παραγωγής, η μείωση των έργων υποδομής και η κάμψη της διεθνούς ναυπηγικής βιομηχανίας έχει οδηγήσει στην κάμψη των λογής εισαγωγών πρώτων υλών που με την σειρά τους μειώνουν τις παραγωγικές δυνατότητες μεγάλων μονάδων αν τον κόσμο. Όλα αυτά σημαίνουν πως λιγότερη ενέργεια χρειάζεται για τις διάφορες εθνικές οικονομίες. Και οι εισαγωγές κάμπτονται. Το κρύο στο βόρειο ημισφαίριο που παραδοσιακά δημιουργούσε μεγάλη αιχμή στα επίπεδα τη ζήτησης την εποχή αυτή καλύπτεται σε πολλές περιπτώσεις από εναλλακτικές πηγές με αποτέλεσμα η ζήτηση ακόμη περισσότερο να κάμπτεται. Οι επενδύσεις σε ενεργειακές υποδομές (εξορύξεις, έρευνες, αγωγοί κλπ) γίνονται πλέον ζημιογόνες ενώ οι αμερικανικές εταιρίες που κάνουν τις έρευνες για κοιτάσματα σχιστολίθου αρχίζουν να μην μπορούν να καλύψουν τα έξοδά τους.
Σε όλα αυτά προστίθενται και παράγοντες διπλωματικοί και γεωπολιτικοί. Η Σαουδική Αραβία, αναγνωρίζοντας τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν χώρες όπως το Ιράν και η Ρωσία (η οποία ήδη έχει οδηγηθεί σε επικίνδυνα αδιέξοδα) με τις οποίες δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις, μπλόκαρε στην σύνοδο της ΟΠΕΚ την μείωση της παραγωγής πετρελαίου ώστε να ενισχυθεί έμμεσα η ζήτηση και να αυξηθούν οι τιμές. Το πρόβλημα σε Ρωσία και Ιράν, όπως και στην γενικότερα αντιπαθή Βενεζουέλα, γίνεται τεράστιο ενώ οι Σαουδάραβες, έχοντας σημαντικά συναλλαγματικά αποθέματα, εκτιμούν πως έχουν ακόμη την δυνατότητα να συμβιώνουν με τις χαμηλότερες τιμές και να πιέζουν έτσι τους πολιτικο-διπλωματικούς τους αντιπάλους. Ο Υπουργός Πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας έκανε μιά χαρακτηριστικά κυνική δήλωση: «Ποια ανάγκη έχω να κάνω περικοπές;»
Αναπόφευκτα οι τρέχουσες εξελίξεις θα οδηγήσουν, με χρονική καθυστέρηση πάντα, σε αδυναμία κάλυψης αυξημένων ενεργειακών αναγκών στο μέλλον. Η διακοπή ερευνών και εξορύξεων σε Ρωσία και άλλες παραγωγές χώρες, με μια πιθανή αργότερα ενίσχυση της ζήτησης λόγω βελτίωσης των διεθνών οικονομικών συνθηκών, θα οδηγήσει σε ξαφνική τότε δραματική αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Οι συνέπειες θα είναι καταλυτικές, ιδιαίτερα αν οι οικονομίες θα έχουν μόλις ανακάμψει από μια σοβαρότατη κρίση. Χώρια βέβαια από τις ενδιάμεσες διπλωματικές συνέπειες των σημερινών αδιεξόδων που είναι απρόβλεπτο που θα οδηγήσουν. Οσοι στριμώχνονται οικονομικά δεν είναι σίγουρο πως πάντα συνθηκολογούν. Μπορεί και να αντιδράσουν βίαια. Ρωσία, που βρίσκεται σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη κάμψη, και Ιράν έχουν δυστυχώς τα μέσα για μια τέτοια αντίδραση.