Μπορεί η γειτονική μας Τουρκία να μην αποτελεί υπόδειγμα κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, πλην, όμως, με εξαίρεση κάποια διαλείμματα κατά τα οποία την εξουσία σφετερίζονταν ο Στρατός, με ανοικτά ή συγκεκαλυμμένα πραξικοπήματα, οι πολιτικές δυνάμεις που ασκούν τη διακυβέρνηση της μεγάλης και τόσο αντιφατικής αυτής χώρας προκύπτουν από εκλογές.
Ο 68χρονος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό για σχεδόν 30 χρόνια.
Κείμενο του Γρηγόρη Τζιοβάρα που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα Protothema.gr
Αρχικά ως υποψήφιος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, αξίωμα στο οποίο αναδείχθηκε το μακρινό 1994, εν συνεχεία, από το 2002, ως αρχηγός κόμματος και υποψήφιος πρωθυπουργός και, από το 2014, ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έχει μέχρι τώρα καταφέρει να κερδίζει τη λαϊκή ψήφο κάθε φορά που τη διεκδικεί.
Στην αρχή, μάλιστα, της καριέρας του είχε, λόγω των ισλαμιστικών απόψεων τις οποίες ενστερνιζόταν από νέος, αντιμετωπίσει διώξεις, κάτι που ο ίδιος επεφύλαξε αργότερα για αρκετούς από τους αντιπάλους του. Ανεξάρτητα, ωστόσο, αν οι περισσότεροι Κούρδοι βουλευτές αντί για την αίθουσα της Εθνοσυνέλευσης, «φιλοξενούνται» σε κελιά φυλακών, η αλήθεια είναι ότι και την εποχή που διωκόμενος ήταν ο Ερντογάν, αλλά και αργότερα που έγινε ο ίδιος διώκτης, είναι οι κάλπες στις οποίες ψηφίζουν οι Τούρκοι που καθορίζουν τις εξελίξεις στη γείτονα.
Όλες αυτές οι επισημάνσεις έχουν τη σημασία τους και χρειάζονται να λαμβάνονται υπόψιν στη δική μας χώρα κάθε φορά που θέλουμε να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε τα τεκταινόμενα στην Άγκυρα, στην Κωνσταντινούπολη και, εν γένει, στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Απλοϊκότητες του τύπου ότι «έχουμε να κάνουμε με ένα ημιδικτατορικό καθεστώς που διοικείται από την ενός ανδρός αρχή», δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν ηγείται όλα αυτά τα χρόνια της Τουρκίας επειδή πείθει τους Τούρκους ότι είναι ικανότερος από τους αντιπάλους του. Και, άρα, για να συνεχίσει να ηγείται θα πρέπει να κερδίσει τις επόμενες προεδρικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες να γίνουν τον επόμενο Ιούνιο.
Μέχρι τώρα ο Τούρκος Πρόεδρος έβγαινε νικητής από όλες τις αναμετρήσεις στις οποίες λάμβανε μέρος προβάλλοντας ως μεγάλο «ατού» του τη βελτίωση της οικονομικής καθημερινότητας του μέσου συμπατριώτη του. Μπορεί ο πρώην κουλουράς στα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης να έχει συσσωρεύσει -ο ίδιος και ο περίγυρος του- αμύθητα πλούτη, ήταν η βελτίωση στη ζωή τους, την οποία είδαν επί των ημερών του οι Τούρκοι, που τον έκαναν να είναι δημοφιλής και να του συγχωρούνται τόσες και τόσες παρασπονδίες.
Επειδή, όμως, στην πολιτική αλλά και στη ζωή όλα έχουν κάποια στιγμή ένα τέλος, φαίνεται ότι, υπό προϋποθέσεις, το τέλος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι μακριά. Η Τουρκία του 2022 αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα. Το νόμισμα της χώρας, η λίρα, καταρρέει. Ο πληθωρισμός τρέχει με ασύλληπτους ρυθμούς που έχω την αίσθηση ότι ο πληθυσμός καμίας δυτικής χώρας δεν θα μπορούσε να ανεχτεί. Τα φαραωνικά έργα που μέχρι πρότινος ήταν η ατμομηχανή της ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας, τώρα έχουν γίνει η παγίδα της ερντογανικής οικονομικής πολιτικής.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Τούρκος Πρόεδρος θα αποχαιρετίσει την εξουσία εφόσον στις επόμενες εκλογές βρεθεί αντιμέτωπος με έναν από τους δημοφιλείς δημάρχους της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου ή της Άγκυρας Μανσούρ Γιαβάς. Τα πράγματα είναι κάπως πιο αισιόδοξα για τον Ερντογάν εφόσον επιμείνει να είναι υποψήφιος ο αντιδημοφιλής αρχηγός του ρεπουμπλικανικού λαϊκού κόμματος (CHP) Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.
Όλα όσα βλέπουμε να διαδραματίζονται τις τελευταίες μέρες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι απολύτως συμβατά με αυτό το σκηνικό. Το «Μητσοτάκης γιοκ» που εκστόμισε, όχι για πρώτη φορά, ο Ερντογάν μετά την πρόσφατη πολυσήμαντη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σχετίζεται άμεσα με τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας. Είναι προφανές ότι ο Τούρκος Πρόεδρος προσπαθεί να βρει διέξοδο στα συσσωρευμένα αδιέξοδά του με την κατακόρυφη ύψωση των απειλητικών τόνων κατά της Ελλάδας.
Το γεγονός, μάλιστα, ότι η χώρα μας -με την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση να βρίσκονται, ευτυχώς, στο ίδιο μήκος κύματος- αποφεύγει να μπει στον λεκτικό καβγά που μεθοδευμένα φαίνεται να προσπαθεί να πυροδοτήσει η ηγεσία της γείτονος, δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την ήδη δυσχερή θέση στην οποία έχει περιέλθει ο Ερντογάν.
Όσο και αν είναι ελεγχόμενα τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, θα βρεθεί κάποιος αρθρογράφος που θα συγκρίνει την αποθεωτική υποδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον με την αδυναμία του Τούρκου Προέδρου να πετύχει όχι πρόσκληση στον Λευκό Οίκο ή, πολύ περισσότερο, στο Καπιτώλιο, αλλά ένα απλό τηλεφώνημα από τον Τζο Μπάιντεν για να του παραπονεθεί που επί των ημερών του βγήκε η Τουρκία από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των αεροσκαφών F-35 και δεν ανάβει πράσινο φως για την αναβάθμιση των τουρκικών F-16 όπως έχει γίνει ήδη με τα ελληνικά.
Όπως και να έχει, πάντως, μπορεί σωστά να ευχόμαστε οι Τούρκοι να πουν «γιοκ» στον αλαζόνα Ερντογάν όταν στηθούν κάλπες στη γείτονα, αλλά δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες ότι τα πράγματα θα αλλάξουν δραστικά όταν και αν χάσει τις εκλογές ο σημερινός Πρόεδρος της Τουρκίας. Ποιος ξεχνά, άλλωστε, ότι ο εισβολέας της Κύπρου Μπουλέντ Ετσεβίτ ανήκε στην ίδια παράταξη με εκείνους που ευελπιστούμε ότι μπορεί να κατανικήσουν τον Ερντογάν;
Οι ελπίδες της Ελλάδας δεν μπορεί παρά να εναποτίθενται στις συμμαχίες που συνάπτει, στην ισχύ που η ίδια διαθέτει και στην αποφασιστικότητα της ηγεσίας και του λαού της.