Αντίστροφη μέτρηση για τη δημοσίευση των νέου τύπου δημοσιονομικών περιορισμών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι οποίοι αυτή τη φορά θα είναι τετραετούς διάρκειας και θα θέτουν το επίκεντρο όχι στα πρωτογενή πλεονάσματα, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα, αλλά στη μεταβολή των δημοσίων δαπανών.
Την επόμενη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα δημοσιεύσει τις εαρινές προβλέψεις για την πορεία των ευρωπαϊκών οικονομιών, κάτι που σημαίνει ότι οι χώρες μέλη -μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα- θα σχηματίσουν εικόνα για το πώς «βλέπει» η Κομισιόν την πορεία των οικονομιών τους.
Αυτές θα είναι και οι τελευταίες προβλέψεις που θα γίνουν πριν από τον κρίσιμο Ιούνιο. Και θα είναι κρίσιμος ο επόμενος μήνας διότι σε κάθε χώρα μέλος θα γνωστοποιηθεί το «πλαφόν» μεταβολής των καθαρών δαπανών για το διάστημα 2025-2028.
Σε οικονομικούς όρους αυτό σημαίνει ότι οι επόμενοι τέσσερις κρατικοί προϋπολογισμοί θα συνταχθούν με βάση αυτά τα ποσοστά που θα ανακοινωθούν σε μερικές εβδομάδες, ενώ σε πολιτικούς όρους πρέπει να σημειωθεί ότι οι υποχρεώσεις που θα αναληφθούν τώρα ουσιαστικά θα δεσμεύσουν και το πρώτο έτος της επόμενης κυβερνητικής θητείας καθώς οι επόμενες βουλευτικές εκλογές θα γίνουν το αργότερο το καλοκαίρι του 2027.
Οι προβλέψεις
H Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα λάβει υπόψη της τις προβλέψεις της για τη μεταβολή του ΑΕΠ της κάθε χώρας την επόμενη τετραετία, τις ετήσιες δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους, αλλά και άλλους βασικούς οικονομικούς δείκτες, προκειμένου να καθορίσει το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο αύξησης των δαπανών. Ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις του χειμώνα δεν αναμένονται.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να κρατήσει τον πήχη της ανάπτυξης στο 2,3% για φέτος και του χρόνου, δηλαδή λίγο χαμηλότερα από τις αναθεωρημένες προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης (όπως αυτές αποτυπώθηκαν πρόσφατα στο Πρόγραμμα Σταθερότητας), ενώ θα συμφωνήσει με την εκτίμηση της ελληνικής πλευράς ότι θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια ο ταχύς ρυθμός αποκλιμάκωσης της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ, όπως επίσης και η επιστροφή της ανεργίας σε μονοψήφια ποσοστά για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης.
Η Κομισιόν αναμένεται να αναγνωρίσει επίσης τη δυνατότητα παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων στο επίπεδο του 2,1% του ΑΕΠ, ανεξάρτητα αν στο εξής αυτός ο δείκτης θα θεωρείται ως δευτερεύουσας σημασίας
στο πλαίσιο του νέου Συμφώνου Σταθερότητας.
Το πιθανότερο είναι ότι για την Ελλάδα το ποσοστό αύξησης των δαπανών θα κυμανθεί στην περιοχή του 2,5% με 3%.
Σε πρακτικό επίπεδο αυτό το ποσοστό θα αφήσει πολύ περιορισμένα περιθώρια για αυξήσεις δαπανών την επόμενη χρονιά, πέραν των ήδη δρομολογημένων.
Ουσιαστικά, ο προϋπολογισμός του 2025 θα «χωρέσει» την αύξηση των λειτουργικών δαπανών, τα μέτρα που έχουν ήδη εξαγγελθεί -μείωση ασφαλιστικών εισφορών και τέλους επιτηδεύματος-, αλλά και τις αυξήσεις στις συντάξεις.
Για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, για παράδειγμα, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για αύξηση αποδοχών, κάτι που σημαίνει ότι το 2025 οι αποδοχές τους θα παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά τις αυξήσεις του Ιανουαρίου.
Πώς υπολογίζεται το πλαφόν στις δαπάνες
Το πλαφόν στις δαπάνες ουσιαστικά θα αφορά τον ρυθμό μεταβολής τους από χρονιά σε χρονιά.
Το τελικό ποσοστό προκύπτει από τεχνοκρατικές διαδικασίες και ουσιαστικά λαμβάνονται υπόψη οι προβλέψεις για τη βιωσιμότητα του χρέους της κάθε χώρας μέλους.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι προβλέψεις της Κομισιόν για την πορεία της οικονομίας της κάθε χώρας παίζει σημαντικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα.
Η Ελλάδα έχει λάβει μια πρώτη γεύση για την περιοχή στην οποία θα κινηθεί το πλαφόν από φέτος.
Η χώρα έχει αναλάβει δέσμευση να συγκρατήσει τον ρυθμό αύξησης των καθαρών δαπανών στο 2,6%, ποσοστό που μεταφράζεται σε περίπου 2,5 δισ. ευρώ.
Προς το παρόν ο ρυθμός μεταβολής έχει συγκρατηθεί στο 2,1%. Αν αυτό το ποσοστό διατηρηθεί μέχρι το τέλος του έτους, η διαφορά των μερικών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ μπορεί να «αποθηκευτεί» για μελλοντική χρήση.
Δηλαδή, αν η φετινή μεταβολή των δαπανών συγκρατηθεί στο 2,1% και ο στόχος για το 2025 προσδιοριστεί στο 2,5%, τότε ακόμη και αν οι δαπάνες αυξηθούν του χρόνου κατά 3% δεν θα τεθεί θέμα κυρώσεων.
Ανά έτος
Το ποσοστό θα «κλειδώσει» ανά έτος και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ενώ κατά τη διάρκεια της επόμενης τετραετίας δεν θα υπάρχουν περιθώρια εκ νέου διαπραγμάτευσης επί των ποσοστών. Αυτό θα συμβεί και πάλι το 2028 για την επόμενη 4ετία.
Επίσης, το ποσοστό δεν επηρεάζεται μόνο από την καθαρή μεταβολή των δαπανών.
Για παράδειγμα, με βάση τον μαθηματικό τύπο που εφαρμόζεται, αν μια χώρα αποφασίσει μέσα στην τετραετία να προχωρήσει σε μείωση φορολογικού συντελεστή, η εκτιμώμενη απώλεια εσόδων που θα προκαλέσει αυτή η απόφαση θα ληφθεί υπόψη ως αύξηση δαπανών και θα επηρεάσει το ποσοστό μεταβολής.
Άρα, το νέο σύστημα δεν αφήνει «παράθυρα» για παροχές στο σκέλος των φορολογικών εσόδων καθώς οποιαδήποτε τέτοια απόφαση «χτυπά» στο ποσοστό αύξησης των δαπανών. Εκεί που υπάρχει περιθώριο ελαστικής αντιμετώπισης είναι στις έκτακτες δαπάνες οι οποίες πηγάζουν από μη προβλέψιμους παράγοντες, όπως, για παράδειγμα, μια θεομηνία.
Αυτές οι δαπάνες -κατόπιν αξιολόγησης και συμφωνίας με την Κομισιόν- μπορούν να εξαιρεθούν από τον μαθηματικό τύπο και να μην επηρεάσουν το ποσοστό μεταβολής των δαπανών.
Θάνος Τσίρος
Πηγήnaftemporiki.gr