Γράφει η Άννα Ασημακοπούλου*
Μετά από δύο χρόνια πολιτικής απάτης, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εκπλήσσει κανέναν με τις επιλογές του και τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του. Οι επαναστάτες της πλατείας που «θα άλλαζαν την Ευρώπη» για χάρη της καρέκλας έβαλαν κοστούμια, υποδέχονται τα αεροσκάφη της AirChina και παριστάνουν τους οπαδούς της ελεύθερης οικονομίας και της υγιούς επιχειρηματικότητας. Φυσικά όλα αυτά υπό την αίρεση ότι δεν ενοχλούν τους ψηφοφόρους και τις συντεχνίες που τους στηρίζουν. Εκεί επιδεικνύουν τη σκληρά ιδεολογική αριστεροφροσύνη τους σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουν ένα σύστημα που θα τους διατηρήσει στην εξουσία όσο το δυνατόν περισσότερο.
Τελευταίο θύμα αυτής της απέχθειας του ΣΥΡΙΖΑ για κάθε τι νέο, ήταν το taxibeat.
Μια εφαρμογή που έχει όλα τα στοιχεία που οι υπουργοί της κυβέρνησης Τσίπρα αντιπαθούν: είναι ψηφιακή, το κράτος δεν επεμβαίνει και όλοι αξιολογούνται.
Φυσικά αυτή η εφαρμογή δεν αρέσει σε μια μερίδα συνδικαλιστών που απλά θέλουν να μην αλλάξει τίποτα. Τους εξυπηρετεί να καλύπτουν τη δική τους μετριότητα πίσω από την αναπαραγωγή στερεοτύπων, παραγνωρίζοντας πως αυτές οι τεχνολογικές εφαρμογές άλλαξαν άρδην την εικόνα των επαγγελματιών.
Ζούμε σε μια εποχή που οι τεχνολογίες δεν λειτουργούν παραπληρωματικά, αλλά συμπληρώνουν η μια την άλλη. Μπορείτε να φανταστείτε να χρησιμοποιείτε το διαδίκτυο χωρίς να μπορείτε να ακούσετε ραδιόφωνο ή να μην μπορείτε να δείτε τηλεόραση επειδή διαβάζετε εφημερίδα; Κάτι τέτοιο επιχειρεί να νομοθετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Κατά συνέπεια, αντί να δημιουργούμε όρους στραγγαλίσματος της ελεύθερης αγοράς, οφείλουμε να κάνουμε αυτό που αρμόζει σε ένα φιλελεύθερο κόμμα: Να εξασφαλίσουμε ίσους όρους ανταγωνισμού, εστιάζοντας σε δύο κεντρικά ζητήματα.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να εξασφαλιστεί είναι να έχουν όλοι τη δυνατότητα και τη γνώση να χρησιμοποιήσουν τα τεχνολογικά μέσα με τον ίδιο τρόπο.
Δεν είναι δουλειά κανενός να νομοθετήσει ποιο μέσο θα χρησιμοποιήσουν – αν θα είναι το taxibeat, taxiplon η Uber ή οποιαδήποτε άλλη εφαρμογή. Το κρίσιμο είναι η ίση πρόσβαση στις νέες τεχνολογίες και η ελεύθερη επιλογή του καθενός αν θα συμμετέχει. Αυτό βέβαια, η ίδια η αγορά το έχει απαντήσει προ πολλού, καθώς το 50% των επαγγελματιών ήδη κάνει χρήση τέτοιων προγραμμάτων.
Το δεύτερο που πρέπει να μας απασχολεί ως κράτος δικαίου είναι η φορολόγηση. Το ζήτημα στην περίπτωση της Uber είναι υπαρκτό καθώς ουσιαστικά δημιουργείται κενό φορολόγησης. Εκεί πράγματι καταστρατηγείται η ήδη άνιση σχέση με τους υπάρχοντες επαγγελματίες οδηγούς, οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι και φορολογούνται. Χρησιμοποιούμε δηλαδή την τεχνολογία για να επιστρέψουμε 20 χρόνια πίσω, όπου το μεγαλύτερο πρόβλημα στα χρόνια της οικονομικής ευμάρειας ήταν τα… «μαϊμού» ταξί.
Συνεπώς το ζήτημα είναι να ξεκινήσει ένας κοινωνικός διάλογος για την ορθότερη και δικαιότερη φορολόγηση. Στο τέλος της ημέρας αν η φορολόγηση συνδυαστεί σωρευτικά με την κοινή και δίκαιη χρήση της τεχνολογίας, θα επικρατήσει αυτό που a priori θα έπρεπε σε μια ελεύθερη αγορά: η καλύτερη παροχή υπηρεσιών.
Δεν μπορεί η παροχή μιας υπηρεσίας να καταντά κομματική υπόθεση. Η αξιολόγηση δεν υπάρχει για να λοιδορούνται οι άνθρωποι αλλά για να βελτιώνονται. Στόχος είναι να τους ενισχύσουμε, όχι να τους καταδικάσουμε. Αυτό που συντελείται με την «πατέντα» Σπίρτζη είναι η δημιουργία μιας κατάστασης ανισότητας όπου η κομματική πελατεία θα καταδυναστεύει εκείνους που θέλουν να λειτουργούν μόνοι τους καταστρατηγώντας παράλληλα και το δικαίωμα στην ελεύθερη επιλογή που οφείλει να έχει ο πολίτης.
Βέβαια για τον υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ αυτά είναι πολύ ψιλά γράμματα. Ουδέποτε ενδιαφέρθηκε πραγματικά να επιλύσει τα προβλήματα του κλάδου των επαγγελματιών οδηγών. Θέλει συνδικαλιστές παλαιού τύπου, οι οποίοι θα κλείνουν τους δρόμους με τις ντουντούκες και εκείνος ως άλλος πολιτικός σωτήρας θα ικανοποιεί τα αιτήματά τους για να επιβιώσει πολιτικά. Ελπίζει σε πρόσκαιρες συνδικαλιστικές συμμαχίες πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα ανακόψει την νικηφόρα πορεία της ΝΔ και τη διάδοση των ιδεών μας στην κοινωνία.
Δυστυχώς για τον κ. υπουργό η κοινωνία ακούει, βλέπει και «ζυγίζει» χαρακτήρες.
Η Άννα Ασημακοπούλου είναι βουλευτής Β’ Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία